Για τη μελέτη του του Χάρολντ Μπλουμ [Harold Bloom] «Σαίξπηρ – Η επινόηση του ανθρώπινου» (απόδοση: Άρης Μπερλής, Θέμελης Γλυνάτσης, απόδοση-εισαγωγή-σχόλια: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, εκδ. Gutenberg).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Λένε ότι ο υπότιτλος στα βιβλία –όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις δευτερεύουσες προτάσεις όπου ό,τι προηγείται του «αλλά» μπορεί κάλλιστα να αγνοηθεί– κατέχει μεγαλύτερο βάρος από εκείνο του τίτλου. «Η επινόηση του ανθρώπινου» είναι η επωδός του πολυσέλιδου αυτού τόμου και η πεμπτουσία της σκέψης του Χάρολντ Μπλουμ, ενός από τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς κριτικούς που σημάδεψαν με τη ευρυμάθειά τους τη σύγχρονη πνευματική παραγωγή και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αν έχει κάποιο νόημα να ειπωθεί εδώ, ο θάνατός του (όπως βεβαίως και του Στάινερ) άφησε τεράστιο κενό, το οποίο φυσικά εμείς που παραμένουμε κατά τις διδαχές των δύο οπαδοί της αυθεντίας (ακόμα ένα σημείο τριβής των δύο με τους συγκαιρινούς τους), δεν περιμένουμε ποτέ να αναπληρωθεί επάξια. Όσα χάθηκαν με τον Μπλουμ παρήλθαν οριστικά και αμετάκλητα, αφήνοντάς μας με ακόμα περισσότερη ποσότητα ασημαντότητας και θορύβου πάσης φύσεως. Κι αν τα εισαγωγικά αυτά ακούγονται υπερβολικά, έχουν άρρηκτη σχέση με το βιβλίο αυτό και τον πάντα προκλητικό τους συγγραφέα, αλλά και με τον ίδιο τον Σαίξπηρ όπως θα δείξω στη συνέχεια.
Στον τόμο αυτόν περιέχονται αναλύσεις 35 έργων του Σαίξπηρ (υπολογίζονται 39 στο σύνολο, αν κι ο αριθμός αυτός είναι αμφιλεγόμενος), ξεκινώντας από τα πρωτόλεια («Η κωμωδία των παρεξηγήσεων»), συνεχίζοντας με την ώριμη περίοδο και τα αναμφίλεκτα αριστουργήματά του, καταλήγοντας στο «Οι δύο συγγενείς άρχοντες» που συνέγραψε με τον Τζον Φλέτσερ. Για καθένα έργο ο συγγραφέας παραθέτει την κριτική του άποψη, δίνοντας βεβαίως το βάρος που αρμόζει στα έργα της ωριμότητας, εμπλουτίζοντας τον τόμο με την Εισαγωγή και το Επίμετρο όπου καταθέτει την οπτική του σχετικά με το έργο και τη σημασία του. Μια πρώτη παρατήρηση είναι αυτή: τα κεφάλαια ανάλυσης των έργων χρησιμοποιούνται ουσιαστικά ως απόδειξη των θεωρητικών απόψεων του Μπλουμ, κάτι που φυσικά δεν μας ξενίζει, δεδομένου ότι κάθε ανάλυση εκφράζει εκ πρώτης την υποκειμενική θεώρηση του γράφοντος, ο οποίος ξεκινά το έργο του με ένα σύνολο απόψεων τις οποίες ανασύρει από το αντικείμενό του ή, σε πολλές περιπτώσεις, αναζητά να δικαιώσει μέσω αυτού.
Ιδίως αν πρόκειται για καταξιωμένο διανοούμενο και δάσκαλο όπως ο Μπλουμ, ο οποίος εμφορείται από καταφανή ιδεαλισμό. Αυτή είναι όμως πάντα η συνθήκη και ο αναγνώστης οφείλει να τη γνωρίζει. Στην πράξη, ο Σαίξπηρ που θα γνωρίσει ο τελευταίος μέσα από το βιβλίο αυτό έχει ταυτόχρονα διττή φύση: εκείνη του Βάρδου και την άλλη του Μπλουμ. Συχνά δε τα όρια είναι ασαφή, κάτι που καθιστά ακόμα πιο προκλητικό το εγχείρημα ανάγνωσης, με τον αναγνώστη σε ανάγκη εγρήγορσης ώστε συνεχώς να μπορεί να διαχωρίσει, ει δυνατόν, πού ξεκινά ο ένας και πού υπεισέρχεται ο άλλος. Κατά την άποψή μου πρόκειται περί απολαυστικής πρόκλησης, αν κάποιος ξεπεράσει την άκαρπη ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητας, με μία προϋπόθεση: ο αναλυτής να είναι τόσο ενδιαφέρων όσο και το υπό εξέταση αντικείμενο της ανάλυσης. Και ο Χ. Μπλουμ σίγουρα είναι.
Στην πράξη, ο Σαίξπηρ που θα γνωρίσει ο τελευταίος μέσα από το βιβλίο αυτό έχει ταυτόχρονα διττή φύση: εκείνη του Βάρδου και την άλλη του Μπλουμ. Συχνά δε τα όρια είναι ασαφή, κάτι που καθιστά ακόμα πιο προκλητικό το εγχείρημα ανάγνωσης...
Δεν πρόκειται βέβαια να αποτολμήσω να κρίνω εδώ ούτε τα έργα του Σαίξπηρ ούτε την ανάλυση του Μπλουμ. Αυτό είναι έργο ακαδημαϊκών και επαϊόντων, όχι δικό μου. Αλλού θα σταθώ και θα δώσω έμφαση, απευθυνόμενος σε αναγνώστες, όπως εγώ. Και η ερμηνεία του τι εννοεί ο Μπλουμ μιλώντας περί «επινόησης του ανθρώπινου» έρχεται πρώτη. Όπως ισχύει στα περισσότερα, προϋπάρχει το πάθος, το συναίσθημα και εν συνεχεία η εκλογίκευσή του. Ο Μπλουμ είναι ένας ερωτευμένος με το αντικείμενό του άνθρωπος κι αυτό δεν μπορεί να το κρύψει. Ταυτόχρονα είναι και ένας διανοούμενος, ένα λαμπρό μυαλό, του οποίου η σκέψη λειτουργεί σε πολλαπλά θεωρητικά επίπεδα, παράγοντας πρωτότυπες ιδέες τις οποίες συστηματοποιεί και αποδίδει σε γραπτό λόγο. Ο Μπλουμ κυριολεκτικά λατρεύει τον Σαίξπηρ και το έργο του, καθιστώντας δυσχερές για τον αναγνώστη να διακρίνει τα σημεία όπου ο αίνος, ο θαυμασμός και η επίκληση στην αυθεντία παραχωρούν τη θέση τους στην κρίση και την κριτική. Όταν επομένως ο συγγραφέας καταθέτει εξαρχής κάτι τόσο απόλυτο όσο αυτό το περί επινόησης, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με δύο αυθεντίες όπου η μία παραπέμπει στην άλλη – η αυθεντία του Μπλουμ και η άλλη του Σαίξπηρ. Πρόκειται για ένα κλειστό κύκλωμα, στεγανοποιημένο, καθότι απόλυτο.
Αν ο αναγνώστης του Μπλουμ αφεθεί στους δαιδάλους της σκέψης του, θα κατανοήσει όσα διακρίνονται μέσω της υπερβολής στην έκφραση, κρατώντας το απόσταγμα: το μετείκασμα των ονείρων του Βάρδου αποτελεί μέρος του συλλογικού μας φαντασιακού, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι.
Και η μετάφρασή του είναι, με λίγα λόγια, η εξής: ο Σαίξπηρ δεν είναι απλά ένας επινοητής όπως όλοι εκείνοι που αφηγούνται ιστορίες, αλλά ένας ισόθεος πλάστης, ο οποίος δεν εισήλθε απλά στον κόσμο για να τον περιγράψει και να τον αναπαραστήσει. Αυτό που λέει ο Μπλουμ, εμφορούμενος από ιδεαλισμό, είναι ότι υπάρχει μια εποχή πριν και μια μετά τον Σαίξπηρ. Ο Βάρδος ναι μεν βασίστηκε σε εκείνους που προηγήθηκαν, καθότι δεν υφίσταται παρθενογένεση, πλην όμως το έργο του ξεπέρασε τους προπάτορες, περιγράφοντας το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας «δημιουργώντας νέες μορφές συνείδησης». Διαβάζοντας ο αναγνώστης τα θεατρικά του, θα ανακαλύψει έκπληκτος ότι ο συγγραφέας κατόρθωσε να τον διαβάσει πολύ πιο ολοκληρωμένα από ό,τι θα μπορέσει ποτέ εκείνος. Ακόμα και περαιτέρω αναγνώσεις απλά θα επισφραγίσουν του λόγου το ασφαλές, καθώς θα προκύπτουν ολοένα και περισσότερες οπτικές και ερμηνείες που κάθε γενιά θα επισωρεύει στις ήδη υπάρχουσες καθιστώντας την ανάγνωση αέναη. Ο Μπλουμ αποδίδει σχεδόν μεταφυσικές ιδιότητες στο σαιξπηρικό έργο, καθώς επιχειρεί να αποδείξει ότι άπαντα τα παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα περιέχονται εντός του, κάτι προκλητικό ως θεώρηση. Εντούτοις, αν ο αναγνώστης του Μπλουμ αφεθεί στους δαιδάλους της σκέψης του, θα κατανοήσει όσα διακρίνονται μέσω της υπερβολής στην έκφραση, κρατώντας το απόσταγμα: το μετείκασμα των ονείρων του Βάρδου αποτελεί μέρος του συλλογικού μας φαντασιακού, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι.
Φάλσταφ και Άμλετ
Εν μέσω άλλων χαρακτήρων, δύο αποτελούν τους Πρωτόπλαστους κατά τον Μπλουμ: ο Φάλσταφ και πάνω από όλους ο Άμλετ. Και ερχόμαστε στο άλλο απόφθεγμα του Χέγκελ που ο Μπλουμ χρησιμοποιεί κατά κόρον προκειμένου να περιγράψει τους σαιξπηρικούς ήρωες και ιδίως αυτούς τους δύο: «Ελεύθεροι καλλιτέχνες του εαυτού τους». Κομβικό σημείο κι αυτό για την κατανόηση ποιητή και κριτικού. Οι σαιξπηρικοί ήρωες αυτοστοχάζονται, αυτοδιαλέγονται και μέσω της διαδικασίας αυτής επιτυγχάνουν δύο τινά: αφενός ξεφεύγουν από τον ρόλο της καρικατούρας, του «χάρτινου» ήρωα που λειτουργεί διεκπεραιωτικά, ένα ελεγχόμενο όργανο προώθησης της πλοκής. Αφετέρου επεκτείνουν στο άπειρο τον τρόπο με τον οποίο τα θεατρικά έργα διαβάζονται και βλέπονται προσφέροντας πολλαπλές διαστάσεις, ερμηνείες και αναγνώσεις που διαρκούν έως σήμερα. Πώς το επιτυγχάνει αυτό ο Βάρδος;
Σύμφωνα με τον Μπλουμ, στις κορυφαίες στιγμές του (μέσω των Άμλετ, Φάλσταφ, Ληρ, Κλεοπάτρας, Ιάγου κλπ.) επινοεί χαρακτήρες που είναι αυθύπαρκτοι, αυτόνομοι και αυτοτελείς. Η μοναδικότητά τους έγκειται στο γεγονός ότι μέσω των μονολόγων τους, ουσιαστικά απευθύνονται στον εαυτό τους ταυτόχρονα με το κοινό («κρυφακούν τους εαυτούς τους να μιλάνε» αναφέρει ενδεικτικά), εκτείνοντας τα όρια της σκέψης τους συνεχώς σε πολλαπλά επίπεδα, αγγίζοντας τα υπαρξιακά τους βάθη, ενώ την ίδια στιγμή είναι σαν να αφουγκράζονται όσα λένε. Η εσωτερική διεργασία ομφαλοσκόπησης και ταυτόχρονα αποστασιοποίησης που προσφέρει το γεγονός ότι πολύ συχνά υποδύονται τον εαυτό τους, σαν να γνωρίζουν ότι παίζουν μπροστά στο κοινό, αποτελεί ύψιστη και αξεπέραστη καινοτομία του Σαίξπηρ. Απόδειξη της συνεχούς αναδημιουργίας του εαυτού είναι το ότι σπανίως βλέπουμε ή διαβάζουμε τους ίδιους ήρωες όταν πέφτει η αυλαία με εκείνους που ξεκινούν την παράσταση, καθώς στο μεσοδιάστημα η συνείδησή τους μετατοπίζεται διαρκώς σε νέα ύψη ή βάθη.
Σ’ αυτή τη βάση χτίζεται ο χαρακτήρας του Φάλσταφ, ο οποίος σύμφωνα με τον Μπλουμ, αποτελεί το άναρχο, ταραχοποιό πνεύμα που αφαιρεί συνεχώς τα φτιασίδια των ανθρώπινων επιτευγμάτων (τιμή, δόξα, φιλοπατρία κ.ο.κ.), ξεγυμνώνοντας με την καυστική του γλώσσα όλους και όσα έρχονται σε επαφή μαζί του, τοποθετώντας στο βάθρο αποκλειστικά και μόνο την πλήρη ελευθερία και ικανοποίηση του εαυτού. Ανίερος και ανόσιος σαρκάζει και κατεδαφίζει τις βεβαιότητες και τα στηρίγματα των συγκαιρινών του αλλά τελικά κι όλων όσοι ακολούθησαν, κεντρίζοντας ως το φυσικό του τέλος τις ιερές αγελάδες. Μόνο ο Άμλετ κατορθώνει να τον ξεπεράσει πηγαίνοντας ένα ακόμα βήμα παραπέρα, βάζοντας μπροστά τις «μηχανές για την καρδιά του ήλιου». Προπομπός του ευρωπαϊκού μηδενισμού, ατρόμητος και ενεπίγνωστος τραβάει άφοβα την κουρτίνα των ανθρωπίνων δογμάτων και κοιτάζει κατάματα το χάος που καραδοκεί απέξω.
Μέσα από σειρά μονολόγων που θαρρείς ότι εάν ο συγγραφέας τους άφηνε ανεξέλεγκτους θα συνέχιζαν να αποκαλύπτουν επ’ άπειρο μια φλεγόμενη ψυχή, ο Άμλετ υποδύεται τον εαυτό του, αυτοαναλύεται, πετάει από επάνω του ανάλαφρα από πράξη σε πράξη τις μέχρι πρότινος πεποιθήσεις του αμέσως μόλις τις παραδέχεται (ακόμα και το όνειρο εκδίκησής του πατέρα του) και με γιγάντια άλματα εκτείνει συνεχώς τον εαυτό του αγγίζοντας τα όρια του μηδενισμού. Ο αναγνώστης/ θεατής παρακολουθεί ξέπνοος τις εναλλαγές, τις σκέψεις, το πελώριο χάσμα επάνω στο οποίο ακροβατεί ο Άμλετ αρνούμενος να πέσει στο κενό κι ας το γυροφέρνει συνεχώς. Εκεί που βάδισε ο Άμλετ, βλέπουμε ακόμα ουρές ανθρώπων να ακολουθούν βήμα το βήμα το προσκύνημα, γενιά τη γενιά, σε ένα ταξίδι που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
[Ο Μπλουμ] αρνείται τις σύγχρονές του αλλά και τις μεταγένεστερες ερμηνείες των έργων του Δυτικού Κανόνα σύμφωνα με εξωλογοτεχνικά κριτήρια, στα οποία περιλαμβάνεται ο μαρξισμός, ο φεμινισμός, κάθε είδους φυλετικές ή μεταδομιστικές λογοτεχνικές θεωρίες και πάσης φύσεως ιστορικισμοί. [...] όλοι οι μελετητές που ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες επιχειρούν να επιβάλουν τις θεωρητικές τους κατασκευές στο έργο, αντί να επιτρέψουν στους στίχους να τους διαπεράσουν, οδηγώντας τους σε μια σπάνιου είδους μέθεξη.
Δεν έχει νόημα να συνεχίσω και με άλλες αναφορές σε έργα και πρόσωπα, απλά αναπαράγοντας όσα ο Μπλουμ –και οι ομότεχνοί του– έχει ήδη καταθέσει. Οφείλω όμως να σταθώ σε ένα ακόμα σημείο που αφορά τη συνολική του στάση, το πρίσμα υπό το οποίο εξετάζει τον Σαίξπηρ, θεωρώντας ότι έχει ενδιαφέρον για τον αναγνώστη. Ο Μπλουμ είναι αυτό που ονομάζουμε παραδοσιοκράτης. Ταυτόχρονα είναι, κατά τα λεγόμενά του, αισθητιστής και δηλωμένος αντίπαλος εκείνου που αποκαλεί «Σχολή της μεμψιμοιρίας». Με λίγα λόγια, αρνείται τις σύγχρονές του αλλά και τις μεταγένεστερες ερμηνείες των έργων του Δυτικού Κανόνα σύμφωνα με εξωλογοτεχνικά κριτήρια, στα οποία περιλαμβάνεται ο μαρξισμός, ο φεμινισμός, κάθε είδους φυλετικές ή μεταδομιστικές λογοτεχνικές θεωρίες και πάσης φύσεως ιστορικισμοί. Ο Μπλουμ θεωρεί δεδομένο, κι αυτό συνδέεται με όσα ειπώθηκαν περί «επινόησης του ανθρώπινου», ότι όλοι οι μελετητές που ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες επιχειρούν να επιβάλουν τις θεωρητικές τους κατασκευές στο έργο, αντί να επιτρέψουν στους στίχους να τους διαπεράσουν, οδηγώντας τους σε μια σπάνιου είδους μέθεξη.
Το μοντέρνο κοινό διψά για «πρωτοποριακές παραστάσεις» και ιδεολογήματα
Το αποτέλεσμα είναι ότι προβάλλουν στον Σαίξπηρ τις ιδεοληψίες τους, πατώντας σε αμφισβητούμενα σημεία, προκειμένου να αποδείξουν αυτό που έχουν ήδη στο μυαλό τους, παρακάμπτοντας την ουσία του σαιξπηρικού έργου. Προφανώς ο Βάρδος δεν θα υποστεί κάποιο πλήγμα ούτε η αξία του θα υποταχθεί στο μικρό πνευματικό δέμας του κρίνοντος ή της όποιας ιδεολογίας αποτελεί περιστασιακή μόδα ανά πενταετία. Στη λογική αυτή ο Μπλουμ επιμένει ότι είναι προτιμότερη η ανάγνωση των έργων από το ανέβασμά τους στη σκηνή, καθώς οι σκηνοθέτες έχουν την τάση να «καινοτομούν» προσβάλοντας συνήθως το έργο με την προσθήκη αντιαποικιακών, φεμινιστικών, πολιτικών συμβολισμών που καταστρέφουν την αρμονία του και απλά ευφραίνουν το μοντέρνο κοινό που διψά για «πρωτοποριακές παραστάσεις» και ιδεολογήματα πάσης φύσεως.
Η θέση του Μπλουμ είναι απόλυτη και δεν αφήνει περιθώρια… ειρηνικής συνύπαρξης με ό,τι εκείνος θεωρεί ιερόσυλο, όσον αφορά αφενός την καθ’ εαυτήν ερμηνεία των έργων και αφετέρου τη θεατρική τους απόδοση. Όπως κι ο Στάινερ, στα ζητήματα της λογοτεχνικής κριτικής είναι αντίθετοι με τον σχετικισμό, τις θεωρίες που κρίνουν τα έργα του Κανόνα υπό το πρίσμα μιας εποχής και ενός κοινού που οι ίδιοι δεν κρίνουν κατάλληλο να προσθέσει οτιδήποτε στο υφιστάμενο έργο των Μεγάλων Δημιουργών, οπότε μοναδικό τους μέλημα είναι τουλάχιστον να μην του επιτρέψουν να αφαιρέσει. Αυτή η πουριτανική (με την αυθεντική έννοια του pure) και ελιτιστική στάση διαπερνά το corpus του έργου του κριτικού, προβαλλόμενο ως αυθεντία, κάτι απόλυτα συνεπές με τις απόψεις του. Όταν θεωρείς ότι ο Σαίξπηρ είναι ο επινοητής του ανθρώπινου, δηλαδή ο ορισμός της Αυθεντίας, τότε ως πιστός οφείλεις να τον προστατεύσεις χρησιμοποιώντας όλη σου την… αυθεντία ώστε να αποφευχθεί η ρίψη «μαργαριταριών στα γουρούνια».
Πρόκειται φυσικά περί ρομαντικής και άρα συντηρητικής άποψης (κι εδώ με την αυθεντική σημασία του conserve), πλέον τόσο σπάνια και ταυτόχρονα τόσο πολύτιμη για όλους αυτούς που θεωρούν ότι ανήκουν σε μια πνευματική κοινότητα, στην εποχή της ασημαντότητας και των κάθε λογής τρεντς. Είμαι έτοιμος να συγχωρήσω την απολυτότητα, τον τόνο της αυθεντίας και της πολεμικής, ώστε να σταθώ σε κάτι πολύ πιο σημαντικό: στο πάθος αυτού του ανθρώπου, στη μεγάλη του αγάπη για τον στίχο, για το έργο, για τον Βάρδο, για όλα όσα αποτελούν τη μεγαλύτερη κατάκτηση του ανθρωπίνου πνεύματος. Ο Μπλουμ με τον «Σαίξπηρ» του παρέδωσε ένα έργο αιώνιου έρωτα, μια μεγάλη υπόκλιση, πριν αποχωρήσει με τη σειρά του από τη σκηνή. «Ώρα να φεύγουμε, σκύβοντας το κεφάλι σ’ όσα φέρνει ο χρόνος» είναι οι καταληκτικοί στίχοι του τελευταίου θεατρικού έργου του Βάρδου «Οι δύο συγγενείς άρχοντες» και με αυτό ολοκληρώνεται το βιβλίο.
Υ.Γ.
Τιτάνιο το έργο της απόδοσης ενός τόσο μεγάλου σε έκταση και σημασία βιβλίου, το οποίο φέρνει τη σφραγίδα ποιότητας του εκδοτικού Gutenberg. Εντούτοις, τα ονόματα των Άρη Μπερλή και Θέμελη Γλυνάτση αποτελούν εχέγγυο ποιότητας. Εκείνο όμως που μου φάνηκε πρωτόγνωρο ήταν η ουσιαστική παρέμβαση του επιμελητή Ήρκου Ρ. Αποστολίδη (απόδοση-ερμηνεία-σχόλια) στο βιβλίο. Ξεκινώντας από την Εισαγωγή όπου προχωρά σε μια εκ βάθρων κριτική των απόψεων του Μπλουμ παραθέτοντας τις αντιρρήσεις του, εισβάλει στη συνέχεια στο κυρίως έργο, σχολιάζοντας από κάτω με παραπομπές όλα όσα εκείνος κρίνει ως μεμπτά ή λανθασμένα. Η κορύφωση έρχεται σε μια παραπομπή, την οποία παραθέτω verbatim: «Στη συνέχεια παραλείπεται παρελκυστική φράση όπου επιχειρείται σύγκριση, με αμερικανικούς όρους, καταστρεπτική του ειρμού της όλης επιχειρηματολογίας!». Αν έχω καταλάβει καλά, ο επιμελητής ανέλαβε αυτοβούλως να περικόψει το σημείο εκείνο που του φάνηκε «καταστρεπτικό». Ομολογώ ότι δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο και αδυνατώ να κατανοήσω τη λογική.
Να τονίσω επιπλέον ότι δεν έχει καμία σημασία κατά πόσον ο σχολιασμός του επιμελητή είναι ορθός ή όχι. Θα μπορούσε κάλλιστα να γράψει ο ίδιος ένα βιβλίο κριτικής στην κριτική του Μπλουμ, ανοίγοντας έναν ενδιαφέροντα διάλογο, κι όχι να κάνει ρεσάλτο στο έργο του τελευταίου, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να διαβάσει τις απόψεις του. Ας είναι. Ως αναγνώστης που απευθύνεται και λογοδοτεί αποκλειστικά σε αναγνώστες, θα ολοκληρώσω με το εξής: Αποφύγετε, αν θέλετε, την Εισαγωγή και τα σχόλια του επιμελητή, διαβάστε το βιβλίο και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα. Αυτό θα ζητούσε κι ο Μπλουμ.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Φάλσταφ και ο Άμλετ είναι οι πιο ολοκληρωμένες αναπαραστάσεις του ανθρώπινου στον Σαίξπηρ – μ’ αυτούς λοιπόν οφείλω να κλείσω αυτό το βιβλίο. Ασχέτως φύλου ή ηλικίας, οι δυο τους μιλάνε μέσα μας, αλλά κι εκ μέρους μας. Η υπεροχή του υπερβατικού και ειρωνικού Άμλετ είναι σε κάθε περίπτωση απόλυτη. Ο Φάλσταφ, είτε στις πιο αστείες είτε στις πιο σοβαρές του στιγμές, διατηρεί ένα σφρίγος που του χαρίζει μια απερίγραπτη ζωντάνια. Όταν γίνουμε επιτέλους άνθρωποι, και γνωρίσουμε τους εαυτούς μας, το πιθανότερο είναι να μοιάζαμε σ’ έναν από τους δύο».