Για την ποιητική συλλογή του Στέλιου Χουρμουζιάδη «Βερολίνο-Βρυξέλλες» (εκδ. Περισπωμένη).
Του Νίκου Φιλντίση
Από τον τίτλο κιόλας, η πρώτη ποιητική συλλογή του Στέλιου Χουρμουζιάδη σηματοδοτεί εμφανώς την έντονη προ-διάθεση για παιχνίδισμα με τις λέξεις. Ένα παιχνίδισμα ποιητικό και πολύγλωσσο, στο οποίο ασκείται –ίσως και υποβάλλεται αλύπητα– ο ποιητής προκειμένου να αποτυπώσει με φροντίδα αυτή την ιδιαίτερη σχέση του με τη λέξη, με την ηχητική και την πολυσημία της. Φυσικά, αυτός ο δεσμός δεν αποτελεί μιαν ανείδωτη πρωτοτυπία, όμως νομίζω θα ήταν αστοχία να μην αναφερθεί ο βαθμός της επιμέλειάς του σε όλο το βιβλίο, να μην εκληφθεί ως το εχέγγυο μιας ποιητικής τεχνικής. Ίσως να είναι και μια υπόσχεση για τα μέλλει γραφήναι.
Ένα ανοιχτό εισιτήριο, μια παλίνδρομη κίνηση, που στην πραγματικότητα δεν έχει αρχή και τέλος αλλά μόνον σημεία αναφοράς.
Αν και βεβαίως, διατρέχοντας το βιβλίο, γίνεται αντιληπτό πως τα περισσότερα κείμενα της συλλογής είναι όντως γραμμένα στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες –ο τόπος αναπόσπαστος, υπογράφεται σε κάθε ποίημα– η υγρή παρήχηση που παράγεται από τα ρω και από τα λάμδα, υπαινίσσεται όχι τόσο τα σταθερά αυτά σημεία όσο τη διαρκή ροή. Ένα ανοιχτό εισιτήριο, μια παλίνδρομη δηλαδή κίνηση, που στην πραγματικότητα δεν έχει αρχή και τέλος αλλά μόνον σημεία αναφοράς. Το μεδούλι αυτής της κίνησης το βρίσκει κανείς στον αυλό του οστού και κατ’ αντιστοιχίαν, ανάμεσα στο σκληρό κέλυφος των δύο πόλεων, στη μεστή παύλα του δρομολογίου Βερολίνο – Βρυξέλλες που τελικά αναλύεται σε επιμέρους ποιήματα. Όμως, η σύνδεση τίτλου και περιεχομένου συμπυκνώνεται, νομίζω, κυρίως στο γράμμα-κλειδί της θεματολογίας, το γράμμα βήτα. Το βήτα το βαρύ, του βάθους, του σωθικού βόμβου. Το βήτα, το δυσβάσταχτο ενός βίου ερωτικού ή κι ενός έμβιου έρωτα. Και όντως, διαβάζοντας, έρχεται κι η επαλήθευση: έρωτας βαρύς και ανεκπλήρωτος ή πιο εύστοχα εκπληρωμένος, τραυματίας, έκπτωτος και τετελεσμένος.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση, περιφερειακά του θεμελιώδους ερωτικού στοιχείου, η συλλογή του Στέλιου Χουρμουζιάδη απαρτίζεται και από μικρότερα μα πάντα ζωτικά σπλάχνα. Για παράδειγμα, στην αρχή ο ποιητής, με ένα λογοπαίγνιο ονοματοθεσίας, θέτει τον υπαρξιακό του στοχασμό και αυτοπροσδιορίζεται, αποικοδομώντας και συνθέτοντας εκ νέου τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι, διαβάζουμε εν είδει εναρκτήριου απολογισμού:
Στέλιος: Σ στερητικό […], στήριγμα απολωλότων ονείρων, στέλεχος δυνητικών απωλειών.
Περιεχόμενη θερμότητα σε αναμόχλευση της εαυτής ύλης, αγωνιώδης ενθαλπία. Η Κασσάνδρα. για τον ποιητή, τον άνθρωπο, για τη φθαρτή ύπαρξη που σταδιακά μετατοπίζεται και τελικώς εκτοπίζεται.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο, στο ίδιο μήκος κύματος του υπαρξιακού άξονα, είναι και οι μετασχηματισμοί μιας ιδέας. Λόγου χάρη, η αίσθηση της εκδρομής που μετατρέπεται σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, μετάβαση άλλοτε συγκεκριμένα στο επέκεινα κι άλλοτε πάλι γενικά στη σφαίρα της απουσίας, ένα διαρκές σχήμα αποχαιρετισμού που διατρέχει όλη τη συλλογή και που τυλίγεται πρώτα γλυκά στο κορμί με πρόφαση την αγάπη ή τον έρωτα και τελικά καταλήγει σε ένα λαοκόντειο σύμπλεγμα. Απώλειες ή για την ακρίβεια η υποψία της απώλειας στο γελαστό, μα ανεπαίσθητα τρεμάμενο χείλος του ποιητή.
Θερμή ευχέρεια έκφρασης με σποραδική προφορικότητα ύφους, άμεσες απευθύνσεις στο νεφελώδες δεύτερο ενικό πρόσωπο με κυμαινόμενο βαρομετρικό, εκθλίψεις και αφαιρέσεις φωνηέντων και σωμάτων. Γραφή με αισθητική που όμως δεν μένει εστέτ, δεν στέκεται απαθής αλλά με τέχνη εξευμενίζει τους δαίμονες.
Οι μεταμορφώσεις αυτές, νομίζω, είναι συνολικά ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της ποιητικής του Χουρμουζιάδη. Έτσι, μέσα στο βιβλίο θα εντοπίσουμε πως αυτές οι νοηματικές μεταπτώσεις επιτελούνται κυρίως με τρία τεχνικά μέσα που πυροδοτούν τη συνειρμική ανάφλεξη του αναγνώστη: Πρώτον, όπως προαναφέρθηκε με μεμονωμένες παρηχήσεις γραμμάτων ή χρήση ολόκληρων, ακουστικά παρόμοιων λέξεων όπως χαρακτηριστικά δίδεται στο απόσπασμα «Μνήμη άνομη / Μήνυμα μόνιμης άμυνας / Μνήμα» αλλά και σε άλλα διάσπαρτα δίπολα όπως «ξανά – ξένα, λευκά – λεκές, ίσως – δίχως». Δεύτερον, με ειρωνεία αποδοσμένη με την τεχνική του οξύμωρου, λόγου χάρη στο απόσπασμα «Σήμερα είσαι τετελεσμένος. Ένας χρόνος απών κι εσύ χαμένος στ’ άσπρο [...], Σε ξεχνάω, ένα χρόνο τώρα.» ή ακόμα και στο εμφανέστερο «κενή η πλήρωση». Και τρίτον, με την πολυσημία, τις νοηματικές συνυπάρξεις ή εναλλαγές με την τολμηρά αντιποιητική χρήση παρενθέσεων όπως «Γ(Ε)ΙΑ ΜΑΣ», «άγνωστο(ς) με περιμένει», «Χωρίς(μος) (μας)». Όλα αυτά αποτελούν αιωρούμενα, λεκτικά σχήματα τα οποία ο ποιητής φαντάζομαι πως παραθέτει πάνω στο γραφείο ή στο κρεβάτι του, νύχτα προπαρασκευής της περιπλάνησης κι ύστερα τα τοποθετεί στις αποσκευές του, για ένα ακόμα ταξίδι.
Η παρθενική ποιητική συλλογή του Στέλιου Χουρμουζιάδη Βερολίνο - Βρυξέλλες έχει τους πειραματισμούς μιας άφθονης, πρώτης γραφής ενώ συνάμα είναι βαθιά ανθρώπινη. Σκέψη, ει δυνατόν αποτυπωμένη σε περισσότερες από μία γλώσσες, άρα γιατί όχι και απόπειρα παν-ανθρώπινου. Θερμή ευχέρεια έκφρασης με σποραδική προφορικότητα ύφους, άμεσες απευθύνσεις στο νεφελώδες δεύτερο ενικό πρόσωπο με κυμαινόμενο βαρομετρικό, εκθλίψεις και αφαιρέσεις φωνηέντων και σωμάτων. Γραφή με αισθητική που όμως δεν μένει εστέτ, δεν στέκεται απαθής αλλά με τέχνη εξευμενίζει τους δαίμονες.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΦΙΛΝΤΙΣΗΣ είναι ποιητής.