Για τον συγκεντρωτικό τόμο του Αχιλλέα Κυριακίδη «Φωτεινό σκοτάδι: Κείμενα για τον κινηματογράφο» (εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Ο Μανώλης Λογιάδης στην ταινία «Ιωάννης ο βίαιος» (1973), της Τώνιας Μαρκετάκη.
Της Διώνης Δημητριάδου
Φυσικά και δεν είναι τυχαίο κείμενα τέτοιας ξεχωριστής ματιάς (τριάντα τέσσερα στον αριθμό), τέτοιας ευαισθησίας αλλά και πολυεπίπεδα στις νοηματικές τους προεκτάσεις, να έχουν πίσω τους έναν επίσης πολύτροπο δημιουργό όπως ο πολυσχιδής Αχιλλέας Κυριακίδης. Συγγραφέας ξεχωριστών συγκινήσεων, μεταφραστής που αποδίδει το πρωτότυπο έργο με μια ποιότητα γλώσσας ανάλογη του αρχικού, αλλά και κινηματογραφιστής μικρών θαυμάτων, που εγκιβωτίζουν μέσα στη σύντομη διάρκειά τους όσα πολλές φλύαρες μεγάλου μήκους ταινίες αδυνατούν να προσεγγίσουν. Πώς εκτιμά, λοιπόν, αυτός ο κριτικός/αναγνώστης –ή να πούμε καλύτερα ο λάτρης της σκοτεινής αίθουσας– όχι μόνον όσα τον ικανοποίησαν στη διάρκεια σαράντα χρόνων αλλά μάλλον όσα τον μάγεψαν;
Αποτίμηση μιας μακράς πορείας
Η αποτίμηση αυτής της μακράς πορείας κινηματογραφικής ανάγνωσης δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή μια μαγική καταβύθιση. Ο αναγνώστης των κριτικών δοκιμίων ως θεατής πλέον παρακολουθεί την πορεία του δημιουργού ως τον βυθό των πραγμάτων –γιατί η εμβριθής παρατήρηση, ως αρχική συνθήκη δημιουργίας, οδηγεί στη βαθύτερη δυνατή ανάλυση– και κατόπιν συνοδοιπορεί με τη δική του ερμηνεία σε όσα η γνωστική του πρόσληψη κατόρθωσε να ενσωματώσει ως αντικαθρέφτισμα προσωπικών βιωμάτων πλέον. Ετούτη η συνύπαρξη λειτουργεί αμφίδρομα, όσο ο θεατής θα παρέχει στον δημιουργό όσα ελπίζει, όσα φοβάται, όσα θέλει να δει αποτυπωμένα στην οθόνη μέσα από τον φακό του κινηματογραφιστή. Όπως διαβάζουμε στην κατακλείδα του έξοχου «Η μοναξιά του παρατηρητή μακρινών αποστάσεων»:
«Μόνον όταν είσαι στο βυθό μπορείς να ονειρεύεσαι και να πραγματώνεις σιγά σιγά την ανάδυση. Η μοναξιά του καλλιτέχνη τρέφει και τρέφεται από τις ελπίδες μας». (σελ. 48)
Στην περίπτωση του Κυριακίδη δεν έχουμε μόνο τον εύστοχο κριτικό αλλά τον θεατή που παρακολουθεί τις ταινίες και παράλληλα τις διαβάζει με την απόλαυση που χαρίζει η ανάγνωση της λογοτεχνίας· οι λέξεις μεταποιούνται σε εικόνες, οι εικόνες σαρκώνονται σε λέξεις. Έτσι, η αίσθηση που έχεις διαβάζοντας το Φωτεινό σκοτάδι είναι πως είσαι ταυτόχρονα θεατής και αναγνώστης σε μια επαναλαμβανόμενη πορεία κατάδυσης-ανάδυσης στις ταινίες και στις αναγνώσεις με οδηγό/συνοδοιπόρο (από ένα σημείο κι έπειτα) τη ματιά όχι μόνο του αρχικού δημιουργού αλλά και του συνδημιουργού κριτικού.
Η αίσθηση που έχεις διαβάζοντας το Φωτεινό σκοτάδι είναι πως είσαι ταυτόχρονα θεατής και αναγνώστης σε μια επαναλαμβανόμενη πορεία κατάδυσης-ανάδυσης στις ταινίες και στις αναγνώσεις με οδηγό/συνοδοιπόρο (από ένα σημείο κι έπειτα) τη ματιά όχι μόνο του αρχικού δημιουργού αλλά και του συνδημιουργού κριτικού.
Ο Ουέλλς, ο Ταρκόφσκι, ο Μπερτολούτσι, ο Γκοντάρ, ο Κόππολα, φυσικά ο Βέντερς, η Λιάππα και ο Παναγιωτόπουλος –για να αναφέρουμε κάποια ονόματα που συγκροτούν τον κινηματογραφικό θόλο του Κυριακίδη– συνομιλούν με τον Κόνραντ, τον Μπόρχες (ήταν δυνατόν να λείπει;) και άλλους, όχι μόνο με γνώμονα την προσωπική του σύλληψη αλλά και, όπως αποδεικνύεται, την αρχική ιδέα του δημιουργού της ταινίας· κι ας μην είναι ορατές οι συνδέσεις δια γυμνού οφθαλμού, κι ας απαιτούνται τα ειδικής ευαισθησίας γυαλιά προκειμένου η γλώσσα και η εικόνα να δέσουν σε αγαστή συνύπαρξη. Πώς, για παράδειγμα, συναντάμε τον Σαίξπηρ στο έργο του Ακίρα Κουροσάουα; Γράφει ο Κυριακίδης:
«Ο Κουροσάουα δεν παραθέτει τον Σαίξπηρ – τον “ερμηνεύει”. Και τον ερμηνεύει, όπως μόνον οι μεγάλοι καλλιτέχνες δύνανται: καταδυόμενοι ως το βυθό του Λόγου και της Ιστορίας, εκεί όπου ενδημεί η ανθρώπινη υπόσταση, η ευλογία και η κατάρα του Είναι, το “εικός ή αναγκαίον” που υπαγορεύει συμπεριφορές, εκεί όπου ο φωτοτυπικός ρεαλισμός δε διανοήθηκε ποτέ να ψάξει, εκεί όπου εντέλει κρύβεται, περίβλεπτη, η αληθινή Ποίηση». (σ.210-211).
Θα μπορούσε να δοθεί καλύτερα η σύνδεση του σαιξπηρικού Βασιλιά Ληρ με το αριστουργηματικό Ραν; Το χάος (στο οποίο παραπέμπει η λέξη Ραν, ποιητικά δοσμένο στην επική ταινία, μοιάζει να ισοπεδώνει κάθε ανθρώπινη οίηση μεγαλείου). Η βία, εκτυλίσσεται άηχη για δώδεκα λεπτά στη σκηνή της πολιορκίας του κάστρου επιβεβαιώνοντας την έμπνευση του αρχαίου τραγικού, όταν στον Προμηθέα Δεσμώτη θέλει τη Βία βουβό πρόσωπο – ποια ανάγκη έχει άλλωστε να μιλήσει; Λεπτές συνδέσεις, συνειρμοί αναπόφευκτοι.
Ανατόμος της ανθρώπινης ύπαρξης
Στη ματιά του Κυριακίδη ο σκηνοθέτης δεν είναι μόνον ο οξύνους παρατηρητής του κόσμου που τον περιβάλλει, δεν είναι μόνον ο αναγνώστης που μεταποιεί τον λόγο σε εικόνα, είναι και ένας δυνάμει ανατόμος της ανθρώπινης ύπαρξης (ή της ανθρώπινης περιπέτειας) με όλο το ρίσκο που έχει ένα ανάλογο εγχείρημα από την απόλυτη επιτυχία στην εύρεση της αρχέγονης αιτιοκρατίας που κανοναρχεί τη σύνδεση της θνητότητας με τους συμπαντικούς νόμους, ως τη διαρκή (φαινομενικά αδιέξοδη ωστόσο πλούσια σε προσφερόμενες εκδοχές) αναζήτησή της. Μιλώντας για την περίπτωση της Τώνιας Μαρκετάκη και της ταινίας της Ιωάννης ο βίαιος θα γράψει:
«Η Μαρκετάκη κατορθώνει να πραγματοποιήσει το μέγα οξύμωρο: να πείσει για τη βαθιά αμφιβολία της ως προς την πειστικότητα των φαινομένων και να περάσει με εκπληκτική σιγουριά στον θεατή τη “δαιμόνια αμηχανία” ενός σκηνοθέτη που ανα-πλάθει τον κόσμο με την αναποφασιστικότητα ενός αδόκιμου, ελάσσονος θεού». (σ.248)
Τα κείμενα του βιβλίου, έτσι συγκεντρωμένα εδώ, μετά τις πρώτες δημοσιεύσεις τους μέσα στα σαράντα προηγούμενα χρόνια σε βιβλία ή σε περιοδικά και εφημερίδες, αποτελούν τις ψηφίδες του κινηματογραφικού κόσμου του Αχιλλέα Κυριακίδη· μια ευκαιρία για συνολική εποπτεία, αν φυσικά μπορεί να νοηθεί ποτέ στο σύνολό της η εξαιρετική θέα στον μαγικό κόσμο της οθόνης αλλά και του λόγου, που αποκτήθηκε από αυτόν τον λάτρη της εικόνας και της γραφής. Γιατί, όπως γράφει ο ίδιος: «Μήπως, τελικά, η τέχνη δεν είναι νοητή παρά δι’ εσόπτρου και εν αινίγματι;» (σελ. 311). Πολλαπλοί καθρέφτες, αντικατοπτρισμοί, προσωπικές θεωρήσεις, όπως και ερμηνείες μέσω των δικών μας βιωμάτων· αναπόφευκτη υποκειμενικότητα, σωτήρια εν προκειμένω, καθώς προσδίδει πολυσημία και στην εικόνα αλλά και στον λόγο.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το επόμενο διάστημα κυκλοφορεί το νέο της βιβλίο «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» (εκδ. ΑΩ).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το ΒΙΒΛΙΟ
«Είπατε πως μεγάλες ταινίες είναι αυτές που επιζούν στο χρόνο. Ας πούμε ότι συμφωνώ. Να ρωτήσω όμως κι εγώ με τη σειρά μου: Ποιο χρόνο; Τον δικό σας; Των κριτικών; Των σημειολόγων; Προτιμώ να το θέσω διαφορετικά: για μένα, μεγάλες ταινίες είναι αυτές που μένουν ολοζώντανες στη μνήμη μου. Η μνήμη μου, που βέβαια είναι η εντελώς προσωπική μου εκδοχή του χρόνου, είναι πολύ πιο ελαστική: εκτείνεται και αναδιπλώνεται, διαγράφει και διορθώνει, ταξινομεί και ανακεφαλαιώνει. Μ’ άλλα λόγια, μπορώ να σας μιλήσω –και να σας μιλάω για ώρες– για τις ταινίες που αγαπώ· γιατί πιστεύω πως η σχέση του ανθρώπου με το έργο τέχνης είναι πρώτιστα αισθηματική. Αγαπάς ή δεν αγαπάς. Αυτό είν’ όλο. Αδυνατώ να προσεγγίσω την τέχνη με χειρουργικές διαθέσεις, ακριβώς όπως μου είναι αδύνατον να μιλήσω αντικειμενικά και, κυρίως, ψύχραιμα γι’ αυτό το πρόσωπο που βρίσκω καθημερινά να με παραφυλάει μες στον καθρέφτη μου. Όλες οι δικές μου μεγάλες ταινίες παραμένουν μέσα μου, σε μια περίοπτη θέση του μυαλού μου, ασφαλείς και χαϊδεμένες, ντυμένες μ’ όλη εκείνη την αναιτιολόγητη σπουδαιότητα που έχουν και τα πιο αγαπημένα μου όνειρα ή οι κινήσεις των μικρών παιδιών στον ύπνο τους». (σ.25-26)