Για το μυθιστόρημα της Τζαν Κάρσον «Οι εμπρηστές» (μτφρ. Απόστολος Θηβαίος, εκδ. Βακχικόν). Κεντρική εικόνα: Φωτογραφία του Cathal McNaughton από επεισόδια διαμαρτυρίας στο Βόρειο Μπέλφαστ (2011).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Το μυθιστόρημα της Τζαν Κάρσον «Οι εμπρηστές» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε πολύ λειτουργική μετάφραση του Απόστολου Θηβαίου, και θέτει σημαντικά ερωτήματα. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας πατέρας για να προστατέψει το παιδί του; Και τι θέση πρέπει να κρατήσει όταν όλα δείχνουν ότι το παιδί του αποτελεί απειλή για την κοινωνία; Πόσο ανθεκτική μπορεί να αποδειχτεί «αυτή η δυνατή ρίζα που αναπτύσσεται μέσα σε κάθε γονιό, και την οποία οι άνθρωποι ονομάζουν αγάπη»;
Είναι αρχή καλοκαιριού και βρισκόμαστε στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Εκεί όπου δεκαπέντε χρόνια πριν, είχαν λάβει χώρα οι Ταραχές, οι σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ Προτεσταντών και Καθολικών, μεταξύ εκείνων που επιθυμούσαν να ανήκει η Βόρεια Ιρλανδία στο Ηνωμένο Βασίλειο κι εκείνων που επιζητούσαν να ενωθεί με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Οι πολιτικοί πλέον θεωρούν ότι οι διενέξεις έχουν τελειώσει. Το ίδιο τονίζουν οι εφημερίδες και η τηλεόραση. Αυτό όμως διαψεύδεται από το γεγονός ότι διαρκώς εμφανίζονται τεράστιες φωτιές σε διάφορα σημεία της πόλης.
Ένας ατέρμονος θυμός κρύβεται πίσω από σημαίες, ελευθερίες, Θεούς και πατρίδες.
Οι φωτιές αυτές είναι κάτι περισσότερο από τις συνηθισμένες, παραδοσιακές φωτιές της Δωδεκάτης Ιουλίου, της τοπικής γιορτής. Δεν είναι υπαίθριες, μικρές και ελεγχόμενες, αλλά ξεσπούν σε πολυσύχναστα, εμπορικά σημεία, ευτυχώς όταν δεν υπάρχει πολύς κόσμος γύρω, είναι τεράστιες και σβήνουν δύσκολα. Τις ανάβουν κάποιοι επειδή θεωρούν ότι πλήττονται οι πολιτικές τους ελευθερίες. Στην πόλη υπάρχει μια οργή, μια ένταση που σιγοβράζει, και δεν στηρίζεται σε καμιά λογική αιτία. Παράλληλα, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ένα βίντεο, στο οποίο ο Εμπρηστής δηλώνει τις προθέσεις του: είναι έτοιμος για όλα. Υπόσχεται φωτιά και χάος. Ένας ατέρμονος θυμός κρύβεται πίσω από σημαίες, ελευθερίες, Θεούς και πατρίδες.
Στο Μπέλφαστ κατοικεί και ο Τζόναθαν, ένας τριαντάχρονος γιατρός, ο οποίος έχοντας βιώσει έντονη απόρριψη από τους γονείς του, δυσκολεύεται στην οικοδόμηση σχέσεων με τους γύρω του. Φοβισμένος και μόνος, καταγράφει σε λίστα τους φόβους του, στην προσπάθειά του να τους ξορκίσει. Όταν γνωρίζει μια παράξενη γυναίκα χωρίς όνομα, μια Σειρήνα, γοητεύεται από τα λόγια και το τραγούδι της, και χάνει εντελώς τον έλεγχο. Εκείνη ασκεί πάνω του μια δύναμη ανεξήγητη και καταστροφική. Εκείνος την ποθεί και μαζί την φοβάται. Συγκατοικούν για ένα διάστημα, κι όταν αποκτούν την κόρη τους, εκείνη εξαφανίζεται. Ο Τζόναθαν θέλει να προσφέρει στην κόρη του ό,τι ο ίδιος στερήθηκε από τους δικούς του γονείς, όμως είναι τρομοκρατημένος με το ενδεχόμενο να έχει η κόρη του τις ίδιες δυνάμεις με τη μάνα της. Μελετά τις πιθανότητες και ψάχνει να βρει λύση, ακόμα και την πιο ακραία.
Η Τζαν Κάρσον (Jan Carson) είναι συγγραφέας και ιδιοκτήτρια χώρου τέχνης στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, όπου ειδικεύεται στη διοργάνωση καλλιτεχνικών προγραμμάτων και εκδηλώσεων για ηλικιωμένους - ειδικότερα για όσους αναμετρώνται με την άνοια. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα και τέσσερις συλλογές διηγημάτων, ενώ έργα της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και έχουν παρουσιαστεί στους ραδιοφωνικούς σταθμούς του BBC. Το μυθιστόρημά της Οι Εμπρηστές έχει λάβει το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2019, το Blackwell's Books Kitschies Prize, ήταν υποψήφιο για το Dalkey Book Prize 2020 και έχει μεταφραστεί σε οκτώ γλώσσες. Είναι το πρώτο βιβλίο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά. |
Στην ίδια πόλη και σε πολύ μικρή απόσταση από το σπίτι του Τζόναθαν, μένει και ο Σάμι Άγκνιου, παντρεμένος, με τρία παιδιά στην εφηβεία. Ο Σάμι βλέπει το βίντεο του Εμπρηστή και αναγνωρίζει στον νεαρό που κρύβεται κάτω από μια κουκούλα, τον μεγαλύτερο γιο του, τον Μαρκ. Ο Σάμι θεωρεί ότι η βία μεταδίδεται σαν κολλητική αρρώστια, και κουβαλάει την ενοχή ότι ευθύνεται για τη βία που εκδηλώνει ο γιος του, γιατί και ο ίδιος ως έφηβος, είχε κάνει παρόμοια πράγματα με εκείνον. Ντρέπεται για το παρελθόν του αλλά διαπιστώνει ότι η οργή που υποκινούσε τις πράξεις του τότε, δεν έχει εκλείψει εντελώς, απλώς φροντίζει να την καταπνίγει.
Στην πόλη αυτή υπάρχουν και τα Άτυχα Παιδιά: ένα αγόρι που γεννήθηκε με ρόδες στα πόδια, ένα άλλο που βλέπει το μέλλον σε κάθε υγρή επιφάνεια, ένα κορίτσι που μεταμορφώνεται σε βάρκα, άλλο που διαθέτει φτερά και προσπαθεί να μάθει να πετάει.
«Μια πόλη σημαδεμένη από την απογοήτευση»
Ένας πατέρας που δεν ξέρει πώς να χειριστεί τον έφηβο γιο του και το δικό του, σκοτεινό παρελθόν. Ένας άλλος πατέρας, που φοβάται ότι η κόρη του δεν είναι ακίνδυνη για τους γύρω της. Κάποια παιδιά με ξεχωριστά χαρίσματα. Και στο φόντο μια πόλη που καίγεται. Μια πόλη μοιρασμένη στα δύο, όπου σκοτεινές υπάρξεις περιφέρονται καίγοντας και καταστρέφοντας, μια πόλη που δεν έχει κάτι μοναδικό, το οποίο να της χαρίζει ιδιαίτερη αίγλη, για να ασχοληθεί κάποιος μαζί της. Ασκεί όμως μια παράξενη γοητεία σε εκείνους που την κατοικούν, λειτουργεί σαν μαγνήτης και δεν τους επιτρέπει να απομακρυνθούν από εκεί, ούτε και να ξεφύγουν από το παρελθόν τους.
Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τον μαγικό ρεαλισμό με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Ρεαλιστικές περιγραφές περιστατικών βίας εναλλάσσονται με φανταστικές εικόνες παιδιών με παράξενες, εξωπραγματικές ικανότητες. Και πραγματοποιείται μια ενδελεχής ανάλυση του περίπλοκου ψυχισμού των ηρώων, οι οποίοι, άλλες φορές καταφέρνουν να ελέγξουν τα κατώτερα ένστικτά τους ενώ άλλες όχι, και αποτυπώνονται εναργώς οι ψυχικές τους μεταπτώσεις και τα συναισθήματα που ευθύνονται για τις ακραίες πράξεις τους. Ένα βιβλίο για τη διαχείριση του θυμού, για το παράλογο της διαρκούς και άκαρπης βίας, για την ενοχή, για το ρόλο, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις των γονέων, καθώς και για τη σημασία της αγάπης σε κάθε απόφαση και ενέργεια του ανθρώπου. Ένα βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Υπάρχουν πράγματα που ένας πατέρας μπορεί να κουβαλήσει για λογαριασμό του παιδιού του και άλλα για τα οποία πρέπει ο γιος να παλέψει μονάχος. Ο Μαρκ είναι ολόκληρος άνδρας τώρα πια. Ψηφίζει. Έχει δικό του αυτοκίνητο. Διαθέτει πτυχίο σε κάτι σχετικό με τους υπολογιστές, που ο Σάμι δεν πολυκαταλαβαίνει. Είναι αρκετά μεγάλος για να γνωρίζει ότι οι συμβατικοί, οι λειτουργικοί άνθρωποι δεν βάζουν φωτιές και δεν ωθούν άλλους να τις βάλουν. Είναι αρκετά μεγάλος για να αναλάβει τις ευθύνες του.»