
Για τη συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Δομηνίκ «Κακό ανήλιο» (εκδ. Ίκαρος).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Όταν πρωτοεμφανίστηκε ο εκ Πιερίας ορμώμενος νεαρός συγγραφέας το 2021 με το Ώπα-ώπα μπλάτιμοι, το ρεύμα της νεο-ηθογραφίας, που ξαναδιάβαζε το παρελθόν με τη μετανεωτερική ματιά του 21ου αιώνα, είχε ήδη ανδρωθεί. Καβαλώντας, λοιπόν, πάνω σ’ αυτό το κύμα, ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ-Πιπιλής μπολιάζει το χωριό με μεταφυσικές αύρες και τον ρεαλισμό με τον θρύλο και την Αποκάλυψη.
Τώρα, μετεξελίσσοντας τη γραφή του αργά αλλά σταδιακά, δεν παύει να στηρίζεται στην ύπαιθρο και τις εδραίες της προνεωτερικές συνιστώσες, όπως και στα ίχνη του φανταστικού, που άλλοτε εξηγούνται κι άλλοτε ανοίγονται στο ανεξήγητο. Σ’ αυτό, από το πρώτο ήδη διήγημα της συλλογής, το «Πέρα απ’ τον τρούλο», δανείζεται δρόμους από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, ο οποίος έχει χαράξει τη διηγηματογραφία του με υβριδικές γραμμές αστικής ηθογραφίας και φανταστικών προεκτάσεων. Στο συγκεκριμένο διήγημα, η γάτα που εγκλωβίζεται στην εκκλησία ουρλιάζει γοερά πάνω στο ανοικτό μικρόφωνο, πριν αναληφθεί στον τρούλο. Το ρεαλιστικό υποβάλλει αισθήματα μεταφυσικού.
Ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ επιλέγει να συζεύξει δύο γραμμές που φυσιολογικά δεν κολλάνε μεταξύ τους, αλλά σε κάθε διήγημα λιώνουν η μία μέσα στην άλλη σε ένα απρόσμενα δυνατό μίγμα. Το πραγματικό υποδέχεται αβίαστα το φανταστικό, ο κόσμος των ζωντανών αυτόν των νεκρών, το αέναο παρελθόν το παρόν, τα προνεωτερικά κατάλοιπα τη (μετα)νεωτερική επίθεση. Αυτοί οι συνδυασμοί μπορεί να μην κατορθώνουν πάντα να προκαλέσουν κραδασμούς στον αναγνώστη, αφού τα αντίθετα δεν κονταροχτυπιούνται δυναμικά μεταξύ τους, αλλά σε μερικά διηγήματα αυτό γίνεται πολύ εύστοχα. Π.χ. στο «Των τεφρών» τήκεται η χρήση του κινητού και η προσκόλληση σ’ αυτό από τη νέα γενιά με τα ξόρκια της γιαγιάς που επικαλείται ο πατέρας, για να επιδράσει σ’ αυτήν την κατάσταση. Το χάσμα γενεών αλλά και το ασύμπτωτο ανάμεσα στην κυνικά γειωμένη τεχνολογία και το ουτοπικό μεταφυσικό, που έχει μια συμβολική αντίβαρη αξία, λειτουργούν εν τέλει έντονα λογοτεχνικά.
Όλα αυτά δίνονται με μια μικτή γλώσσα, που κουβαλά την ιστορία της ελληνικότητας, παλίμψηστο της ζεστής λαϊκής με τη σύγχρονη εκδοχή της. Το παλιό υπόστρωμα κείται μαλακό και θελκτικό, πάνω στο οποίο φυτρώνουν ποιητικές απρόσμενες συνάψεις, που έρχονται ωστόσο φυσικά και ομαλότατα να δημιουργήσουν ένα πολυστρωματικό γλωσσικό αμάλγαμα. Το σύνολο αντικατοπτρίζει τις υβριδικές πραγματικότητες, αλλά και ευνοεί τη λογοτεχνικότητα, την ανάγνωση, το γόνιμο ξάφνιασμα.
Όλα αυτά δίνονται με μια μικτή γλώσσα, που κουβαλά την ιστορία της ελληνικότητας, παλίμψηστο της ζεστής λαϊκής με τη σύγχρονη εκδοχή της. Το παλιό υπόστρωμα κείται μαλακό και θελκτικό, πάνω στο οποίο φυτρώνουν ποιητικές απρόσμενες συνάψεις, που έρχονται ωστόσο φυσικά και ομαλότατα να δημιουργήσουν ένα πολυστρωματικό γλωσσικό αμάλγαμα.
Τι έχει τελικά να προσφέρει μια τέτοια αναγωγή στο φανταστικό στον σημερινό άνθρωπο της τεχνοκρατικής εποχής μας;
Έμμεση απάντηση δίνουν δυο διηγήματα της συλλογής. «Στο Ψυχό», μια φορά τον χρόνο ένας βοσκός οδηγεί τις ψυχές των νεκρών στην εκκλησία για μία και μοναδική λειτουργία, την οποία κάνει ένας μουγγός ιερέας. Κι εκεί παρευρίσκεται, παρά τα ειωθότα, ένας ζωντανός νέος που θέλει να ξαναδεί τη νεκρή αγαπημένη του. Ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ μεταφέρει τον μύθο του Ορφέα στο σήμερα, ωσμώνοντας παραδόσεις αιώνων και λαϊκές αντιλήψεις. Το δεύτερο διήγημα είναι το τελευταίο της συλλογής, που λέγεται «Μύθοι λειψάνων», στο οποίο ο διγενής Ελληνογερμανός αφηγητής παίρνει ένα δάχτυλο αγίου και το ενσφηνώνει σε μια γερμανική προτεσταντική εκκλησία.
Επειδή η σημερινή εποχή, λέει το σύνολο των κειμένων τού ανά χείρας μικρού τόμου, διακρίνεται από τον άκρατο και μονοσήμαντο ορθολογισμό της, πρέπει να ξαναδεί ποιες άλλες πραγματικότητες αρδεύουν τον απλό άνθρωπο. Αυτές, μολονότι δεν εξηγούνται επιστημονικά, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν ανεξάρτητες από τη δική μας, λειτουργούν μέσα στο πνεύμα της εποχής μας, στο θυμικό της και στην ψυχή της, με αποτέλεσμα να επαναπροσδιορίζουν τον κόσμο με άλλο μάτι. Από την άλλη, η σκληρή Δυτική νοοτροπία των ελαφρών ηθών και εθίμων δεν πρέπει να επικρατήσει μονόπλευρα, υπονομεύοντας το ανατολικό ήθος της κατάνυξης και της βαριάς, αλλά λυτρωτικής, ανάτασης.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η γάτα […] αρχίζει έντρομη να κλαψουρίζει, να μοιρολογεί μ’ ένα νιαούρισμα μακρόσυρτο, όλο παράπονο, πάνω στο μικρόφωνο του αναλογίου που είχε πέσει ακριβώς μπροστά της, ξεχασμένο ανοιχτό, εκτεθειμένο στο έλεος των δυνάμεων. Αμέσως η φωνή της πολλαπλασιάζεται κι αντιλαλεί ενισχυμένη, σε υπερκόσμιο τονικό ύφος, μυστήρια, θεοειδής, έξω στη νύχτα και σ’ όλο το χωριό, σαν κλάμα τιτάνιας, χερουβικής γκάιντας».