Για το μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Χ. Γκας (William Howard Gass) «Το τούνελ» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Καστανιώτη).
Του Νίκου Στρατηγάκη
Το Τούνελ, του Γουίλιαμ Χ. Γκας, είναι ένα φιλόδοξο τεχνούργημα ιδεών και γλώσσας το οποίο φαντάζει αμφίρροπο – μια χοάνη φωτεινών αστέρων μα και οσμηρών λυμάτων. Ο Αμερικανός συγγραφέας αφιέρωσε τρεις ολόκληρες δεκαετίες δουλειάς στο θηριώδες βιβλίο του μέχρι αυτό να εκδοθεί το 1995 και ο επίδοξος αναγνώστης θα χρειαστεί κι αυτός κάμποσο χρόνο για να τα βγάλει πέρα με τις εννιακόσιες του σελίδες οι οποίες συχνά όζουν κι ενίοτε αστράφτουν λυτρωτική ομορφιά. Ευτυχώς, δε, οι εκδ. Καστανιώτη μάς παρέδωσαν μια έκδοση χρηστική: ουκ ολίγες φορές ο αναγνώστης θα θελήσει να υπογραμμίσει κάτι έχοντας τον τόμο ανοιγμένο διάπλατα επάνω στο γραφείο του δίχως να χρειάζεται να τον συγκρατεί. Εδώ θα προσπαθήσω να δώσω ένα σχέδιο ορισμένων ιδεών οι οποίες διατρέχουν το βιβλίο ως το τέλος δίχως, βέβαια, να καλύπτουν κάθε του πτυχή.
Ο γερμανικής καταγωγής Αμερικανός πανεπιστημιακός Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ είναι ένας μεσόκοπος καθηγητής Ιστορίας ο οποίος έχει μόλις ολοκληρώσει τη μονογραφία του Ενοχή και Αθωότητα στο Τρίτο Ράιχ. Πρόκειται για ένα ιστορικό έργο ζοφερό, το οποίο διατυπώνει μια σκοτεινότατη ανάγνωση των πράξεων του ναζιστικού ολοκληρωτισμού με αποκορύφωμα την Τελική Λύση. Ο Κόλερ πιάνει λοιπόν να γράψει μια εισαγωγή για τη μονογραφία του, θέλοντας κάπως να δικαιολογήσει τις απόψεις του, και, τελικά, το γραπτό του αυτό καταλήγει να στέκεται σαν μια μακροσκελέστατη αναδίφηση της ψυχής του, από τη θλιβερή παιδική ηλικία ως τη μικρή του εμπλοκή στη Νύχτα των Κρυστάλλων, την κατάληξή του ως απολογητή του Ολοκαυτώματος και τον εκτροχιασμένο και χυδαίο του ερωτισμό. Και, μες στις σελίδες του χειρογράφου, οι απόψεις και τα επιχειρήματα του Κόλερ γύρω από το Γ’ Ράιχ ολοένα διαθλώνται, από διάφορες γωνίες, μπροστά στα μάτια μας.
Το χειρόγραφο αυτό το κρύβει ανάμεσα στις σελίδες του Ενοχή και Αθωότητα στο Τρίτο Ράιχ ώστε να μην το βρει η γυναίκα του, την οποία τόσο πολύ μισεί, οικτίρει και φοβάται. Το χειρόγραφο αυτό είναι εν τέλει το βαρύ βιβλίο που βαστούμε οι αναγνώστες. Και, παράλληλα με την αυτοβιογραφική του αναδίφηση, ο Κόλερ ξεκινά να σκάβει το περί ου ο λόγος τούνελ στο υπόγειο της μονοκατοικίας του, επίσης κρυφά από τη γυναίκα του. Το δίχως άλλο, η πράξη φαντάζει παράλογη με τα μέτρα και τα σταθμά του καθημερινού βίου.
Και, παράλληλα με την αυτοβιογραφική του αναδίφηση, ο Κόλερ ξεκινά να σκάβει το περί ου ο λόγος τούνελ στο υπόγειο της μονοκατοικίας του, επίσης κρυφά από τη γυναίκα του. Το δίχως άλλο, η πράξη φαντάζει παράλογη με τα μέτρα και τα σταθμά του καθημερινού βίου.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο το τούνελ του ήρωα, ή μάλλον αντιήρωα, αποτελεί την κυριολεκτική εφαρμογή του αναστοχαστικού προτάγματος, όπως αυτό διατυπώθηκε ήδη από τον Μάρκο Αυρήλιο με το γνωστό «ένδον σκάπτε»: μια γκροτέσκα κίνηση αναμφίβολα ταιριαστή με το εγχείρημα της αυτοβιογράφησης και του απολογισμού μιας ζωής. Εντούτοις, το σκοτεινό τούνελ του Κόλερ δεν είναι μόνο αυτό. Ίσως, μάλιστα, τούτη η πρώτη σκέψη, παρότι βοηθητική αρχικά, να μας οδηγεί τελικά σε ατραπούς διαφορετικές.
Αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι πώς βλέπει ο θλιβερότατος αφηγητής μας την Ιστορία. Από σελίδα σε σελίδα φτάνουμε να διαπιστώσουμε σ’ ένα πρώτο επίπεδο ότι ο πανεπιστημιακός Κόλερ έχει μια οπτική αρκετά ασυνήθιστή, τουλάχιστον ως προς την έντασή της. Βλέπει την Ιστορία της ανθρωπότητας σαν μια ατέλειωτη σειρά ερειπίων, σαν έναν σωρό απορριμμάτων όπου τα πτώματα των ειλώτων, των κομμουνάρων του Παρισιού, των Ουγενότων και –εσχάτως– των Εβραίων κείνται πέραν πάσης σωτηρίας, ακόμα και πέραν πάσης κατανόησης (βλ. ενδεικτικά σ. 782-3). Το βάρος της Ιστορίας είναι τόσο που ο νους του δεν το βαστάει. Ο –ιστορικός!– Κόλερ φτάνει στο σημείο να μας δηλώσει ότι απεχθάνεται τις μνήμες και τις ημερομηνίες (σ. 852). Ένας συνάδελφός του του αντιτείνει πως, όσο κι αν η πτώση της ανθρωπότητας είναι αναπόδραστη, δεν παύουμε να πέφτουμε όλοι μαζί. Ο Κόλερ ανταπαντά δηλητηριωδώς ότι η μόνη δημοκρατία είναι κείνη του θανάτου και ότι από νωρίς κιόλας είχε την οξύνοια να διακρίνει ολόγυρά του την «έρημο της καταστροφής» (σ. 904).
Πάντως, η αίσθηση της συντριβής από τις τιτάνιες, ανεξέλεγκτες δυνάμεις του ιστορικού γίγνεσθαι είναι μια διαπίστωση που ειδικά τον εικοστό αιώνα και τούδε εκφράστηκε ποικιλοτρόπως. Ήδη στα 1900, ο Γκέοργκ Ζίμμελ διείδε τη συγκεκριμένη εξέλιξη στο opus magnum του Η Φιλοσοφία του Χρήματος, η οποία εκδόθηκε στη χώρα μας από το Πλέθρον το 2021. Σύμφωνα με την ανάλυση του Γερμανού κοινωνιολόγου, η διόγκωση της τεχνολογίας, ο υψηλότατος καταμερισμός της εργασίας κι η ραγδαία αύξηση των ερεθισμάτων καταλήγουν στον θρυμματισμό της ανθρώπινης εμπειρίας. Το ερώτημα της εποχής μας, κατά τον Ζίμμελ, είναι το αν και με ποιον τρόπο το άτομο θα καταφέρνει να συνθέτει όλον αυτό τον κατακλυσμό ερεθισμάτων, δυνατοτήτων και προσδοκιών. Μάλιστα, ο σημαντικός στοχαστής τόνισε ότι η εικαστική και λογοτεχνική αισθητική του «θραύσματος» προέρχεται απευθείας από αυτή την εμπειρία και έτσι κατάφερε να καταδείξει τη σύνδεση μεταξύ του καλλιτεχνικού μοντερνισμού και του καπιταλιστικού τοπίου του εικοστού αιώνα προτού καν ο μοντερνισμός φτάσει τη μέγιστη κρυστάλλωσή του τις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Σ’ αυτό το τοπίο της συντριβής και της λήθης, η αποστολή του ιστορικού είναι μάλλον ό,τι θα έκανε εκείνος ο άγγελος αν είχε την ευκαιρία: να κοιτάξει το παρελθόν στην πιο μικρή του λεπτομέρεια, να το διαυγάσει και να το ανασυνθέσει.
Τις επόμενες δεκαετίες ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αποδέχτηκε κατ’ αρχήν την εικόνα της νεωτερικότητας ως ενός συνεχούς κατακλυσμού ή «λαβυρίνθου». Έτσι, κάνοντας ένα βήμα προς τα πίσω, είδε το παρελθόν σαν τον απέραντο ερειπιώνα που αφήνει ξοπίσω της η καταιγίδα της ιστορίας. Δεν αρκέστηκε όμως σε αυτή την απαισιόδοξη εικόνα. Στις γνωστές Θέσεις του για την Ιστορία ο Μπένγιαμιν περιγράφει τον «άγγελο της Ιστορίας» να στρέφει το βλέμμα προς το τοπίο του ολέθρου. Ο άγγελος πολύ θα ήθελε να ξαναφτιάξει ό,τι κομματιάστηκε μα η θύελλα που λέγεται ιστορική πρόοδος τον σπρώχνει μακριά από τον όποιο παράδεισο υπήρξε ή θα μπορούσε να υπάρξει. Σ’ αυτό το τοπίο της συντριβής και της λήθης, η αποστολή του ιστορικού είναι μάλλον ό,τι θα έκανε εκείνος ο άγγελος αν είχε την ευκαιρία: να κοιτάξει το παρελθόν στην πιο μικρή του λεπτομέρεια, να το διαυγάσει και να το ανασυνθέσει.
Βέβαια, το πώς ο ιστορικός θα δει το παρελθόν καθορίζεται αναπόφευκτα από το πρίσμα του παρόντος, μόνο που δεν πρέπει να χάσει την ελπίδα του ότι θα ’ρθει μια μέρα όπου το παρελθόν θα λυτρωθεί και κάθε κομματάκι του θα δικαιωθεί – μια ελπίδα που ’ναι σταθερός οδοδείκτης, σαν μια κάποια Μέρα της Κρίσης. Όπως γράφει ο Ντέιβιντ Φρίσμπυ στα Στιγμιότυπα της Νεωτερικότητας (1985), βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά από το 2009 χάρις στις εκδ. Νησίδες, ο μελετητής στη σκέψη του Μπένγιαμιν κινείται ως φλανέρ μες στους λαβύρινθους της νεωτερικότητας και εντοπίζει υλικό ως αρχαιολόγος το οποίο προσπαθεί να αναδιατάξει, να διαφωτίσει και έπειτα να παρουσιάσει ως συλλέκτης ή και φυσιολόγος. Και ως τέτοιο υλικό μπορούν να σταθούν ακόμα και τα ευτελέστερα «απορρίμματα» της νεωτερικής κοινωνίας, τα οποία ο Μπένγιαμιν ελπίζει ότι μπορούν να μιλήσουν αποκαλύπτοντας το παρελθόν, αποδείχνοντας την αλήθεια τους και κερδίζοντας τη λύτρωση.
Καταλαβαίνουμε ήδη ότι ο Κόλερ, εκ πρώτης όψεως, πολύ απέχει από την μπενγιαμινική ελπίδα. Καμιά προσδοκία δεν έχει ο αντιήρωας του Γκας και η «έρημος της καταστροφής» δηλητηριάζει την εικόνα του για την Ιστορία. Στην κρίση της απαισιοδοξίας του μας λέει ότι ακόμα κι αν κάποτε είχαν πράγματι υπάρξει καλές εποχές, τότε οπωσδήποτε η απουσία τους στο σήμερα «θα ήταν αφόρητη». Όμως, ακόμα και αν πράγματι ζούσαμε σε μια χρυσή εποχή, τότε κι αυτή θα εκφυλιζόταν από την ανία. «Αν δεν είχαμε εκδιωχθεί, ο Παράδεισος σύντομα θα μας φαινόταν σαν μικρή βαρετή κωμόπολη και θα είχαμε πάρει το πρώτο τρένο να φύγουμε αποκεί» (σ. 867-8). Πόσο διαφορετικός φαντάζει ο Κόλερ απ’ τον άγγελο του Μπένγιαμιν! Εκεί που ο Μπένγιαμιν πασχίζει να θεωρητικοποιήσει μορφές μελέτης και θεωρίας οι οποίες θα περισώσουν τα θραύσματα του παρελθόντος και θα δικαιώσουν το ιστορικό συνεχές, ο Κόλερ δηλώνει γεμάτος κακία και απογοήτευση «καθηγητής κονιορτοποίησης και άλλων καθημερινών πολτοποιήσεων» (σ. 783).
Όπως είναι φυσικό, ο Κόλερ δεν βλέπει τον ερειπιώνα της Ιστορίας σαν ένα τυχαίο γεγονός το οποίο θα μπορούσε να έχει διαφορετικά. Η καταστροφολογική του θεώρηση αγκυρώνεται σε μια εξίσου σκοτεινή ανθρωπολογία. Σε μια, ανατριχιαστική μες στη διεισδυτικότητά της, αποστροφή σχετικά με το ρατσιστικό μίσος σπεύδει να υπογραμμίσει (σ. 753):
«Γιατί [ακόμα κι] αν ήμασταν όλοι ίδιοι κι απαράλλαχτοι σαν δίδυμοι, θα σου γρατζούνιζα το πρόσωπο για να μισήσω τη γρατζουνιά που σου χάλασε την εμφάνιση και βελτίωσε τη δική μου, ενώ εσύ θα έλεγες ότι η γρατζουνιά σε ξεχώριζε και σου προσέδιδε ενδιαφέρον και σου χάριζε έναν σκοπό στη ζωή: να με γρατζουνίσεις χίλιες φορές».
Σ’ έναν άλλο ειρμό στοιχειωμένων σκέψεων (σ. 775-6), ο Κόλερ διατρανώνει ότι:
«[…] αν νιώθαμε έστω και λίγο παραπάνω από ψίθυρο, τότε το παιδί που βλέπει την κούκλα του να σπάει θα απαιτούσε την καταστροφή όλου του κόσμου».
Κι αν εμείς οι αναγνώστες νομίσουμε για μια στιγμή ότι ο Κόλερ πηγαίνει εδώ να μιλήσει για την αδικία του κόσμου με τρόπο συμβατικό, πλανιόμαστε. Το «παιδί που βλέπει την κούκλα του να σπάει» είναι, απλούστατα, ένας δυνάμει Χίτλερ:
«[…] τι εξαίσια ηδονή θα ήταν να αφαιρούνταν ολοκληρωτικά από μέσα του οι γονείς, για παράδειγμα… αν οι ναζιάρες θείες κι ολόκληρη η φυλή τους γίνονταν σαπούνι σαν τους τσιγγάνους· αν οι θείοι σπρώχνονταν με τα δικράνια μέσα στο φρεσκοοργωμένο χώμα σαν νεκρά φυτά για να γίνουν λίπασμα και να τρομάξουν τα σκουλήκια· μετά οι άσχημοι και οι γέροι, οι χωλοί, οι παράλυτοι, οι τυφλοί, οι μαύροι, μέσα σε μια στιγμή θα παραχώνονταν σε μια γωνιά της λήθης μόνο και μόνο με τη δύναμη της επιθυμίας… μόνο με την επιθυμία (αυτή η σκέψη με κάνει να μου τρέχουν τα σάλια, λες και ήδη μασάω […] κάθε αντίθεση και ενόχληση θα χτυπιόταν σαν ζυμάρι, θα ισοπεδωνόταν, μπαμ! […] Να χορέψουμε στους τάφους τους, είπες; Μα τον Θεό, Άιχμαν, τότε κάνε τους τάφους τους μεγάλους σαν αίθουσες χορού».
Ο «Τεύτονας κομιστής της αλήθειας» (σ. 642-3), σύμφωνα με τον θλιβερό μας αντιήρωα, υπήρξε ένας άνθρωπος ενδεχομένως μικρότατος, ο οποίος, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, κατάφερε να αποκαλύψει την αιματηρή βάση κάθε ανθρώπινης πράξης: το αίμα του άλλου.
Ο Κόλερ, σαν άλλος ντε Σαντ, ισχυρίζεται πως αποκαλύπτει τη ρίζα του ανθρώπου, το βασικότατο –και γι’ αυτό σπανίως ομολογούμενο– κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ήτοι την κατίσχυση απέναντι στον εχθρό, στον άλλο, στον εξωτερικό κόσμο, και την αχόρταγη, τυφλή βούληση για ισχύ. Του ντε Σαντ η διάγνωση βρίσκει την ακραία της αποκρυστάλλωση στην καθυπόταξη, στον βασανισμό και στη γενετήσια κακοποίηση του άλλου ο οποίος καθίσταται, μάλιστα, απέθαντο σώμα, το οποίο μπορεί ατέρμονα να δέχεται τα πλήγματα και να υποφέρει δίχως να μπορεί τουλάχιστον να ξεφύγει στο βασίλειο του θανάτου. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Κόλερ διατείνεται πως το πρόσωπο του Χίτλερ και το Ολοκαύτωμα φέρουν πάνω τους έκτυπο το θεμέλιο του ανθρώπου και της Ιστορίας. Ο «Τεύτονας κομιστής της αλήθειας» (σ. 642-3), σύμφωνα με τον θλιβερό μας αντιήρωα, υπήρξε ένας άνθρωπος ενδεχομένως μικρότατος, ο οποίος, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, κατάφερε να αποκαλύψει την αιματηρή βάση κάθε ανθρώπινης πράξης: το αίμα του άλλου.
Τον Χίτλερ του Κόλερ μπορούμε να τον αντιπαραβάλουμε με τον Ναπολέοντα του φοιτητή Ρασκόλνικοφ, από το περίφημο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι (1865). Ο αντιήρωας του μεγάλου Ρώσου φτάνει λίγο-πολύ στο συμπέρασμα ότι ο φόνος πέρα από κάθε δικαιολόγηση μπορεί να σταθεί σαν πράξη μεγαλείου. Για τον Ρασκόλνικοφ, ένας μεγάλος άνδρας όπως ο Ναπολέων μπορεί να παραβιάσει με τον πιο κατάφωρο τρόπο τους ανθρώπινους νόμους και, μάλιστα, δίχως καν να αναζητήσει εκλογικεύσεις, δικαιολογίες και ελαφρυντικά. Ο μεγάλος άντρας ίπταται πέρα από τις συμβάσεις και τους μοραλισμούς της ηθικής των σκλάβων, για να το θέσουμε νιτσεϊκά. Και εδώ έγκειται η διαφορά του Ναπολέοντα κατά Ρασκόλνικοφ από τον Χίτλερ κατά Κόλερ. Το τέρας του εικοστού αιώνα ήταν σε τελική ανάλυση ένας «μικρόψυχος παπάρας» ο οποίος «ήξερε να παίζει πιάνο (άσχημα), να δακτυλογραφεί (αργά), να οδηγεί αυτοκίνητο (αλλοπρόσαλλα), να ζωγραφίζει (ανεπαρκώς), να γράφει (σαχλαμάρες)» (σ. 642). Τούτη ακριβώς η μικρότητα του Χίτλερ είναι που τον καθιστά τον αντιπροσωπευτικό τύπο της ανθρωπότητας. Ο Φύρερ του Κόλερ δεν υπήρξε ένας «πανέξυπνος τύπος», δεν υπήρξε ένας «επικεφαλής τράγος» που παρέσυρε τον γερμανικό λαό (σ. 643). Σε αντίθεση με τον ιδιάζοντα και εξέχοντα Ναπολέοντα του Ρασκόλνικοφ, ο Χίτλερ του Κόλερ είναι ένας άνθρωπος ευτελής – εξ ου και επιτομή της ανθρώπινης φύσης. Ακολουθώντας λιγάκι τον παιγνιώδη μεταμοντερνισμό του μυθιστορήματος του Γκας, θα ’λεγα ότι ο Κόλερ επιβεβαιώνει τον νόμο του Γκόντουιν, εκείνη τη μισοαστεία-μισοσοβαρή παρατήρηση σύμφωνα με την οποία όσο περισσότερο τραβά ένας τσακωμός στο ίντερνετ τόσο πιθανότερο είναι ο ένας συνομιλητής να αναφερθεί στους ναζί κάνοντας κάποια ακραία παρομοίωση.
Σύμφωνα με τον θλιβερό αντιήρωα, λοιπόν, η Ιστορία είναι κάτι το τόσο καταστροφικό και μελανό που δεν μπορεί καν να διατυπωθεί. Το μόνο που μπορεί να διατυπωθεί είναι «ιστορίες της Ιστορίας» – λοξές δηλαδή και κουτσουρεμένες εκδοχές του Πραγματικού, το οποίο διόλου δεν μπορεί να υποταχθεί τελειωτικά στα λόγια. «Το να γράφεις είναι να κρύβεσαι από την Ιστορία». Η Ιστορία στην καθαρότητά της είναι ένα άμορφο σκότος που καταλήγει στον θάνατο – που είναι θάνατος (σ. 902-3). Κι αυτός ο ζόφος που κατατρώει τον Κόλερ βρίσκει το πρακτικό του ανάλογο στη διάνοιξη του τούνελ στο υπόγειο της οικίας του. Να σημειωθεί εδώ ότι, όσο κι αν κάμποσα λογοτεχνικά έργα του εικοστού αιώνα άγγιξαν και διερεύνησαν το μηδέν, δεν μπορούμε ίσως να σκεφτούμε άλλο έργο στο οποίο το μηδέν να διασταυρώθηκε τόσο προγραμματικά και τόσο συστηματικά με το ριζικό κακό του Ολοκαυτώματος.
Για τον Κόλερ η διάνοιξη του τούνελ αντιπροσωπεύει και μια επιστροφή στη μήτρα, την οποία φαντασιώνεται σπασμωδικά σαν μια απαλλαγή από το «άχθος της γέννησης» (σ. 915). Άλλωστε, με ανάλογο τρόπο φανταζόταν ως παιδί τόσο την ντουλάπα των γονιών του όσο και το μπαούλο της θείας του – αμφότερα μαγικά στιγμιότυπα φυγής. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι, προκειμένου να σκάψει το τούνελ του, ο γερασμένος πλέον φασίστας πανεπιστημιακός έχει φτυαρίσει «μνήμες βγαλμένες από το έδαφος, όπου είχαν ενσωματωθεί με τον άργιλο, μνήμες ξανακρυμμένες, φρεσκοθαμμένες» (σ. 917). Μόνο που τούτη η επιδιωκόμενη επιστροφή στη μήτρα δεν επιφυλάσσει έστω κάποιο φροϋδικό ωκεάνιο αίσθημα για τον αφηγητή παρά μόνο το σκότος του υπεδάφους.
Γενικότερα, η απόφανση πως η ζωή στερείται αντικειμενικού νοήματος δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ κάποιας πράξης έναντι οποιασδήποτε άλλης, μιας και μεταξύ μηδενικών η σύγκριση είναι αδύνατη. Έτσι, η γενική θέση του Κόλερ, ότι η ζωή δεν έχει νόημα, διόλου δεν συνάπτεται λογικά με τη λατρεία του για τους ναζί, ούτε με τη γενικά πεισιθάνατη και μισάνθρωπη στάση του.
Εμείς, ως αναγνώστες, ας είμαστε καχύποπτοι απέναντι στον αφηγητή Κόλερ κι ας μη λάβουμε τοις μετρητοίς την απόρριψη της ζωής. Ο Παναγιώτης Κονδύλης δείχνει στη Μελαγχολία και Πολεμική (Θεμέλιο, 1997) ότι η όποια εξαγγελία πως η ζωή δεν έχει νόημα χρήζει ειδικής ανάλυσης. Πρώτα-πρώτα, η απουσία ενός αντικειμενικού νοήματος στη ζωή δεν σημαίνει και πολλά για το πώς βιώνουμε την κοινωνική μας πραγματικότητα μιας και η απουσία ενός αντικειμενικού νοήματος συνάπτεται αναγκαία με την παρουσία μιας πλειάδας ποικίλων και εναλλασσόμενων υποκειμενικών νοημάτων τα οποία οι άνθρωποι τα βλέπουν ωσάν αντικειμενικά – και με άξονα τέτοια νοήματα λαμβάνουν, λοιπόν, θέσεις φιλικές ή εχθρικές ο ένας προς τον άλλο. Μάλιστα, ο Κονδύλης προσθέτει ότι όσο κι αν είναι σωστή η απόφανση ότι η ζωή δεν έχει κάποιο νόημα, αυτό διόλου δεν συνάδει λογικά με την πράξη της αυτοκτονίας. Αυτό γιατί, απλούστατα, εφόσον η ζωή δεν έχει αντικειμενικό νόημα δεν προκύπτει από πουθενά ως λογική αναγκαιότητα η συνέχισή της ή ο τερματισμός της. Για την ακρίβεια, όποιος εξαγγέλλει ότι η ζωή δεν έχει νόημα συνήθως κάνει την εξαγγελία του ακριβώς διότι σκοπεύει, στην πραγματικότητα, να δείξει πώς θα όφειλε να είναι η ζωή σύμφωνα με τη δική του κρίση και για να καταγγείλει την υφιστάμενη κατάσταση.
Γενικότερα, η απόφανση πως η ζωή στερείται αντικειμενικού νοήματος δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ κάποιας πράξης έναντι οποιασδήποτε άλλης, μιας και μεταξύ μηδενικών η σύγκριση είναι αδύνατη. Έτσι, η γενική θέση του Κόλερ, ότι η ζωή δεν έχει νόημα, διόλου δεν συνάπτεται λογικά με τη λατρεία του για τους ναζί, ούτε με τη γενικά πεισιθάνατη και μισάνθρωπη στάση του. Θα λέγαμε πως είναι επιλογή του Κόλερ να βλέπει τον κόσμο σαν απέραντο ερειπιώνα, να βλέπει ένα άδικο αίμα πίσω από κάθε ανθρώπινη σχέση. Είναι δική του επιλογή να ερμηνεύει τον κόσμο έτσι – προϊόν του δικού του αισθήματος ανεπάρκειας. Βλέπει εαυτόν σαν καταδικασμένο στη μιζέρια και στην ανεπάρκεια σε κάθε πεδίο της ζωής, από το οικογενειακό παρελθόν, μέχρι τον συζυγικό βίο και τη σεξουαλική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ μας επιφυλάσσει κάμποσα ξεσπάσματα ενάντια στην υποτιθέμενη μαζοποίηση, εκτεχνίκευση και απομάγευση του μεταπολεμικού κόσμου (βλ. ενδεικτικά σ. 555-9), τα βέλη του δεν στρέφονται αναλόγως εναντίον του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, μολονότι κι αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει αν ήταν πραγματικός μηδενιστής.
Είναι, λοιπόν, του Κόλερ η επιλογή να ακρωτηριάζει την πραγματικότητα ώστε αυτή να μοιάζει με σφαγείο και σωρό ερειπίων. Και έχει να κάνει με τη δική του αυτοκατανόηση και με τη δική του θέληση να φανεί σημαντικός.
Για να επανέλθω μια τελευταία φορά στον μεγάλο Έλληνα στοχαστή, ο Κονδύλης στα επιλεγόμενά του στην Πολιτική Θεολογία του –ναζιστή– Καρλ Σμιτ (Κουκκίδα, 2016) δείχνει μεταξύ άλλων ότι η προσπάθειά του Γερμανού νομικού να μπολιάσει το οικοδόμημα των νόμων και των θεσμών με την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» είναι ματαιοπονία η οποία απηχεί περισσότερο την πολιτική κλίση του ίδιου παρά αναγκαιότητες της νομικής επιστήμης ή της πολιτικής. Το γεγονός ότι μια κρίση, μια κατάστασης έκτακτης ανάγκης, μπορεί να αποδιοργανώσει ή και να ακυρώσει εντελώς την ομαλότητα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής δεν έχει τίποτα να προσφέρει στη σύλληψη αυτής της ομαλότητας από την πλευρά της νομικής επιστήμης γιατί η νομική επιστήμη, ως νομική επιστήμη, δεν μπορεί να δει πέραν των νόμων. Το γεγονός ότι ο ναζιστής νομικός προσπαθεί, άστοχα, να μπολιάσει την επιστήμη του με την ακύρωσή της δείχνει τη δική του ροπή προς τη βία και τον αυταρχισμό και δεν εξυπηρετεί κάποια νομική σκοπιμότητα. Όπως θα παρατηρούσε ο Κονδύλης στο ανολοκλήρωτο έργο του για την κοινωνική οντολογία, το γεγονός ότι στη ζωή υπάρχουν εχθροί δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φίλοι: η πράξη του φόνου του Άλλου ενυπάρχει στην ανθρώπινη εμπειρία όσο και η πράξη της αυτοθυσίας για τον Άλλο. Είναι, λοιπόν, του Κόλερ η επιλογή να ακρωτηριάζει την πραγματικότητα ώστε αυτή να μοιάζει με σφαγείο και σωρό ερειπίων. Και έχει να κάνει με τη δική του αυτοκατανόηση και με τη δική του θέληση να φανεί σημαντικός. Άλλωστε, στη φαντασίωσή του, θέτει τον εαυτό του ατύπως… επικεφαλής ενός κόμματος, του «Κόμματος των Απογοητευμένων».
Την εμμονή του Κόλερ για τον ερειπιώνα της ανθρωπότητας το βιβλίο του Γκας φροντίζει να την υπονομεύσει με τρόπο έμμεσο μα αρκούντως αποτελεσματικό. Προς το τέλος του βιβλίου, ο Κόλερ καταθέτει μερικές σκέψεις για την ποιητική-λογοτεχνική δημιουργία οι οποίες μας επιτρέπουν να δούμε το έργο του Γκας πέρα από τα όσα μας λέει ο ίδιος ο Κόλερ. Ο αντιήρωας του Γκας μάς λέει λίγο-πολύ ότι αν η Ιστορία είναι το τοπίο της καταστροφής του κόσμου, τότε η Ποίηση είναι η προσπάθεια να μπει σε τάξη ο κόσμος και σε αρμονία. Είναι η προσπάθεια να κερδίσει κανείς μια κάποια «αθανασία», να «βρει έναν στόχο» σαν «τοξότης», «να ακούσει ένα κάλεσμα», να «εξυψώσει το μαρτύριό του στο επίπεδο της επανειλημμένης απόλαυσης του αναγνώστη» (σ. 895, 897, 900). Ο Κόλερ δηλώνει πικρά: «Παράτησα την Ποίηση στα νιάτα μου για χάρη της Ιστορίας. Τρομερή στροφή. Δεν έχω δικαιολογία. Έπρεπε να έχω επιμείνει [στην Ποίηση]». (σ. 895). Κάπου εδώ ο αναγνώστης θα αντιληφθεί ότι αυτό που έχουμε ανά χείρας είναι ακριβώς ένα λογοτέχνημα. Ό,τι μας δηλώνει ο αντιήρωας του Κόλερ ακυρώνεται ακριβώς από την ύπαρξη του μυθιστορήματος ως λογοτεχνήματος το οποίο εμείς διαβάζουμε προς τέρψη και προβληματισμό.
Οι εξαγγελίες του Κόλερ περί ολέθρου υπονομεύονται κι από κάτι ακόμα. Ιδού τι μας λέει ο ίδιος ο μίζερος πανεπιστημιακός:
«[…] η Ιστορία, ιδίως όπως τη νιώθω εγώ, εναποθέτει τον εαυτό της μέσα στο περιβάλλον της: σε αντικείμενα, αντίθετα με τις πράξεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τελειώνουν σχεδόν αμέσως· σε πράγματα που παραμένουν, όπως το πτώμα μετά τον απαγχονισμό, όπως το χώμα πάνω από τον τάφο του εγκληματία και όπως το ίδιο το σχοινί, το οποίο νιώθει τα δικά του καψίματα στα σημεία που γδάρθηκε· σε πράγματα, όχι σε σκέψεις, οι οποίες απεκδύονται την ατομικότητά τους και αμέσως απομακρύνονται κολυμπώντας και χάνονται στην ανωνυμία […] στα δαχτυλίδια της μητέρας μου, στα ένθετα κουτιά της θείας μου, στο αυτοκίνητο του πατέρα μου– στο ίζημα κάθε μέρα όπου η ζωή μου κομποστοποιείται –σαπίζει, θερμαίνεται, αναμειγνύεται, αναφλέγεται–, σε μια φωτογραφία, μια κουταλιά μέλι, λίγη καμένη φρυγανιά […] πράγματα φαινομενικά ασήμαντα, πράγματα παραμελημένα ή παραπεταμένα, πράγματα υποτίθεται παροδικά που όμως αντέχουν, είτε αφ’ εαυτού τους είτε μέσω των αντιγράφων τους· μόνο σε τέτοια θραύσματα, όμως, που έχουν μετατραπεί από ύλη σε νου, γιατί ποτέ δεν μεταφέρεσαι μακριά από τη γειτνίαση με αυτά τα ενθυμητικά πράγματα, αλλά αντίθετα προσελκύεσαι μέσα τους, μπαίνεις κρατώντας φακό ή φορώντας φως στο κράνος, όπως στα ορυχεία […] γιατί η Ιστορία, το πιστεύω πραγματικά, δεν είναι μια πανίσχυρη πληθώρα αιτίων, τα αποτελέσματα των οποίων υπομένουμε τώρα σε κάποιο φανταστικό παρόν· αλλά μάλλον τα στοιχεία κάθε εφήμερης στιγμής προσπαθούν με οτοστόπ να φτάσουν σε κάτι πιο μόνιμο, να ζήσουν μέσα σε κάτι άλλο που θα ζήσει, να επιμηκύνουν τη σύντομη ζωή τους προσκολλώμενα σε μια μεγαλύτερη, και με αυτόν τον τρόπο, αν και ίσως ακούσια, προσαρτούν αυτό που θα υπάρξει σε αυτό που υπάρχει ακόμη (και που έχει επιζήσει ως τώρα)».
Οι σκέψεις αυτές του Κόλερ προέρχονται από ένα από τα ωραιότερα κομμάτια του βιβλίου όπου, αναλογιζόμενος τον μαυροπίνακα της αίθουσας διδασκαλίας και την κιμωλία του, μας δίνει μερικές σελίδες μεγάλης λογοτεχνικής ομορφιάς όπου αποκολλά τούτα τα απλά αντικείμενα από την τριβή της καθημερινότητας και τα εξυψώνει σε δέκτες και πομπούς της αιωνιότητας. Ο μαυροπίνακας γίνεται σύμβολο του απείρου, ένα «θέατρο της συνείδησης» όπου τα διαδοχικά στρώματα από το γράψε-σβήσε της κιμωλίας επιθέτουν «γκρίζες περιοχές που θυμίζουν μακρινούς γαλαξίες ή τα αεριώδη νέφη ενός νεφελώματος». Και η κιμωλία, το αντικείμενο το οποίο αφήνει τα στρώματα τούτα, προέρχεται από τα βάθη του χρόνου, από «στρώματα αρχέγονης λάσπης, πρώιμης άμμου και ηφαιστιογενούς σκόνης συμπιεσμένα από το βάρος βουνών επί εκατομμύρια χρόνια· […] όπως μου αρέσει να σκέφτομαι, από τα μικροσκοπικά υπολείμματα θαλάσσιων ζώων» (σ. 441). «Τούτο το ευτελές αντικείμενο ίσως, μάλιστα, να υψωθεί στον αέρα, να τινάξει ένα σύννεφο σκόνης στην προσπάθειά του να κερδίσει την αιωνιότητα και να εντυπωθεί στη μνήμη. Όταν ο άνθρωπος, μεσόκοπος πια, δει κάποιο άλλο σύννεφο σκόνης τότε θ’ ανασύρει μες απ’ τις ατραπούς του μυαλού του εκείνο το σύννεφο σκόνης της κιμωλίας που κάποτε είδε ως παιδί» (σ. 446).
Τα αντικείμενα μπορούν λοιπόν να ’χουν μια ακατάλυτη επιμονή η οποία ανθίσταται στην εντροπία της ύπαρξης· μπορούν ακόμα και να επιβιώσουν μετά τoν θάνατο του κτήτορα συναισθανόμενα τη «λύτρωση» και μαζεύοντας όχι σκόνη πλέον, μα την «άμμο της σιωπής». (σ. 884). Τα πράγματα, λοιπόν, στον κόσμο του Τούνελ διεκδικούν μια απροσμάχητη θέση στην ύπαρξη.
Τα αντικείμενα μπορούν λοιπόν να ’χουν μια ακατάλυτη επιμονή η οποία ανθίσταται στην εντροπία της ύπαρξης· μπορούν ακόμα και να επιβιώσουν μετά τoν θάνατο του κτήτορα συναισθανόμενα τη «λύτρωση» και μαζεύοντας όχι σκόνη πλέον, μα την «άμμο της σιωπής». (σ. 884). Τα πράγματα, λοιπόν, στον κόσμο του Τούνελ διεκδικούν μια απροσμάχητη θέση στην ύπαρξη. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται τελικά αρκετά διφορούμενο. Αφενός, η έμφαση στα υλικά αντικείμενα συνάδει με τη μισανθρωπία του Κόλερ. Αφετέρου, η περιγραφή αντικειμένων, ειδικά αντικειμένων της παιδικής ηλικίας μάς προσφέρει μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του μυθιστορήματος. Σε τέτοια σημεία τόσο με τη λογοτεχνικότητα της ματιάς όσο και με την πυρετώδη παράταξη αντικειμένων της καθημερινότητας (βιβλίων, ζαχαρωτών, χρηστικών αντικειμένων και άλλων) ο Κόλερ μοιάζει να διασώζει ανεπίγνωστα όλα εκείνα τα ιζήματα της ζωής, όλη τη σκόνη της κιμωλίας και την άμμο της σιωπής που κατ’ άλλα αφαιρεί μετά μανίας από το σκοτεινό κενό το οποίο ορύττει στο υπόγειο του σπιτιού του. Όσο κι αν δεν το καταλαβαίνει, ο Κόλερ στάθηκε όντως ποιητής, στον βαθμό που διέσωσε τέτοια υπολείματα. Όπως λέει (σ. 905):
«Οι αληθινοί ποιητές ιδρύουν Βασίλεια, Βασίλεια των Τελευταίων, των Χαμένων και των Μικρών Πραγμάτων. Το αληθινό ποίημα είναι μια κοινότητα λέξεων σχηματισμένη από το χάος της ζωής και, μέσω των τελετουργιών του, το αληθινό ποίημα απονέμει υπηκοότητα σε όλα τα σεμνά αντικείμενα που καλύπτουν, για παράδειγμα, ένα αποδιοργανωμένο γραφείο σαν και το δικό μου […]»
Όλο αυτό το διάστημα του σκαψίματος, ο Κόλερ ισχυρίζεται ότι δεν έχει άλλο μέρος να πετάξει το χώμα που βγάζει κι έτσι το χώνει κρυφά μες στις αμέτρητες και θηριώδεις συρταριέρες της γυναίκας του, Μάρθας. Σύμφωνα με τον Κόλερ, τις συρταριέρες τις αγόρασε η Μάρθα με την πάροδο των ετών και τελικά αυτές κατέκλυσαν το σπίτι θυμίζοντας μια γκροτέσκα έκθεση επίπλων. Ο, διόλου αξιόπιστος, Κόλερ μας έχει πληροφορήσει επανειλημμένα –εμμονικά– ότι η Μάρθα είναι μια γυναίκα περίπου τερατώδης της οποίας το σωματικό βάρος ανταγωνίζεται τη δυστροπία του χαρακτήρα. Μας παρουσιάζει τη Μάρθα σαν την «ξενέρωτη» της υπόθεσης, τον παράγοντα που μονίμως αναστέλλει τα σχέδια και τις επιδιώξεις του. Το ποια είναι τούτα τα σχέδια και οι επιδιώξεις, μένει αρκούντως ασαφές: με το πέρας της ανάγνωσης ας αναρωτηθούμε αν η Μάρθα υπήρξε απλώς ο βολικός στόχος της χολής του αποτυχημένου και νευρωτικού Κόλερ. Κατά κάποιον τρόπο, η Μάρθα στέκει σαν η αρχή της πραγματικότητας για τον μίζερο αντιήρωα τον οποίον δεν αφήνει να επιδοθεί ελεύθερα στις «φρικαλεότητες» και στα «βδελύγματά» του ή έστω να εξαφανιστεί μες στο τούνελ του (σ. 781).
Προς το τέλος του μυθιστορήματος, η Μάρθα ανακαλύπτει ότι ο Κόλερ έχει γεμίσει της αγαπημένες της συρταριέρες με χώματα και του ζητά επιτακτικά να τις αδειάσει αφού πρώτα χύσει επιδεικτικά ένα συρτάρι χώμα πάνω στο γραφείο του όπου και βρίσκεται τόσο το ιστορικό του έργο για το Γ’ Ράιχ όσο και το χειρόγραφο για τη ζωή του.
Απ’ αυτή την άποψη, τα έπιπλα της Μάρθας με τα τόσα τους συρτάρια στέκουν σε αντίστιξη με το τούνελ του άντρα της: εκεί που αυτός διατείνεται ότι αδειάζει και εκμηδενίζει, αυτή αποθηκεύει και ταξινομεί. Προς το τέλος του μυθιστορήματος, η Μάρθα ανακαλύπτει ότι ο Κόλερ έχει γεμίσει της αγαπημένες της συρταριέρες με χώματα και του ζητά επιτακτικά να τις αδειάσει αφού πρώτα χύσει επιδεικτικά ένα συρτάρι χώμα πάνω στο γραφείο του όπου και βρίσκεται τόσο το ιστορικό του έργο για το Γ’ Ράιχ όσο και το χειρόγραφο για τη ζωή του. Στο τέλος του βιβλίου ο Κόλερ αναρωτιέται αν πρέπει ίσως να πάρει όλο το χώμα και να θάψει το γραφείο, την καρέκλα και τα χαρτιά του στο υπόγειο και έτσι να «φτάσει στην αξιοπρέπεια» (σ. 917).
Εδώ πρέπει να πούμε ότι το Τούνελ είχε ξεκινήσει ακριβώς με τον Κόλερ να μας πληροφορεί ότι έχει περάσει τη ζωή του στην καρέκλα του και στο γραφείο του αποκομμένος έτσι από τους χυμούς της πραγματικής ζωής. Τώρα, στις τελευταίες σελίδες, το διακύβευμα είναι ακριβώς αυτό: αν θα καταφέρει ο Αμερικανός ιστορικός να συνδεθεί ξανά με τον ρυθμό της ζωής, με το «τελευταίο χωριουδάκι του συναισθήματος» (σ. 917), αν θα καταφέρει να θάψει την καρέκλα και το γραφείο του κάτω από τα ιζήματα του αληθινού βιώματος. Το ερώτημα θα μείνει ανοιχτό. Μπορεί ο Κόλερ να δηλώνει ότι σίγουρα δεν θα υψώσει το χέρι με το περιβραχιόνιο για να αποκηρύξει την σκόνη της ζωής και της καθημερινότητας, δεν ξέρουμε όμως αν απλώς θα αυτοκτονήσει «όπως ο Φύρερ» ή αν θα «ακουμπήσει τον νου του στο πλευρό της θλίψης» ώστε να αφουγκραστεί δεκτικά πια τους καημούς, τις χαρές, τις μικρότητες και τα μεγαλεία της συνύπαρξης.
Δεν ξέρουμε αν θα τα καταφέρει στο τέλος, μα τελικά προβάλλει ένας Κόλερ διαφορετικός, ένας Κόλερ που βλέπει πέρα από τα συντρίμμια της ανθρωπότητας και ξέρει κάπου μέσα του ότι οι στιγμές και λυτρώνουν και λυτρώνονται, ένας Κόλερ πιο κοντά στο όραμα του Μπένγιαμιν. Και αρωγός σε τούτα μπορεί να σταθεί η δημιουργία: «Δεν καταλάβαινα τότε (δεν ήμουν γρήγορος σαν την αλεπού με τη φουντωτή ουρά) ότι η Ποίηση ήταν το μέσα της Ιστορίας, ήταν το εσωτερικό του κειμένου, ήταν το παρόν ζωντανό μέσα σε ό,τι είχε παρέλθει, ήταν αυτό που διατηρούνταν αναλλοίωτο σε κάθε αλλαγή χρόνου». Όσο, λοιπόν, κι αν η Ιστορία είναι κατ’ ανάγκη ένας ανελέητος σπασμός του Πραγματικού που όλο τραβά προς τα μπρος σκορπώντας την εκμηδένιση, η Ποίηση είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος. Είναι η πλευρά του λόγου, της τέχνης, της συνείδησης η οποία διασώζει ό,τι αξίζει να διασωθεί, είναι το «λάδι για κάθε αρρώστια». Το χώμα, το οποίο τόσο θέλησε να αποβάλει ο Κόλερ δεξιωνόμενος έτσι το μεγάλο κενό, μετουσιώνεται από τη σκοπιά της ποίησης σε κάτι εντελώς διαφορετικό: «το χώμα που έκλεισε τα βλέφαρα της Ελένης ο ποιητής το νιώθει ακόμα πάνω στα δικά του μάτια» (σ. 905).
Ας κλείσουμε τούτη την ανάγνωση με μια απροσδόκητη βυζαντινή νότα. Συνεχίζει ο Κόλερ για τον ποιητή: «Και το Βυζάντιο στο οποίο πιστεύει, τόσο μακριά στο θρυλικό διάστημα του παρελθόντος χρόνου, χτίζεται μέσα στον νου του και γράφεται από τα ίδια του τα χέρια, για να μπορούν να το κρατήσουν στα δικά τους χέρια όσοι τον διαβάζουν» (σ. 905). Εδώ έχουμε, καταφανώς, το μυθικό Βυζάντιο του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς (1865-1939) από το “Sailing to Byzantium”, ποίημα ξακουστό στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου ο ομιλητής εύχεται να βρει ενός είδους γαλήνη και αθανασία μέσα στο θείον, στα ωραία τεχνουργήματα και στην ευδαιμονία μιας ονειρικής Κωνσταντινούπολης.
Ο αναπροσανατολισμός του Κόλερ προς τούτο το μακάριο Βυζάντιο της Ποίησης προεικονίζεται ήδη όταν αυτός φαντάζεται τη σκοτεινή του σήραγγα να ’χει τοιχώματα σαν βυζαντινά ψηφιδωτά: «αχ, πώς θα έλαμπαν τα χρώματα, πώς θα μάγευαν οι μορφές, αν μπορούσαμε να τις δούμε!» (σ. 781). Φαίνεται, πως στο τέλος του βιβλίου ο θλιβερός Κόλερ έχει καταφέρει να διακρίνει ότι τα χώματα που τόσο ήθελε να ξεφορτωθεί λίγο μόνο διαφέρουν από τη μαγική σκόνη της κιμωλίας. Το αν θα καταφέρει να γεμίσει το κενό του με όμορφα ψηφιδωτά και να σαλπάρει για το Βυζάντιο είναι στο χέρι του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ είναι μεταφραστής και διορθωτής-επιμελητής εκδόσεων καθώς και υποψήφιος διδάκτορας των τμημάτων Αγγλικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ και του Université Paris Nanterre.