Για το μυθιστόρημα του Vladimir Nabokov «Άντα ή πάθος – Ένα οικογενειακό χρονικό» (μτφρ. Μυρτώ Αναγνωστοπούλου, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Ο πίνακας του Meredith Frampton «Portrait of a Young Woman» (1935).
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Παρεξηγημένη έννοια το πάθος. Εκπορευόμενο από το σωματικό κέντρο –εκεί που υποτίθεται βρίσκεται η καρδιά– συνδέεται, για τους περισσότερους, με τη συναισθηματική εκφόρτιση, με σποραδικές εκρήξεις που κατακλύζουν τον άνθρωπο, καταλύοντας τη λογική, αναδεικνύοντας το θυμικό. Εν μέσω άλλων αφορμών, η ανάγνωση λογοτεχνικών έργων υποτίθεται πως πυροδοτεί τέτοια ή παραπλήσια συμπτώματα. Αυτά όμως δεν ισχύουν στην περίπτωση του Ναμπόκοφ, κατ’ ομολογία του ιδίου. Ο εστέτ συγγραφέας προτάσσει στο λογοτεχνικό έργο του –και στα δοκιμιακά του κείμενα– το ψυχρό πάθος, το οποίο υποτίθεται εδρεύει μεταξύ εγκεφάλου και καρδιάς, εντοπίζοντάς το στο άνω τμήμα της σπονδυλικής στήλης, εκπεφρασμένο ως ρίγος διαρκείας που συνοδεύει τον ώριμο αναγνώστη καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης και με το πέρας της. Όταν μάλιστα ο τίτλος του βιβλίου είναι «Άντα ή Πάθος», ο υποψιασμένος αναγνώστης γνωρίζει τι είδους πάθος θα συναντήσει στις σελίδες.
Παράδοξο για τον Ναμπόκοφ, αλλά στο έσχατο έργο του (δημοσιεύθηκε το 1969) συμπεριλαμβάνει και υπότιτλο: «Ένα οικογενειακό χρονικό». Πάθος και οικογένεια, οικογενειακά πάθη, λεκτικές ακροβασίες και ιδού το πρώτο –τόσο οικείο στους παροικούντες– μοτίβο του συγγραφέα. Τι είδους χρονικό μπορεί να είναι το ναμποκοφικό; Σε ποιο σύμπαν και με τι ανθρώπους; Πιστός στις διδαχές του, ο συγγραφέας σπεύδει να μονώσει το μυθιστορηματικό του σύμπαν από τους περισπασμούς του ρεαλισμού, εκείνες τις ενοχλητικές και άτεχνες μιμήσεις της «πραγματικής ζωής», τη γάγγραινα που μειώνει την τέχνη στο μέγεθος του πεπερασμένου βίου μας. Η Γη του βιβλίου δεν είναι η οικεία, ο πλανήτης και η γεωγραφία όπου εκτυλίσσεται η ιστορία είναι μια εναλλακτική πιθανότητα: Antiterra ο πλανήτης (διότι υπάρχει και μια ουτοπική Terra), Εστοτία, Ταρταρία, Καναδία κάποιες χώρες, με κατοίκους Ρωσο–Αμερικανούς εν μέσω άλλων φυλών.
Ο εστέτ συγγραφέας προτάσσει στο λογοτεχνικό έργο του –και στα δοκιμιακά του κείμενα– το ψυχρό πάθος, το οποίο υποτίθεται εδρεύει μεταξύ εγκεφάλου και καρδιάς, εντοπίζοντάς το στο άνω τμήμα της σπονδυλικής στήλης, εκπεφρασμένο ως ρίγος διαρκείας που συνοδεύει τον ώριμο αναγνώστη καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης και με το πέρας της.
Αν ο χάρτης έχει αλλάξει για τους σκοπούς του μυθιστορήματος, κάτι ανάλογο ισχύει και για το πρόσωπα που εμφανίζονται επί σκηνής. Δεν υπάρχει κάποιο όνομα από τα αναφερόμενα στο βιβλίο που να μην έχει αποσυντεθεί στα εξ ων συνετέθη, να μην έχει αποδοθεί ως αγγλικό, ρωσικό, γαλλικό, να μην γίνει παρανάλωμα αλληγορίας: Ada και Ardor (πάθος), Iz ada (από τον Άδη στα ρωσικά), Αντούσκα, το σκοτεινό κορίτσι-γυναίκα με πατέρα τον Ντέμον, μια δαιμόνια νύμφη (και νυμφίδιο) που παρασύρει στον μακάβριο, ερωτικό χορό της τον πρωταγωνιστή ξάδερφο/αδερφό της Βαν. Υποστηρίζεται δε ότι ο συναισθητής Ναμπόκοφ έδωσε αυτό το όνομα στο έργο και στην ηρωίδα συσχετίζοντας χρώματα σε κάθε γράμμα.
Το οικογενειακό χρονικό παρωδείται ανελέητα και ανάλγητα, όπως και οι σχέσεις μεταξύ των μελών (η Άντα, η αδελφή της Λουσέτ, ο ξάδελφος/αδελφός Βαν), οι οποίες ξεκινώντας από το παρελθόν περιπλέκονται σαν πλοκάμια, αφήνοντας άφωνο τον αναγνώστη ήδη από τα πρώτα κεφάλαια, οπότε προσπαθεί να ξεμπλέξει το κουβάρι (ο συγγραφέας εσκεμμένα βάζει εμπόδια στον ταχυφάγο αναγνώστη που θέλει να απολαύσει εν τω άμα την ερωτική ιστορία που ακολουθεί).
Πιστός στα νάματα του ρωσικού φορμαλισμού, μεταξύ άλλων, ο Ναμπόκοφ εφαρμόζει την τεχνική της ανοικείωσης στα μυθιστορηματικά του κυήματα, με πολύ συγκεκριμένους στόχους: επανίδρυση του… λογοτεχνικού κράτους, αισθητική αποκαθήλωση του πρόδηλου, ιμπεριαλισμό της μορφικής τελειότητας. Στη λογική αυτή, το κοινολεκτούμενο, το προφανές, διαστρέφεται σε βαθμό παραμόρφωσης, ώστε να αποκτήσει εντελώς νέα μορφή. Ετούτος ο διαχωρισμός αποσπά τον αναγνώστη από τον κόσμο του, εισάγοντάς τον στον λογοτεχνικό κόσμο που είναι μεν σχετικός πλην όμως παντελώς ξένος. Αυτή η βίαιη απόσπαση, το λάκτισμα της φαντασίας που απαιτεί πνευματική εγρήγορση από τον αναγνώστη είναι ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια του Ναμπόκοφ. Ο συγγραφέας σε κάθε του βιβλίο τοποθετεί τον αναγνώστη στην ηλεκτρική καρέκλα και παίζει με σαδιστική εμμονή με τον διακόπτη, όποτε θεωρεί ότι ο τελευταίος αφήνεται στην υπνωτική σαγήνη της γραμμικής αφήγησης. Ας δούμε πώς και με ποιες τεχνικές.
Περί τρόπου
Ο Ναμπόκοφ είναι πολύπλευρος λογοτέχνης, ολοκληρωμένος και ιδιοφυής. Ετούτο σημαίνει ότι εγκολπώνει το παρελθόν και το παρόν της τέχνης του. Η αγάπη του για τους μεγάλους Προγόνους (Φλομπέρ, Τολστόι, Προυστ, Τζόυς…) είναι πρόδηλη σε όλα τα έργα του, η δε αναλυτική/συνθετική του ικανότητα του επιτρέπει να τους μιμείται κατά το δοκούν, όποτε το κρίνει σκόπιμο, να τους ανατρέπει και να τους ξεπερνά παρωδώντας τους όταν χρειαστεί. Ταυτόχρονα, η μοντερνιστική του οπτική προσθέτει το επιπλέον στοιχείο στο μείγμα, επιβάλλοντας το προσωπικό του ύφος, μολονότι είναι εύκολο για τον ενημερωμένο αναγνώστη να διακρίνει τις επιρροές στα επιμέρους. Μάλιστα, στην «Άντα» ο συγγραφέας αυτοσαρκάζεται, επιχειρώντας να φωτίσει ο ίδιος τις επιρροές του ονομάζοντάς τες. Διόλου τυχαία το βιβλίο ξεκινά με την εισαγωγική πρόταση από το αιώνιο έργο του Τολστόι (Καρένινα) – μόνο που εδώ η πρόταση αυτή βεβαίως (βιαίως) αντιστρέφεται. Είναι δε τέτοια η οίηση του συγγραφέα όπου καίτοι παραπέμπει στις λογοτεχνικές του αναφορές, γνωρίζει ότι η αθέλητη σύγκριση δεν πρόκειται να υπονομεύσει το δικό του έργο.
Διόλου τυχαία το βιβλίο ξεκινά με την εισαγωγική πρόταση από το αιώνιο έργο του Τολστόι (Καρένινα) – μόνο που εδώ η πρόταση αυτή βεβαίως (βιαίως) αντιστρέφεται. Είναι δε τέτοια η οίηση του συγγραφέα όπου καίτοι παραπέμπει στις λογοτεχνικές του αναφορές, γνωρίζει ότι η αθέλητη σύγκριση δεν πρόκειται να υπονομεύσει το δικό του έργο.
Ο Ναμπόκοφ μιμείται έντεχνα και απόλυτα επιτυχημένα συγγραφείς όπως ο Φλομπέρ, όποτε επιχειρεί να περιγράψει τη δράση με εικόνες, εστιάζοντας σε χώρους και χρώματα, μιμούμενος την αντιστικτική τεχνική του τελευταίου (την είχε ήδη διδάξει στις περίφημες «Παραδόσεις» του). Εν συνεχεία, προσεγγίζει το άλλο ίνδαλμά του, τον Τολστόι, όταν καταγράφει τον τρόπο με τον οποίο η Άντα (κατ’ αναλογία της Άννας) παίζει με τα μαλλιά της, φερ’ ειπείν, ή όταν χρησιμοποιεί στοιχεία εσωτερικού μονολόγου. Το αυτό και στην περίπτωση του Προυστ, ιδίως στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται το πέρασμα του χρόνου (προκύπτει ακόμα και συγγραφή βιβλίου με τίτλο «Η υφή του χρόνου», όπως θα δούμε στη συνέχεια, όπου ξεκαθαρίζεται η έννοια και η ουσία του και όχι η πάροδός του, σε αντιδιαστολή με το έργου του Γάλλου συγγραφέα), οι αναμνήσεις, η εσωτερική ζωή κλπ. Και βέβαια ο Μπόρχες, με τον οποίο μοιράζεται κοινές ανησυχίες και λογοτεχνικές προτιμήσεις, εν προκειμένω τις βάσεις της λογοτεχνίας: το έργο εντός του έργου, τη μόλυνση της πραγματικότητας απ’ το όνειρο, το ταξίδι στον χρόνο, τη χρήση του doppelgänger κ.ο.κ.
Προφανώς, αυτές είναι οι πλέον στοιχειώδεις αναφορές, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει/αναγνώσει πλείστες άλλες στο ενδιάμεσο. Επιπρόσθετα, το βιβλίο κυριολεκτικά σφύζει από ποικιλία πολιτιστικών, ιστορικών, γλωσσικών και γλωσσολογικών στοιχείων, τα οποία παρεμβάλλονται σε όλη την έκταση του κειμένου, προσκαλώντας εκείνο το είδος του καλλιεργημένου αναγνώστη που δεν τρομάζει μπροστά στις προκλήσεις (προσκλήσεις κυρίως) που απευθύνει ο συγγραφέας.
Περί δομής και χρόνου
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε πέντε μέρη, όπου ξεκινώντας από το πρώτο (περιλαμβάνει το μισό βιβλίο) και καταλήγοντας στο τελευταίο (λίγες σελίδες), μειώνονται σταδιακά σε έκταση. Η εξιστόρηση του βίου των πρωταγωνιστών διαρκεί 100 χρόνια, αρχίζοντας από το 1869 όπου πραγματοποιείται η βιολογική σύλληψη του πρωταγωνιστή/συγγραφέα Βαν Βιν, έως τον θάνατό του το 1969, δεδομένων βέβαια των διαφορών στον χρόνο που επικρατούν στη μυθιστορηματική Antiterra. Η σε όλα τα μέρη του βιβλίου παράθεση διαφορών σε θέματα ιστορίας και τεχνολογίας (στην Antiterra δεν υπάρχουν τηλέφωνα και ηλεκτρισμός) σε σχέση με τον οικείο μας κόσμο προσθέτουν ένα επιπλέον στρώμα δυσκολίας κατανόησης και ταύτισης, δεδομένου ότι οι παραδοξότητες του είδους (με τη μορφή εναλλακτικών κόσμων/multiverse κ.ο.κ.) αποτελούν κοινό τόπο σε είδη όπως η επιστημονική φαντασία, αλλά όχι σε mainstream λογοτεχνία βαρέων βαρών, όπως εκείνη του Ναμπόκοφ. Γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται περί ηθελημένης τακτικής με απώτερο στόχο τον περαιτέρω κλονισμό των βεβαιοτήτων του αναγνώστη. Και αυτό μας οδηγεί με τη σειρά του στο κυρίαρχο θέμα του χρόνου.
Ο αναγνώστης βρίσκεται ξανά προ εκπλήξεως. Ποιο από τα δύο είναι το βασικό μυθιστόρημα τελικά; Ή, ακριβέστερα, ποιο από τα δύο αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του άλλου;
Το τέταρτο μέρος αποτελεί την επιτομή της φιλοσοφίας του Ναμπόκοφ περί χρόνου και εμπεριέχει ένα βιβλίο εντός της Άντας με τίτλο «Η υφή του χρόνου» – εξόχως ναμποκοφικό τέχνασμα. Σύμφωνα με λεγόμενα του πρωταγωνιστή Βαν: «Ο στόχος μου ήταν να συνθέσω ένα μυθιστόρημα με τη μορφή μιας πραγματείας για την Υφή του Χρόνου, μια έρευνα για την σαν πέπλο υπόστασή του με επεξηγηματικές μεταφορές που σταδιακά αυξάνονται, δημιουργώντας μια ιστορία αγάπης, από το παρελθόν στο παρόν, ανθίζοντας ως συγκεκριμένη ιστορία, και εξίσου σταδιακά αντιστρέφοντας τις αναλογίες, διαλύοντάς τη σε ήπια αφαίρεση». Ο αναγνώστης βρίσκεται ξανά προ εκπλήξεως. Ποιο από τα δύο είναι το βασικό μυθιστόρημα τελικά; Ή, ακριβέστερα, ποιο από τα δύο αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του άλλου;
Στο κεφάλαιο αυτό, κατά πολλούς το πλέον δυσπρόσιτο και για άλλους το πιο περιττό, ο Ναμπόκοφ ξεκαθαρίζει τις απόψεις του περί χρόνου (επηρεασμένος από τις διδαχές του Μπεργκσόν, όπως κι εκείνες του Μπόρχες). Εν τάχει και, φευ, αποσπασματικά: H μνήμη και η φαντασία υπερνικούν τα φράγματα του χρόνου, όπου η ουσία του συμπυκνώνεται στο «τώρα». H παρούσα στιγμή είναι η σκηνή στην οποία πρωταγωνιστή ο χρόνος, οπότε μόνο κατ’ αυτή την έννοια το «μέλλον» μπορεί να έχει νόημα. Ως αποτέλεσμα, αποφεύγεται ο ντετερμινισμός και εγκαθιδρύεται η ελεύθερη βούληση. Επισημαίνεται, περαιτέρω, η διαδοχή του χρόνου όπως την αντιλαμβανόμαστε με τα αισθητήρια όργανά μας, μολονότι αυτός ο αναγκαστικός ανθρωπομορφισμός προκαλεί τη δυσφορία του συγγραφέα, ο οποίος όπως είπαμε αναζητά την ουσία καθ’ εαυτήν του χρόνου και όχι το πέρασμά του. Ακόμα και η σεξουαλικότητα, είναι ένα δοξαστικό «παρών», μια προέκταση του υπάρχοντος, αντιπαρατιθέμενη στον θάνατο, στο άχρονο τίποτα, το οποίο περιβρέχει τις στιγμές της ένωσης, της ερωτικής ευδαιμονίας (η Άντα «υφαίνει τον χρόνο του Βαν»).
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βαν: «Δεν μπορώ να φανταστώ τον χώρο χωρίς τον χρόνο, αλλά μπορώ πολύ καθαρά να φανταστώ τον χρόνο χωρίς τον χώρο». Και την ίδια στιγμή μεταφερόμαστε στην προβληματική του Μαγικού Βουνού του Τ. Μαν (ενός ακόμα συγγραφέα που ο Ναμπόκοφ δεν αποδεχόταν), αποδεικνύοντας τις υπόγειες συνδέσεις που διαπερνούν τη λογοτεχνία, ακόμα και όταν οι ιερουργοί τους διακονούν σε διαφορετικά δόγματα.
O Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και η σύζυγός του Βέρα. |
Amor vincit omnia
Ο Ναμπόκοφ είναι ένας βαθιά ερωτικός συγγραφέας και ετούτο δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη ή να προκαλέσει μειδίαμα. Μόνο που ο ερωτισμός του, όπως και όλα στην τέχνη του, αφενός δεν είναι ο κοινότοπος, αφετέρου εκφράζεται με όρους αισθητικής αρτιότητας, τουτέστιν ως αναπόσπαστο τμήμα του συνόλου, υπηρετώντας τη δομική αναγκαιότητα. Ας συνδυάσουμε και το πανταχού παρών χιούμορ και την ειρωνική ματιά απέναντι σε άπαντα τα ανθρώπινα, έχουμε στα χέρια μας ένα μοναδικό μείγμα.
Ο συγγραφέας απολαμβάνει να αντιπαραθέτει τις δικές του καλλιτεχνικές βεβαιότητες με εκείνες του αναγνώστη, ιδίως όταν θεωρεί πως δεν συμπίπτουν. Αν φαίνεται επιτηδευμένα προκλητικός, προφανώς και είναι. Όχι όμως χάριν της πρόκλησης που έχει ερωτικό περιεχόμενο, αλλά προκειμένου να αναδείξει το πώς η τέχνη το εργαλιοποιεί, το χειρίζεται για τους ολοδικούς της σκοπούς – όχι το αντίθετο. Αυτή είναι και μία από τις διαφορές της τέχνης από την πορνογραφία: η σεξουαλικότητα υφίσταται ως ψηφίδα που συμπληρώνει το καλλιτεχνικό παζλ, δίχως να καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από εκείνον που τις αναλογεί, υποπίπτοντας στο αμάρτημα της δομικής ασυμμετρίας.
Αυτή είναι και μία από τις διαφορές της τέχνης από την πορνογραφία: η σεξουαλικότητα υφίσταται ως ψηφίδα που συμπληρώνει το καλλιτεχνικό παζλ, δίχως να καταλαμβάνει περισσότερο χώρο από εκείνον που τις αναλογεί, υποπίπτοντας στο αμάρτημα της δομικής ασυμμετρίας.
Περαιτέρω, ο συγγραφέας δεν φείδεται σεξουαλικών περιγραφών. Και μάλιστα προεφηβικού/εφηβικού έρωτα (αυτοσαρκάζεται δε, με τη χρήση του ονόματος Λολίτα για κάποια επαρχιακή πόλη στην Αμερική!), μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών του βιβλίου. Από τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, στην ολοκληρωμένη επαφή και καθ’ όλη τη διάρκεια σε μια ποικιλία περιπτύξεων, παιχνιδιών, ενίοτε και διαστροφών (με σημαντικότερη εκείνη της αιμομιξίας), ο Ναμπόκοφ χειρίζεται με μοναδικό τρόπο την αφύπνιση, το πάθος που ταιριάζει στην Άντα και στον εραστή της. Αρπάζει τη γραφίδα από τα χέρια του Φλομπέρ και περιγράφει τη διαδικασία του πόθου. Χρώμα επάνω στο χρώμα, φιλοτεχνεί έναν πίνακα, όπου τα αντικείμενα που περιβάλλουν τους πρωταγωνιστές, ο περιβάλλων φωτισμός, οι ήχοι, η προοπτική και η γωνία θέασης, αναδεικνύονται εξίσου σημαντικά με τις πράξεις –ή τις παραλείψεις– των προσώπων.
Ο συγγραφέας δεν αρκείται όμως σε αυτό το πρώτο επίπεδο. Παίζει με τα νεανικά σώματα, αλλά δεν αποφεύγει να αναλύει την ανάμνηση του αισθήματος και της πράξης αφενός ως ώριμος άντρας, αφετέρου ως συγγραφέας. Ο μεν άντρας επαναφέρει μέσω της θύμησης τι σημαίνει πόθος στη νεανική ηλικία, ο δε συγγραφέας επινοεί τον νεαρό του πρωταγωνιστή και την εξέλιξη του πάθους του. Εκείνο που λαμβάνουμε πλουσιοπάροχα ως αναγνώστες είναι κάτι οικείο (πάθος/πόθος) και ταυτόχρονα ανοικειωμένο (εξυψωμένο καλλιτεχνικά), καθώς η ανάμνηση συνυφαίνεται με την επινόηση δημιουργώντας αυτό που στους περισσότερους είναι γνωστό ως Λογοτεχνία.
Μεταπηδώντας παιγνιωδώς στις εποχές, τις ηλικίες (μέχρι τα βαθιά γεράματα) οι ερωτικές αποχρώσεις δονούνται έντονα εμπρός μας ή ξεθωριάζουν, ενώ ταυτόχρονα η παρέμβαση με σχόλια στο ενδιάμεσο από την συμπρωταγωνίστρια Άντα (υποτίθεται ότι το βιβλίο είναι έργο του Βαν), δυναμιτίζουν την όποια αίσθηση αντικειμενικότητας – ένα ακόμα λάιτ μοτίφ της συγγραφικής ιδιοφυίας του συγγραφέα. Διακηρυγμένος εχθρός των καλλιτεχνικών βεβαιοτήτων, ναρκοθετεί συνεχώς την ανέμελη αναγνωστική πορεία μας.
Διακηρυγμένος εχθρός των καλλιτεχνικών βεβαιοτήτων, ναρκοθετεί συνεχώς την ανέμελη αναγνωστική πορεία μας.
Υπάρχουν πληθώρα άξιων αναφοράς σελίδων, και μια ολοκληρωμένη ανάλυσή τους θα απαιτούσε ολόκληρο βιβλίο, κάτι που δεν είναι στόχος αυτού του κειμένου. Εν τάχει, θα σταθώ σε κάποια σημεία ενδεικτικά της ιδιαίτερης συγγραφικής οπτικής.
Το άνομο και αιμομικτικό ζευγάρι πέφτει θύμα εκβιασμού ενός λακέ, ο οποίος έχει αποτυπώσει σε φωτογραφικό φιλμ αθώες και μη στιγμές, οι οποίες συγκεντρώνονται σε ένα άλμπουμ, το οποίο το ζευγάρι ξεφυλλίζει. Ο συγγραφέας/εκβιαστής/voyeur, περιγράφει λεπτομερώς τι περιέχεται στις φωτογραφίες. Την ίδια στιγμή, λειτουργεί ως ο οφθαλμός που ξεγυμνώνει ζωές, προσφέροντας εξιλαστήρια θύματα βορά στην τέχνη. Έχει βέβαια και συνεργούς, όπως ακριβώς το επιθυμεί, σε κάθε του βιβλίο. Εμείς οι αναγνώστες, προσμένουμε μικρόψυχα θαρρείς, και χυδαία, το οφθαλμολουτρο στα προσωπικά πάθη, τα ρίγη, τις ορμές, τις συνευρέσεις των πρωταγωνιστών. Κι όμως, με κάποιο μαγικό τρόπο τίποτα χυδαίο δεν απομένει από αυτή την τυμβωρυχία. Πού οφείλεται αυτό, παρά στο αναμφίλεκτο γεγονός ότι ο αφηγηματικός τρόπος του εξουδετερώνει, εμμέσως, το επικίνδυνο περιεχόμενο; Ότι το ύφος γραφής εξυψώνει το χθαμαλό;
Ξανά ο Ναμπόκοφ κάνει ό,τι και στη Λολίτα. Παίρνει μη ευγενή μέταλλα κι ως άλλος Ήφαιστος δημιουργεί αστραφτερές πανοπλίες. Συλλέγει το ημιτελές ανθρώπινο υλικό και το εξευγενίζει δημιουργώντας τέχνη υψηλή. Σε κάποια αποστροφή του, ο συγγραφέας βάζει την Άντα να λέει: «Όλα τα έξυπνα παιδιά είναι διεφθαρμένα». Κι εμείς συνειδητοποιούμε: Είμαστε τα έξυπνα και διεφθαρμένα παιδιά της λογοτεχνίας. Βυθιζόμαστε αργά και ηδονικά στην ανοιχτή σελίδα, εναρμονίζουμε τις κινήσεις μας με τις λέξεις, τρυγούμε την ηδονή τους, ονειρευόμαστε περιπτύξεις με άγνωστα πρόσωπα σε μακρινά μέρη, αναβιώνουμε κυήματα φαντασιώσεων, «νυχιές στην ντραπαρία των ονείρων». Η χρόνια και συσσωρευμένη περιπάθειά μας αναζωπυρώνεται όποτε ερχόμαστε σε ψυχοσωματική ζεύξη με τον οραματισμό του συγγραφέα.
Ο αναγνώστης, ας ομολογήσουμε, παραμένει το πιο αχόρταγο πλάσμα: επιζητεί άμετρη ηδονή από τα δάχτυλα του συγγραφέα, μικρούς σπασμούς που αυξάνονται σαν χιονοστιβάδα καθώς οδηγείται στην κορύφωση. Ο διαφθορέας–συγγραφέας υποτονθορύζει κατευναστικά λόγια, καθώς οδηγεί τον αναγνώστη στη στρωμένη με πλανεύτρες λέξεις κλίνη του.
Και τω Ναμπόκοφ η δόξα!
«Τι βιβλίο, Θεέ μου, Θεέ μου!» αναφωνεί στο έσχατο κεφάλαιο ο αναγνώστης–Δόκτωρ παίρνοντας στα χέρια του το αντίτυπο της «Άντα». Ο Ναμπόκοφ δεν φείδεται επαίνων για το αριστούργημά του, καθότι δεν υπήρξε ποτέ μετριόφρων, δεν του ζητήθηκε, δεν το παραχώρησε σε κανέναν. Στις τελευταίες παραγράφους προχωρά σε μια σύντομη ανακεφαλαίωση της πλοκής: ο Βαν και η Άντα, ο αιμομικτικός τους έρωτας, η αδελφή τους Λουσέτ και η αυτοκτονία της, οι αμέτρητοι χωρισμοί και το τελικό σμίξιμο του ζευγαριού, η μακροημέρευσή τους, το υπεσχημένο happy end. Κι εδώ ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και στους τιμημένους λογοτεχνικούς Προγόνους του που ο καθένας οδήγησε τους ήρωές του σε τραγικό θάνατο, ανατρέποντας το παραδεδεγμένο.
Ο Ναμπόκοφ ονειρεύεται σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος με απαράμιλλη ένταση και φαντασία κι ο αναγνώστης, έμπλεος συναισθημάτων, καλείται να μοιραστεί το πολύχρωμο, μουσικό όνειρο του συναισθητή, προτού ξυπνήσει στην μονόχρωμη κανονικότητά του.
Και απομένει η ακροτελεύτια παράγραφος με την ειρωνική, ελιτίστικη (τίτλος τιμής, κι ας τρίζουν τα δόντια οι ασήμαντοι επίγονοι) χροιά της: «Κανένα στολίδι σ’ αυτό το χρονικό δεν μπήκε χάριν αβρότητας, έτσι για παραστατική λεπτομέρεια…». Μεθερμηνευόμενο: τίποτα σε ετούτο το βιβλίο, το οποίο βρίθει διακειμενικών αναφορών και συνεχόμενων καταδύσεων στο λογοτεχνικό συλλογικό ασυνείδητο, δεν είναι περιττό. Ο Ναμπόκοφ ονειρεύεται σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος με απαράμιλλη ένταση και φαντασία κι ο αναγνώστης, έμπλεος συναισθημάτων, καλείται να μοιραστεί το πολύχρωμο, μουσικό όνειρο του συναισθητή, προτού ξυπνήσει στην μονόχρωμη κανονικότητά του.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Άντα ή πάθος
Ένα οικογενειακό χρονικό
VLADIMIR NABOKOV
Μτφρ. ΜΥΡΤΩ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2021
Σελ. 672, τιμή εκδότη €24,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ VLADIMIR NABOKOV
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κανένα στολίδι σ’ αυτό το χρονικό δεν μπήκε χάριν αβρότητας, έτσι για παραστατική λεπτομέρεια: μια γαλαρία με καφασωτά παράθυρα. Ένα ζωγραφισμένο ταβάνι. Ένα όμορφο παιχνίδι παρατημένο ανάμεσα στα μη με λησμόνει της όχθης ενός ρυακιού. Πεταλούδες και βλεφαριδωτές ορχιδέες στο περιθώριο της ερωτικής ιστορίας. Ένα τοπίο κρυμμένο στην ομίχλη ιδωμένο από κάποια μαρμάρινα σκαλιά. Μια ελαφίνα που κοιτάζει μέσα στο προγονικό πάρκο και τόσα, τόσα άλλα».