Για το μυθιστόρημα του Santiago Roncagliolo «Αλλά ρύσαι ημάς από του Πονηρού» (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη).
Του Διονύση Μαρίνου
Το 2021, έπειτα από τρία χρόνια εργώδους προσπάθειας και αναγκαίας κατάδυσης στο σκότος, η περιβόητη επιτροπή Ciase έδωσε στη δημοσιότητα ένα πόρισμα 200 σελίδων γεμάτες από μαρτυρίες παιδιών που από το 1950 έως το 2020 είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση από κληρικούς, αλλά και λαϊκούς-μέλη της Καθολικής Εκκλησίας. Συνολικά εκτιμάται πως τα θύματα όλα αυτά τα χρόνια έφτασαν τα 330.000 παιδιά. Αριθμός που προκαλεί σοκ και εξοργίζει. Ο Πάπας Φραγκίσκος με παρρησία παραδέχθηκε πως στους κόλπους της Εκκλησίας του συνέβησαν όλα όσα καταμαρτυρούσε το πόρισμα της επιτροπής και μίλησε για την ώρα της ντροπής.
Αίφνης, παράλληλα με ό,τι συνέβη στη Γαλλία ξεκίνησε η διερεύνηση ανάλογων φαινομένων στην Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γερμανία, τη Χιλή, την Ιρλανδία, τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Αγγλία και την Ουαλία. Παντού τα αποτελέσματα των ερευνών ήταν τα ίδια. Βία, βόρβορος, βαναυσότητα από εκπροσώπους του θεού που όφειλαν να πρεσβεύσουν την αγάπη και να πράττουν το σωστό. Ο ασκός του Αιόλου μόλις έχει ανοίξει.
Το ότι αυτό συμβαίνει σε μια εποχή ανοιχτότητας όπου το κίνημα #MeToo όρθωσε το ανάστημά του σε λογής κακοποιητικές ενέργειες επιφανών και μη ανδρών, δεν πρέπει να είναι τυχαίο. Στις μέρες μας κανείς, πλέον, δεν μπορεί να ξεφύγει, αλλά και κανείς δεν έχει το δικαιώματα να δηλώνει πως δεν ήξερε, δεν είδε, δεν άκουσε. Οι κοινωνίες των πολιτών είναι πια έτοιμες να κοιτάξουν τα σκοτάδια τους στον καθρέφτη και να παραδεχθούν πως κάτι σάπιο κυκλοφορεί σε διάφορες Δανιμαρκίες.
Διαβάζοντας κανείς το νέο μυθιστόρημα του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη συνειδητοποιεί πως το φάσμα του πόνου, της σωματικής και ψυχικής καταστροφής που υπέστησαν τα θύματα των βιασμών δεν είναι αριθμοί, δεν είναι δεδομένα πάνω σε ένα στατιστικό πίνακα. Έρχεται η λογοτεχνία με την κρουστική δύναμη που διαθέτει να μας μιλήσει ανοιχτά όχι πια για το σύνολο των πραγμάτων, αλλά για το άτομο, για το συγκεκριμένο πρόσωπο που υπέστη τα δεινά και πώς αυτά διαμόρφωσαν και καθόρισαν τη ζωή του.
Ο Ρονκαλιόλο ρίχνει φως εκεί που η δημοσιογραφική πληροφορία δεν έχει τα εργαλεία να προκαλέσει ρηγματώσεις.
Ο Ρονκαλιόλο ρίχνει φως εκεί που η δημοσιογραφική πληροφορία δεν έχει τα εργαλεία να προκαλέσει ρηγματώσεις. Μπορεί ο μυθοπλαστικός μανδύας να αφαιρεί την αιχμηρότητα της καταγγελίας, αν υποθέσουμε πως έχει σημασία πάντα το όνομα και όχι το αποτέλεσμα της πράξης, αλλά μην ξεχνάμε πως ο μύθος πολλές φορές μπορεί να εισχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος στις ανθρώπινες ψυχές από όσο η πραγματική πραγματικότητα. Επιπλέον, ο Ρονκαλιόλο δεν επιθυμεί να χτίσει έναν άμβωνα, να ανέβει σ’ αυτόν και να αρχίσει να ρίχνει τα αναθέματα κατά των δραστών. Άλλος είναι ο σκοπός του.
Αυτό το μυθιστόρημα είναι κάτι σαν το Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι του Γκίντερ Γκρας κι ας μην είναι ο θύτης αυτός που μας διηγείται σε πρώτο πρόσωπο τα de profundis του, αλλά ο γιος του, ο Τζίμι, ένα ανήσυχο παιδί λίγο πριν από την εφηβεία του που βρίσκεται αντιμέτωπο με τα πιο κρυφά και ανομολόγητα μυστικά του πατέρα του. Γιατί δεν θέλει να επιστρέψει ποτέ στη γενέτειρά του, το Περού; Γιατί βολεύεται στην ασφάλεια των ΗΠΑ που είναι το νέο του σπίτι; Γιατί δεν μιλάει ποτέ για το παρελθόν του;
Η ραγδαία επιδείνωση της υγείας της μητέρα του, της Μάμα Τίτας, θα αναγκάσει τον Σεμπαστιάν, τον πατέρα του Τζίμι, να στείλει τον γιο του στο Περού ώστε να συντρέξει την πάσχουσα μητέρα του. Μόνο που αυτό το ταξίδι θα είναι άκρως αποκαλυπτικό. Ο Τζίμι αντιλαμβάνεται πως ο πατέρας του είναι κάτι άλλο από αυτό που φαίνεται. Μπορεί να τους παράτησε για άλλη γυναίκα, μπορεί να φαίνεται κλειστός και απόμακρος, μπορεί να δείχνει σημάδια βίαιου χαρακτήρα, αλλά, όχι, το να πεις πως υπήρξε βιαστής, αυτό είναι ένα κλειδί που θα του ανοίξει την πόρτα της οικογενειακής Κόλασης. Και θα το βρει αυτό το κλειδί και θα ανοίξει την πόρτα και θα αντικρύσει την αλήθεια.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα οργανωμένο έγκλημα που ενορχηστρώθηκε από ιερωμένους υψηλά ιστάμενους, αλλά με μια θρησκευτική παραοργάνωση που λειτουργούσε παράλληλα με την επίσημη δράση της επίσημης Εκκλησίας. Ήταν όμως τόσο δυνατή που κέρδιζε ολοένα και περισσότερα μέλη. Βασικά άρρενες, παιδιά της ανώτερης και της μεσαίας τάξης (για να εκπέσει το κλισέ πως αυτά συμβαίνουν μόνο σε παιδιά που συνωθούνται στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας).
Οι ατιμωτικές πράξεις βρίσκονται στο παρασκήνιο. Δεν κρύβονται, αλλά υπονοούνται, κυκλοφορούν ωσάν αλύτρωτα φαντάσματα πάνω από τις γραμμές του κειμένου.
Ενορχηστρωτής αυτού του σκοτεινού μηχανισμού υπήρξε ο μεφιστοφελικός Γκαμπριέλ Φουριάσε. Ένας άκρως χειριστικός, οξύνους και πειστικός άντρας που κατάφερνε να εδραιώνει την εξουσία του διά της πειθούς στην αρχή και διά της βίας στη συνέχεια. Υπήρξε ένας πνευματικός γκουρού που καθοδηγούμενος από ταπεινά ένστικτα σκορπούσε τον τρόμο, αλλά όχι μόνος του. Δημιουργούσε συμπαραστάτες στο έγκλημα. Θυματοποιούσε τους επικείμενους θύτες, ας μας επιτραπεί αυτή η παραδοξολογία. Ανάμεσα σ’ αυτούς και μάλιστα ως ευνοούμενος θα βρεθεί ο νεαρός τότε Σεμπαστιάν.
Ο Τζίμι, λοιπόν, θα βρεθεί να κοιτάζει από το χείλος μιας μεγάλης σκοτεινής χοάνης το παρελθόν του πατέρα του. Θα έλεγε κανείς πως έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης – καίτοι δεν βλέπουμε τον Τζίμι σε βάθος χρόνου. Καταλαβαίνουμε, όμως, πως η αποκάλυψη θα καταστεί καθοριστική στη ζωή του και στη σχέση με τον πατέρα του. Τίποτα δεν θα είναι ίδιο έπειτα από αυτή την ωμή αλήθεια που θα δει το φως.
Ο Ρονκαλιόλο, σε αντίθεση με αυτό που κάνει ο Κόλσον Γουάιτχεντ στο μυθιστόρημά του Τα αγόρια του Νίκελ (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Ίκαρος), όπου φέρνει τον ζόφο σε πρώτο πλάνο, αποφασίζει να μας δείξει το απείκασμά του, το πονεμένο αποτύπωμά του πάνω στα σώματα και τις ψυχές των θυμάτων. Οι ατιμωτικές πράξεις βρίσκονται στο παρασκήνιο. Δεν κρύβονται, αλλά υπονοούνται, κυκλοφορούν ωσάν αλύτρωτα φαντάσματα πάνω από τις γραμμές του κειμένου.
Η πρόθεση του Ρονκαλιόλο δεν είναι να μας φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με το πρόσωπο του σκότους, αλλά με την αποφορά του. Το αποτέλεσμα είναι ομοίως δραματικό, δεν χωράει αμφιβολία. Ό,τι δεν εμφανίζεται ως απτή εικόνα αντικαθίσταται από τρωτές ψυχές και εκχυμώσεις που είναι εμφανείς κι ας έχουν περάσει πολλά χρόνια από τη δράση του Φουριάσε και της ομάδας του. Τα στόματα έχουν ανοίξει και στο Περού, τα θύματα αποφασίζουν να βγουν μπροστά, να πουν την ιστορία τους. Κάπως έτσι ο Τζίμι ψαύει με δέος και φόβο αυτές τις αλήθειες. Όσα δεν ήξερε τα έμαθε.
Τούτο θέτει έναν δεύτερο πυλώνα στην ιστορία που είναι η σχέση πατέρα-γιου. Ενός γιου που οφείλει να «σκοτώσει» τον πατέρα για να προχωρήσει. Όμως εδώ δεν έχουμε για μια πατροκτονία προς χάριν της ωρίμανσης, αλλά για ένα βαθύτερο ξεκαθάρισμα που δεν ξέρουμε πού και πώς θα καταλήξει. Ο Ρονκαλιόλο το αφήνει ανοιχτό και πολύ καλά κάνει.
Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα ρυθμού που ορισμένες φορές μοιάζει με θρίλερ. Υπάρχουν θαυμαστές προοικονομίες διάσπαρτες μέσα στο κείμενο, καθώς και διάφορα cliff hangers όπου ο συγγραφέας σε κρατάει σε εγρήγορση στο τέλος κάθε κεφαλαίου.
Δεν γίνεται να μην γίνει αναφορά στη μετάφραση του βιβλίου και στη δουλειά του Κώστα Αθανασίου. Έχουμε να κάνουμε με έναν έμπειρο μεταφραστή που μας έχει παραδώσει ουκ ολίγα μυθιστορήματά της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Η εμπειρία δεν είναι ένα απλό παράσημο, αν δεν επιβεβαιώνεται εν τοις πράγμασι. Επειδή ακριβώς έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα ρυθμού, ο Αθανασίου πιάνει το τέμπο και πράττει αναλόγως. Άρα, η γνώση του βοηθάει και λειτουργεί υπέρ της αναγνωστικής απόλαυσης.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τα τελευταία του χρόνια στο σχολείο “Βασίλισσα του κόσμου” ο πατέρας μου υπέστη μια εκπληκτική μεταμόρφωση. Ο συνεσταλμένος και γεμάτος ζήλο, ακόμα και κάπως παιδιάστικος, Σεμπαστιάν που είχε αρχίσει το γυμνάσιο μετατρεπόταν σταδιακά σε έναν ταραχοποιό που έπρεπε να τον προσέχει κανείς, σε έναν ταραξία με πάθος για το ρίσκο, σε έναν εθισμένο στα προβλήματα με την εξουσία.
Η πρώτη του συνάντηση με τον πατέρα Γκασπάρ, οφείλεται ακριβώς σε μια επίπληξη. Τη Δευτέρα το πρωί, καθώς έμπαιναν στη σειρά για την έπαρση της σημαίας, ο Σεμπαστιάν έψαλε τον εθνικό ύμνο με πορδές και με ρεψίματα, κάτι που έκανε κάποιους από τους συμμαθητές του, όχι ακριβώς τους πιο ευφυείς, να γελάσουν. Ο υπεύθυνος της τάξης ανεχόταν επί αρκετές βδομάδες τις αταξίες εκείνου του παιδιού και θεώρησε ότι είχε φτάσει η στιγμή να κάνει το επόμενο βήμα στην κλιμάκωση των προειδοποιήσεων. Τον έστειλε στο γραφείο του διευθυντή».