Για το μυθιστόρημα του Αντρέ Μαλρό «Η ανθρώπινη μοίρα» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο), μια αφήγηση μέσα από τις μυλόπετρες της Ιστορίας και της Τέχνης
Του Φώτη Καραμπεσίνη
Η υπόσχεση του Βασιλείου της Ευτυχίας ματαιώνεται αέναα κι αυτό που απομένει στον άνθρωπο είναι η Εξορία, διακήρυσσε βλοσυρά ένας άλλος μεγάλος των γαλλικών γραμμάτων. Εάν όμως ο Παράδεισος παραμένει εσαεί Απολεσθείς και απρόσιτος, τότε ποιο το νόημα της τέχνης; Η απάντηση φοβάμαι πως είναι απαισιόδοξη: Δεν έχει υπάρξει –ούτε πρόκειται– κάποιο έργο τέχνης, κάποιο βιβλίο/ιερό κείμενο που θα διασώσει την πάσχουσα ανθρωπότητα, που θα ανασύρει τον άνθρωπο από τα βάθη του τρόμου (υπαρξιακού και υπαρκτού), στεφανώνοντάς τον με τις δάφνες του μεγαλείου καθώς οδεύει προς τη Χιλιετή Βασιλεία.
Ουδείς εμβριθής σχολιαστής του ανθρώπινου δράματος (ενίοτε κωμωδίας), εκ του σύνεγγυς παρατηρητής και ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, δεν βαυκαλίζεται πως το έργο του θα διορθώσει τα κακώς κείμενα ή θα συνεισφέρει στην εγκαθίδρυση μιας ουτοπικής κοινωνίας.
Είμαι βέβαιος πως ο Αντρέ Μαλρό δεν έπασχε από τέτοιου είδους illusions de grandeur, όταν συνέγραφε την Ανθρώπινη μοίρα. Ουδείς εμβριθής σχολιαστής του ανθρώπινου δράματος (ενίοτε κωμωδίας), εκ του σύνεγγυς παρατηρητής και ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, δεν βαυκαλίζεται πως το έργο του θα διορθώσει τα κακώς κείμενα ή θα συνεισφέρει στην εγκαθίδρυση μιας ουτοπικής κοινωνίας. Τούτο απαιτεί προπαγανδιστές, ανθρώπους της δράσης, με αταλάντευτο πολιτικό πραγματισμό και ξεκάθαρο προσανατολισμό. Και, ως γνωστόν, αυτοί σπανίως υπήρξαν καλλιτέχνες, καίτοι ίσως διακρίθηκαν ως διανοούμενοι.
Ο ταγός της τέχνης, τουναντίον, ομνύει πρώτα και κύρια σε άλλον Θεό – εκείνον της Τέχνης. Θεό αδηφάγο, φανατικό και αέναα ανικανοποίητο, όπου την προμετωπίδα του ναού του μαρμαίρει η επιγραφή: «Έστιν Τέχνης οφθαλμός, ος τα πανθ' ορά». Ακόμα και στις πλέον πολιτικές/ιδεολογικές του μεταπτώσεις, ο αληθινός Δημιουργός παραμένει αισθητής, προτάσσοντας το καλλιτεχνικό του όραμα, καθυποτάσσοντας τις όποιες επιταγές της εποχής, της ιδεολογίας, της ευπείθειας σε αλλότρια νάματα – αν θέλει να νοείται λογοτέχνης και όχι απλώς επιφυλλιδογράφος, κήρυκας δογμάτων, φερέφωνο καταγγελτικού λόγου.
Ο Μαλρό υπήρξε πνευματικός άνθρωπος και λογοτέχνης πρώτης γραμμής. Έζησε, δημιούργησε και μετείχε στα κοινά σε χρόνια δίσεκτα, όπου η συμμετοχή του διανοούμενου θεωρείτο αναπόφευκτη και η απουσία επέσυρε τη μήνι των ομογάλακτων («…τόν τε μηδέν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ' ἀχρεῖον νομίζομεν»). Η αλληλεγγύη των διανοούμενων με τους πάσχοντες της ανθρωπότητας ελάμβανε συχνά διαστάσεις χριστιανικής θυσίας, ως αντίβαρο στην ευμάρεια που τους επέτρεπε από την ησυχία του γραφείου τους να μετουσιώνουν τον πόνο, το αίμα και τις βάσανα των πληβείων σε λέξεις, σε σελίδες και βιβλία.
Σε σκοτεινές εποχές, (όπου το καθήκον του καλλιτέχνη επέτασσε να επιστρέψει μέρος του πλεονάσματος τύχης του μέσω έργων που θα διέσπειραν την «πανούκλα» εντός των τειχών, ευελπιστώντας πως αρχικά η ντροπή –επαναστατικό συναίσθημα, κατά τον Μαρξ– και στη συνέχεια η δράση, θα κινητοποιήσει τις απαθείς μάζες της Δύσης), ώδινεν ο Μαλρό και έτεκεν την Ανθρώπινη μοίρα. Μυθιστόρημα που λαμβάνει χώρα στη μακρινή Σανγκάη της Κίνας, το σωτήριο έτος 1927, την περίοδο της συντριβής των κομμουνιστών από τον, μέχρι πρότινος σύµµαχό τους, Τσανγκ Κάι-Σεκ και τους εθνικιστές. Έχοντας ζήσει από κοντά τη φρίκη της Αποικιοκρατίας, τον στραγγαλισμό των χωρών της περιφέρειας από τις μεγάλες δυνάμεις, τη συνέργεια κυβερνήσεων και μεγάλων επιχειρήσεων για υπέρογκα ματωμένα κέρδη που, εν συνεχεία, επέστρεφαν στις Μητροπόλεις (για να γίνουν τέχνη, πολιτισμός, ευζωία και κάλλος), κατέθεσε ένα λογοτεχνικό έπος για τους ηττημένους.
Έχοντας πάρει θέση ξεκάθαρη υπέρ των καταπιεσμένων, φέρει ως τίτλο τιμής τη συγγραφική του ιδιότητα, ως πανοπλία, πλάθοντας ήρωες με ουσία και βάθος, όχι χάρτινες φιγούρες, κύμβαλα αλαλάζοντα. Η σαγήνη της συγγραφικής του τέχνης μετριάζει την άμεση πυροδότηση εξεγερτικών συναισθημάτων, τον πρόσκαιρο θρίαμβο της επικαιρότητας, την ημιζωή της εποχικής διάκρισης.
Όμως, όσο κι αν ο καταγγελτικός λόγος, η ανάγκη δικαίωσης των απανταχού θυμάτων υπήρξε, ιδίως για τους οργανικούς διανοούμενους, πειρασμός ισχυρός, ο Μαλρό δεν υποκύπτει στην ευκολία. Έχοντας πάρει θέση ξεκάθαρη υπέρ των καταπιεσμένων, φέρει ως τίτλο τιμής τη συγγραφική του ιδιότητα, ως πανοπλία, πλάθοντας ήρωες με ουσία και βάθος, όχι χάρτινες φιγούρες, κύμβαλα αλαλάζοντα. Η σαγήνη της συγγραφικής του τέχνης μετριάζει την άμεση πυροδότηση εξεγερτικών συναισθημάτων, τον πρόσκαιρο θρίαμβο της επικαιρότητας, την ημιζωή της εποχικής διάκρισης. Η επιλογή του συγγραφέα είναι άλλη: Πώς να εξισορροπήσει το ιστορικά πεπερασμένο με κάτι πολύ πιο ισχυρό και βαθύ: την ανάδειξη της ανθρώπινης ουσίας, της ανθρώπινης μοίρας, των στοιχείων εκείνων που καθιστούν ένα βιβλίο κλασικό, ακόμα κι όταν ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε εξαρχής έχει από καιρό ξεχαστεί.
Όταν ο αυτοκαταστροφικός τρομοκράτης Τσεν παραληρεί: «…ήταν μόνος με τον θάνατο, μόνος σε ένα μέρος δίχως ανθρώπους, τότε που τον συνέτριβε νωχελικά η φρίκη και η γεύση του αίματος», ο σύγχρονος αναγνώστης στοχάζεται. Για το δίκαιο του σκοπού, για την αυτοθυσία, για τη βαθιά ρήξη που επιφέρει ο βίαιος θάνατος, ο φόνος, μεταξύ ανθρωπίνων όντων. Για το γεγονός πως δεν υπάρχει δίκαιη δολοφονία, καθώς τίποτε δεν μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα που ανοίγει το χυμένο αίμα. Αλλά και για το αναμφίλεκτο γεγονός πως ο άνθρωπος επιλέγει τη ζωή και τον θάνατο όντας έρμαιο εσωτερικών δυνάμεων και εξωτερικών περιορισμών, πως η ψευδαίσθηση ελευθερίας επιλογής ανήκει στους προνομιούχους κι όχι σε εκείνους που ατύχησαν να γεννηθούν είλωτες, με μόνη τους διέξοδο τον αφανισμό – δικό τους ή των δυναστών τους.
Όταν πάλι ο Μαλρό βάζει τον ήρωά του να λέει: «Πρώτα υπήρχε η μοναξιά, η αναπόδραστη μοναξιά πίσω από το θνητό πλήθος, όπως η αρχέγονη νύχτα…», μόνο επαναστατικό οίστρο δεν δημιουργεί στον αναγνώστη του. Σε αντίθεση όμως με τον ιδεολόγο, ο προσεκτικός αναγνώστης διαβάζει ανάμεσα στις γραμμές και αφήνεται στον επιδέξιο χειρισμό του συγγραφέα που μετατοπίζει το βάρος από το συλλογικό στο ατομικό, υπενθυμίζοντας συνεχώς στον αναγνώστη του χθες αλλά και του σήμερα πως ανεξάρτητα από τις εποχές και τις συνθήκες, το πανταχού παρόν horror vacui επικαθορίζει το πλαίσιο ενός βίου «ου βιωτού».
Ο Αντρέ Μαλρό γεννήθηκε το 1901 στο Παρίσι. Κατά τη συμμετοχή σου σε αρχαιολογική αποστολή στην Ινδοκίνα συνελήφθη από την κυβέρνηση των Πνομ Πεν με την κατηγορία της παράνομης διακίνησης αρχαίων και αμέσως μετά συντάχθηκε με τους Κινέζους επαναστάτες και πήρε μέρος στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο (1926-1928), στη Σανγκάη και την Καντόνα. Συμμετείχε στον ισπανικό εμφύλιο στο πλευρό των δημοκρατικών με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες καθώς και στη γαλλική Αντίσταση. Μετά το τέλος του πολέμου χρημάτισε υπουργός Πολιτισμού και εγκατέλειψε τη λογοτεχνική φόρμα για να αφιερωθεί στη συγγραφή μελετών αισθητικού περιεχομένου. Πέθανε το 1976. |
Ακόμα και οι αρνητικοί χαρακτήρες, οι άνθρωποι της εξουσίας, οι κατέχοντες τον πλούτο, τα προνόμια και την ισχύ έχουν λόγο ύπαρξης. Μπορεί να ανήκουν σε άλλη τάξη, να επιθυμούν για λόγους προσωπικού συμφέροντος την κατάπνιξη της εξέγερσης, αλλά δεν παύουν να μετέχουν της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Το ίδιο ισχύει και για τους κάθε λογής τυχοδιώκτες (όπως ο βαρόνος) που στέκουν παθητικοί θεατές, ενώ γύρω τους καταρρέουν όλα. Δεν έχει σημασία. Η μοναξιά, το ερωτικό πάθος, ο φόβος του θανάτου φλογίζουν την ύπαρξή τους εξίσου και, μολονότι δεν τους κάνουν συμπαθείς, τους προσδίδουν βάθος, όντας ατελή –αλλά όχι λιγότερο ανθρώπινα– όντα.
Και ολόγυρα η αιώνια Κίνα, η πόλη της Σανγκάης, η ανθρωποθάλασσα των λησμονημένων ψυχών, των ανέστιων, των λιμοκτονούντων, των προλετάριων που τους ενώνει μια Ιδέα, μια υπόσχεση ικανή να τους προβιβάσει από τον βούρκο της μάζας σε εκείνη ενός ανθρώπινου όντος, ικανού να σταθεί στα πόδια του και να κραυγάσει «Όχι!» προτού αφανιστεί. Για να ακολουθήσουν άλλοι, άλλες κραυγές, άλλες ελπίδες, άλλα συντρίμμια. Και εν τω μέσω, ορθώνουν το παράστημά τους Άγιοι τρομοκράτες και επαναστάτες από κάθε γωνιά του πλανήτη, «πάλ' εις μικρόν γενναίοι, πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε», αναμένοντας με αγωνία και κρυφή πλησμονή την προδοσία, πανέτοιμοι για την πορεία στον Γολγοθά, με βλέμμα στραμμένο στην επικείμενη σταύρωση και την Ανάσταση που εκείνοι την αποκαλέσαν Επανάσταση.
Σκόπιμα ο Μαλρό επιχειρεί να διεμβολίσει την ανάγκη του αναγνώστη για άμεση ταύτιση με τους πάσχοντες, μέσω των παρεμβολών φιλοσοφικών στοχασμών και διαλόγων υπαρξιακού προβληματισμού που προσδίδουν στο βιβλίο την απαραίτητη αποστασιοποίηση. Οι σελίδες δράσης εναλλάσσονται με σελίδες νηνεμίας, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, οπότε η σύγκρουση εσωτερικεύεται ή μεταφέρεται στους διαλόγους, χρησιμοποιώντας λόγο αποσπασματικό, ενίοτε νοηματικά πυκνό. Ο συγγραφέας εισέρχεται, βίαια θαρρείς σε στιγμές, στο υποσυνείδητο των ηρώων του, ανασύροντας μύχιες σκέψεις, σταματώντας περίτεχνα την κίνηση της ιστορικής πραγματικότητας των ημερών εκείνων για να στήσει τον καθρέφτη μπροστά στο ατομικό πεπρωμένο.
Αυτές οι άψογα ενορχηστρωμένες σκηνές δωματίου τεμαχίζουν τον χρόνο, επιτρέποντάς μας να βυθιστούμε για λίγο στον προσωπικό χώρο των ηρώων. Εκεί μετέχουμε του προσωπικού δράματος, των αμφιταλαντεύσεων, των προσδοκιών και προδοσιών, αισθηματικών και ερωτικών διαψεύσεων, Ντοστογιεφσκικής συχνά εμβρίθειας. Είναι, εξάλλου, αυτή η σύγκρουση των εσωτερικών δαιμονίων με τον έξωθεν προερχόμενο ντετερμινισμό που γεννά τη μεγάλη λογοτεχνία.
Angelus Novus, έργο του Paul Klee (1920).
Μουσείο της Ιερουσαλήμ. |
Εντούτοις, υπάρχουν σελίδες που ο συγγραφέας αφήνεται στο δράμα των εξεγερμένων, με κοντινά πλάνα που καταγράφουν τις αποχρώσεις της θλίψης, του κενού, της έλευσης του τέλους. Ενός τέλους που οι επαναστάτες το βιώνουν με τρόπο απόκοσμα… ανθρώπινο, ως απόλυτο και οριστικό. Για εκείνους που αγωνίστηκαν και είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την έλευση της Ουτοπίας εδώ και τώρα, δεν μπορεί να υπάρξει δικαίωση σε άλλο κόσμο. Ο αποχαιρετισμός τους στους συντρόφους τους είναι οριστικός και αμετάκλητος, ο προσωπικός τους αφανισμός απαραίτητη θυσία.
Λίγο πριν ο παλαίμαχος Ρώσος επαναστάτης Κάτοφ πάρει το χάπι με το κυάνιο που θα τον λυτρώσει από τον πόνο των επερχόμενων βασανιστηρίων και της εκτέλεσης, θα το σπάσει στη μέση και θα το δώσει στους δύο φοβισμένους νεαρούς Κινέζους συντρόφους του. Εκεί στο σκοτεινό κολαστήριο που μελλοθάνατοι κείτονται μισότρελοι από τον φόβο που τρώει τα σωθικά, ο επαναστάτης θα προσφέρει το πολυτιμότερο δώρο: έναν θάνατο σπλαχνικό. Προτάσσοντας στον απόλυτο εξευτελισμό που φέρνει ο επικείμενος θάνατος, το μοναδικό όπλο που διαθέτουν τα ανθρώπινα όντα: την αλληλεγγύη. Κι όταν ο Χάρος έρθει γι' αυτόν, ξέρει πως δεν πρόκειται να τον βρει μόνο του. Χιλιάδες έχουν ήδη περάσει από εκεί, χιλιάδες ακόμα θα χρειαστεί να αλεστούν στις μυλόπετρες της Ιστορίας…
«Υπάρχει ένας πίνακας του Klee που ονομάζεται Angelus Novus. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο έχει στυλώσει το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό, τα φτερά του αναπεπταμένα. Έτσι, πρέπει να είναι η όψη που κατ’ ανάγκην έχει ο άγγελος της ιστορίας. Έχει το πρόσωπό του στραμμένο στο παρελθόν… Εκεί όπου παρουσιάζεται σ’ εμάς μια αλληλουχία γεγονότων, εκείνος βλέπει μόνο μία και μοναδική καταστροφή, η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει μπρος στα πόδια του». Β. Μπένγιαμιν
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας.
Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις
→ Στην κεντρική εικόνα ο Αντρέ Μαλρό με τον Αλμπέρ Καμύ.
Η ανθρώπινη μοίρα
Αντρέ Μαλρό
Μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη
Μεταίχμιο 2019
Σελ. 408, τιμή εκδότη €16,60