Για το τρίτο μέρος, «Κύδος» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg), της τριλογίας της Rachel Cusk.
Του Διονύση Μαρίνου
Δοξολογώντας το άδοξο. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να φανερωθεί πως το μέγα τρόπαιο που προσφέρει η ζωή δεν είναι κάποιο κλέος, αλλά η μακρά διαδοχή γεγονότων που οδηγούν –ή οφείλουν να οδηγούν– στη συνειδητοποίηση του ελαχίστου που μάς συνέχει. Το τελευταίο μέρος της θαυμαστής τριλογίας της Ρέιτσελ Κασκ φέρει τον τίτλο Κύδος. Σπάνια λέξη και, φευ, ελάχιστες φορές έχει πρακτική αξία στη ζωή των ανθρώπων. Δόξα, λοιπόν, φήμη και τιμή εν ταυτώ.
Τι παράξενο, σχεδόν κανένας από τους ανθρώπους που διατρέχουν αυτό το τελευταίο βιβλίο δεν μπορεί να καυχηθεί για τα τρόπαιά του. Ούτε καν η Φαίη, η «αόρατη» συγγραφέας της τριλογίας που εξακολουθεί να παραχωρεί το δικαίωμα στους συνομιλητές της να αναλαμβάνουν τα ηνία της εξομολόγησης, άρα και της πλοκής.
Τι παράξενο, σχεδόν κανένας από τους ανθρώπους που διατρέχουν αυτό το τελευταίο βιβλίο δεν μπορεί να καυχηθεί για τα τρόπαιά του. Ούτε καν η Φαίη, η «αόρατη» συγγραφέας της τριλογίας που εξακολουθεί να παραχωρεί το δικαίωμα στους συνομιλητές της να αναλαμβάνουν τα ηνία της εξομολόγησης, άρα και της πλοκής. Τη βρίσκουμε σε ένα λογοτεχνικό συνέδριο σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη (δεν δηλώνεται ευθέως, αλλά μέσω συμφραζομένων) να μετακινείται από ιστορία σε ιστορία κι από εξομολόγηση σε εξομολόγηση ωσάν να είναι ένα δεκτικό αυτί. Και, όντως, είναι ένα τέτοιο, μόνο που δεν στέκεται αρωγός των παθημάτων τους, δεν τους συντρέχει, δεν σκοπεί να τους τείνει ένα χέρι βοήθειας. Είναι ένα αποστασιοποιημένο αυτί. Ακούει, αλλά δεν αντιδρά.
Αν και θεωρητικά πρωταγωνίστρια είναι η αφηγήτρια, η εκδότριά της έχει ετοιμάσει ένα ολόκληρο πλάνο συνεντεύξεων και παρουσιάσεων, εντέλει τίποτα δεν πηγαίνει σύμφωνα με τον προγραμματισμό. Από το αεροπλάνο που θα την πάει στο συνέδριο έως το τέλος της διαδρομής του μυθιστορήματος (πρέπει, άραγε, να το ονομάσουμε έτσι αυτό που κάνει η Κασκ;) οι άλλοι παίρνουν τον λόγο. Η δική της παρέμβαση είναι μετρημένη και πλαγιομετωπική. Ο ρόλος της παραμένει αυτός της ακροάτριας.
Αν υπάρχει μια μικρή μετατόπιση σε τούτο το τρίτο μέρος της τριλογίας, το επιλογικό σημάδι της, είναι ότι οι αποκαλύψεις βγαίνουν –κυρίως– από γυναικεία στόματα. Μόνο που δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με τη φεμινιστική εκδοχή των σχέσεων (ναι, πάλι οι σχέσεις είναι το ζητούμενο), αλλά και με τη θέση που έχει μια γυναίκα μέσα σ’ αυτές. Είναι οι ταλαιπωρίες που έχει υποστεί, τα ψυχικά τραύματα που φέρει, η αίσθηση της πιεσμένης ελευθερίας έπειτα από ένα διαζύγιο, αλλά και η επώδυνη αορατότητά της. Το αποτέλεσμα, είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι μια διαδικασία αποδοχής ότι κανείς οφείλει να περάσει μέσα από τις δαγκάνες της απογοήτευσης για να δημιουργήσει τον προσωπικό του μύθο. Οι γυναίκες που μιλούν στην αφηγήτρια φέρουν αυτή την απογοήτευση που άλλοτε είναι καλλιτεχνική κι άλλοτε ιδιωτική. Ωστόσο, δεν έχει τη χροιά της παθητικότητας.
Διαβάστε την κριτική για το Περίγραμμα, τον πρώτο τόμο της τριλογίας της Rachel Cusk. |
Όπως η Φαίη έχει υποστεί τους δικούς της ψυχικούς καταναγκασμούς, αλλά προσπαθεί να γράψει το επόμενο κεφάλαιο στη ζωή της (γνωρίζουμε από τα προηγούμενα δύο βιβλία ότι είναι χωρισμένη με δύο παιδιά), έτσι και οι συνομιλήτριές της προσπαθούν να αναγεννηθούν συνειδητοποιώντας πως φέρουν και οι ίδιες σημαντικό μέρος της ευθύνης για την κατάστασή τους. Αφέθηκαν στον μαρασμό κι άφησαν να τους γλιστρήσει η ελευθερία από τα χέρια. Και είναι, ίσως, ο πόνος αυτής της παραδοχής που μπορεί να τις βοηθήσει να προχωρήσουν τη ζωή τους. Πριν αναδημιουργήσεις οφείλεις να κάψεις τις γέφυρες με το παρελθόν.
Το Κύδος, ομοίως με τα προηγούμενα δύο βιβλία της τριλογίας, περιλαμβάνει πλήθος ιστοριών που η μια επικαλύπτει την άλλη. Η ασυνέχεια των εξομολογήσεων και η χαλαρή σύνδεσή τους, ωσάν ένα υγρό που κυλάει ανεμπόδιστο, δημιουργεί έναν αφηγηματικό καμβά που αποτελείται από μονολόγους και κόντρα μονολόγους.
Στο περιθώριο αυτών εμφανίζεται ξανά η αφηγήτρια, άλλοτε υποφωτισμένη κι άλλοτε με τη δύναμη που της παρέχει το γεγονός ότι είναι ο φορέας αυτών των ιστοριών (καίτοι, η Κασκ σπάει τον κανόνα της συγγραφικής εξουσίας) για να μας φανερώσει τη δική της θέση. Διότι κι αυτή επιθυμεί να απαλλαγεί από τις λογής αυταπάτες που θέτει κάθε άνθρωπος. Γι’ αυτήν, πλέον, δεν υπάρχει γυρισμός: δεν γίνεται να «διακοσμεί» τις εμπειρίες της. Αυτό το σχήμα δεν λειτουργεί και φαίνεται ολοκάθαρα στον τηλεφωνικό διάλογο που έχει στο τέλος του βιβλίου με τον γιο της που έχει μπλέξει με την αστυνομία. Άρα, το καρύκευμα των πληγών με μια δόση φαντασίας όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά λειτουργεί και ανασχετικά στην «πρόοδο» του πολύπαθου εγώ.
Διαβάστε την κριτική για τη Μετάβαση, τον δεύτερο τόμο της τριλογίας της Rachel Cusk. |
Τι μας αφήνει, άραγε, αυτή η τριλογία της Κασκ; Γιατί γράφτηκαν τόσα πολλά πράγματα γι’ αυτήν; Τι το καινούργιο έφτιαξε που θα πρέπει να αναλυθεί εις βάθος; Αυτό που πέτυχε είναι να μιλήσει αντι-ηρωικά για μιαν αντι-ηρωική εποχή όπου τα πάντα τίθενται εν αμφιβόλω, όπου οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι δύσκαμπτες και ακροσφαλείς. Ναι, πάντα ήταν έτσι, θα πει κανείς, όμως τώρα είναι και η εποχή που επιδεινώνει την κατάσταση.
Η Κασκ σχηματοποιεί μια περσόνα ηρωίδας (το alter ego της) που δεν φέρει καμία εξουσία, δεν τραβάει πάνω της όλα τα φώτα, δεν έχει καμία βεβαιότητα να ακουμπήσει. Μοιάζει να είναι η κιβωτός των ιστοριών των άλλων. Τις φυλάει, αλλά δεν σκοπεύει να τις προφυλάξει. Αντίθετα, τις αφήνει να εκτεθούν στο φως υπό το φόβο να υποστούν αλλοιώσεις. Σαν τις παλιές φωτογραφίες που όταν τις χτυπούσαν οι ακτίνες του ήλιου αποχρωματίζονταν.
Κι όμως, στην Κασκ κάθε δραματική αποκάλυψη, κάθε αποχρωματισμός, είναι ένα ακόμη βήμα συνειδητοποίησης. Ναι, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό αφηγηματικό τόξο. Ναι, υπάρχουν φορές που οι στοιβάδες των επάλληλων ιστοριών κουράζουν. Ναι, έχει ενδιαφέρον η απόφασή της να κομματιάσει τη συγγραφική εξουσία και να δώσει το λόγο σε ανθρώπους που κάνουν cameo εμφανίσεις κι ύστερα εξαχνώνονται. Όλα τούτα, εν μέρει, είναι γνωστά, έχουν υπάρξει ξανά στη λογοτεχνία. Αυτό που κάνει η Κασκ είναι να τα ενώνει σε ένα ενιαίο σχήμα. Να τους δίνει μια συνολική υπόσταση και, μάλιστα, σε μια εποχή που αποζητάει κάτι ανάλογο. Ήταν, λοιπόν, θέμα ευνοϊκής συγκυρίας να βγάλει η Κασκ αυτή την τριλογία. Το αν προηγείται της εποχής της μένει να το δούμε στην πορεία. Όπως και στα προηγούμενα δύο βιβλία, έτσι και σ’ αυτό οφείλουμε να προσέξουμε τη μεταφραστική δουλειά της Αθηνάς Δημητριάδου. Εδωσε έως το τέλος το στίγμα που ήθελε να περάσει η Κασκ στους αναγνώστες της. Ένα εντελώς ιδιότυπο στίγμα.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Κύδος
Rachel Cusk
Μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου
Gutenberg 2019
Σελ. 248, τιμή εκδότη €14,00