Του Μάκη Πανώριου
Μπορεί ο τρόμος να είναι το αρχαιότερο συναίσθημα του ανθρώπου, σύμφωνα με τον Λάβκραφτ, αλλά και το ισχυρότερο όλων, το πλέον φοβερό στην υπαρξιακή του διάσταση. Εμφωλεύει, είτε με τις ρεαλιστικές είτε με τις μεταφυσικές του εκδοχές, στο εσωτερικό ανθρώπινο σύμπαν, αν δεν είναι μάλιστα, σύμφωνα με κάποια μάλλον μεταφυσική διερμηνεία του, και ουσιώδες στοιχείο του οργανισμού του. Ούτως ή άλλως η καταγωγή του παραμένει άγνωστη. Όπως εξάλλου και η… μορφή του.
Ο τρόμος, στην υπαρξιακή του διάσταση, είναι άμορφος, αλλά παράλληλα και πολύμορφος. Εμφανίζεται στο προσκήνιο της Ιστορίας με άπειρες μορφές, τα χαρακτηριστικά του οποίου προσδίνει ο δεχόμενος την επίθεσή του. Και είναι πάντοτε τερατώδη. Υπονοώντας πιθανώς την αδιανόητη γεωγραφία της προέλευσής του.
Η διαπίστωση ωστόσο της αόρατης ύλης του, συνδέεται άμεσα με τον χόμο σάπιενς, τον νοήμονα δηλαδή άνθρωπο, που αρχίζει να συνειδητοποιεί το τερατώδες περιβάλλον του, αλλά και το φοβερό «Άλλο Ον», που ενεδρεύει στο πίσω μέρος του φωτός, και, οπωσδήποτε, στο σκοτάδι. Ένα αδιανόητο Πλάσμα, αόρατο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αλλά ασύλληπτης υπερδύναμης, που λειτουργεί πέραν του Καλού και του Κακού. Απλώς μοιάζει να επιβεβαιώνει τον ασύλληπτο εαυτό του. Ο άνθρωπος δέχεται τον δυσοίωνο ήχο του, το αινιγματικό μήνυμά του, και κάποτε την αφάνταστη μορφή που εκείνο έχει επιλέξει να του εμφανιστεί. Είναι πέραν του χρόνου. Μπορεί να κάνει την εφιαλτική παρουσία του μια ηλιόλουστη ημέρα ή μία αστροφώτιστη νύχτα. Φαντάσματα, νεκροζώντανοι, ξωτικά, νεράιδες, βρικόλακες, λυκάνθρωποι, είναι οι πλέον διάσημες μορφές με τις οποίες ο τρόμος συστήνεται στον άνθρωπο. Ή αυτές με τις οποίες ο άνθρωπος επιχειρεί να τον διερμηνεύσει. Ο τρόμος που εκπορεύεται απ’ τις εν λόγω μεταμφιέσεις του, δεν είναι τόσο αυτή καθ’ εαυτή η ιδιοσυστασία της ‘υλικής’ παρουσίας τους, όσο, κυρίως, η υποψία, βεβαιότητα, για την ακρίβεια, της Άλλης Πραγματικότητας απ’ την οποία, πιθανώς, προέρχονται.
Η φανταστική λογοτεχνία επιχειρεί να την εξερευνήσει, να διεισδύσει στο απροσπέλαστο τοπίο της, να την ιχνηλατήσει, να την διερμηνεύσει, εστιάζοντας την προβληματική της, κυρίως στην ανθρωπομορφική εκδοχή των κατοίκων της. Κυρίως, στους ανεξήγητους λόγους που επιβάλλουν την επίθεση του ‘τέρατος’ στο ανθρώπινο περιβάλλον με απώτερο σκοπό να το κατακτήσει. Τα βαμπίρ, για παράδειγμα, θα ήθελαν να κυριαρχήσουν επί της ανθρώπινης κοινότητας, εγκλωβίζοντάς την σε ένα απέραντο μαντρί προκειμένου να τρέφονται με το αίμα της. Ο άνθρωπος επιχειρεί να αντισταθεί, εφευρίσκοντας τα κατάλληλα όπλα για να αντιμετωπίσει την εξωλογική εισβολή. Όμως ακόμη κι όταν το επιτυγχάνει, ο τρόμος του τέρατος παραμένει, επειδή ο φορέας του είναι αθάνατος και επανεμφανίζεται με νέες μορφές.
Νομίζω ότι αυτό το γνωρίζει καλά ο Αβραάμ Κάουα. Όπως και στο προηγούμενο επιτυχημένο πρώτο μυθιστόρημά του, «Το ασήμι που ουρλιάζει», 2009, έτσι και στο ανά χείρας, ο αρχαίος τρόμος κάνει και πάλι την τρομαχτική του εμφάνιση με τα ελαφρώς παραλλαγμένα παραδοσιακά προσωπεία του, θέλοντας πιθανώς να διαμηνύσει ότι δεν εξοντώνονται. Ο αναγνώστης θα τον συναντήσει και θα δεχτεί την δηλητηριώδη αύρα του μέσα σε μία μάλλον ρεαλιστική, σύγχρονων προδιαγραφών, ιστορία που επιλέγεται μάλλον ως πρόσχημα για να κάνει και πάλι την εμφάνισή του. Το εφιαλτικό γεγονός υπονομεύει την ρασιοναλιστική επιφάνεια, αλλά και τα θεμέλια, μιάς κατ’ επίφαση λογικής κοινωνίας η οποία βιώνοντας μια αντισηπτική, άκρως επιστημονική-τεχνολογική εποχή, πιστεύει ότι έχει απεκδυθεί την παραδοσιακή μυθολογία της μεταφυσικής. Οι μορφές του σκοτεινού αινίγματός της όμως παραμένουν ανερμήνευτες. Κατά διαστήματα διαμηνύουν την ύπαρξή τους. Ακόμη και μέσω των ονείρων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, και μόνο η είσοδος της ιστορίας, στο λαβύρινθο του τρόμου που θα περιπλανηθούν οι ήρωές της -και ο αναγνώστης- το συνυπογράφει.
Ένας εκ των βασικών πρωταγωνιστών της , ο Άμικους Κάσινγκ (φόρος τιμής στον σπουδαίο Άγγλο ηθοποιό που εμφανίστηκε σε πλήθος φιλμ του είδους), κατά την διάρκεια του ταξιδιού του προς το φρενοκομείο Μπέλντιφρεν, βλέπει ένα εφιαλτικό όνειρο: Ο πορφυρός οφθαλμός μιας νεκροκεφαλής μοιάζει να του εκτοξεύει μια δυσοίωνη απειλή. Η ‘ρεαλιστική’ συνέχεια θα επιβεβαιώσει την ‘φαντασιακή’ υποψία που προκάλεσε ο εφιάλτης. Κάτι κολασμένο αναμένει τους εμπλεκόμενους στην ιστορία που θα ακολουθήσει. Ο ψυχίατρος Άμικους Κάσινγκ, που πηγαίνει στο προαναφερθέν Ίδρυμα για να διερευνήσει κάποια φοβερά γεγονότα που σχετίζονται με τον εξαφανισμένο πρώην διευθυντή του, θα το διαπιστώσει. Το εν λόγω Άσυλο δεν είναι παρά μια μικρογραφία ενός παρανοϊκού κολαστήριου, τα μέλη του οποίου, παράφρονες, τρελοί, ψυχασθενείς, διανοητικά καθυστερημένοι, είναι συμβολικά, και όχι μόνο, κακοφορμισμένα αποστήματα ενός πάσχοντος από ανίατη ασθένεια κοινωνικοπολιτικού ιστού. Η επαφή-γνωριμία του επιστήμονα Κάσινγκ με τις εν λόγω ‘παρεκκλίσεις’ της Φύσης, που υπονοούν ενδεχομένως την αποτυχία κάποιου αδιανόητου πειράματος από ασύλληπτες εξωγήινες οντότητες, μοιάζει να είναι η επιβεβαίωση του ‘αφύσικου’, ενός δηλαδή αφάνταστου κόσμου που αρέσκεται να τις ‘κατασκευάζει-διαστρεβλώνει’ ως τέτοιες, αλλά για άγνωστους λόγους. Και είναι αυτοί ακριβώς οι άγνωστοι λόγοι που προκαλούν τον τρόμο.
Ο συγγραφέας καταγράφει αυτήν την σκοτεινή περιπέτεια οι ήρωες της οποίας απλώς την υφίστανται βιώνοντας τον τρόμο της, μπροστά στον οποίο, με όποια μορφή και αν εμφανίζεται, όλοι είναι ίδιοι, και, κυρίως, αδύνατοι να τον νικήσουν και να τον ‘διαγράψουν’.
Το σκηνικό της ιστορίας του Αβραάμ Κάουα, εντυπωσιακά γοτθικό, κι όχι μόνο επειδή είναι ‘στημένο’ στα πάτρια εδάφη του είδους, την Αγγλία (αλήθεια, γιατί όχι στην Ελλάδα;), διαθέτει την κατάλληλη αμφίβολη ατμόσφαιρα και ισχυρές δόσεις μεταφυσικού τρόμου. Μια πιο προσεχτική και αυστηρή επεξεργασία του κειμένου, ωστόσο, και πιο ευκρινείς επίσης συνδετικούς κρίκους μεταξύ των διαφόρων ενοτήτων, θα είχε πιο θετικά αποτελέσματα στην όλη οικοδόμηση της ιστορίας.
Jemma Press 2011
Σελ.: 255
Μάκης Πανώριος