Του Νίκου Ξένιου
Η λεκάνη του Κονγκό είναι ο τόπος όπου διαδραματίζεται η νουβέλα αυτή, με την οποία ο Τζόζεφ Κόνραντ κάνει μιαν αφροκεντρική κριτική της δυτικής διείσδυσης, διακωμωδώντας την έννοια του ηρωϊσμού και καταγγέλλοντας την κακουργία, που βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η εμπορία του ελεφαντοστού είναι δηλωτική της παντοδύναμης παρουσίας του αποικιοκράτη, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την παρουσία του υλικού αυτού στα ευρωπαϊκά σαλόνια και με δεδομένη τη φίνα, εκλεπτυσμένη χρήση του σε έργα τέχνης που κοσμούν ευρωπαϊκές συλλογές[1]. Όμως, το ελεφαντόδοντο στη νουβέλα του Κόνραντ εμφανίζεται στην ανεπεξέργαστη, «αφρικανική» του εκδοχή της πρώτης ύλης (ως χαυλιόδοντας), αποκλειστικά ως φορέας της άμεσης, συναλλακτικής αξίας του. Στη θέση του μπαίνει η ανθρώπινη ύπαρξη, υπό αγοραίο πρίσμα εκποιούμενη. Το κείμενο ανήκει στις νουβέλες της συλλογής TalesofUnrest (1898), όπου ο Τζόζεφ Κόνραντ βάζει τις αυτοκρατορίες της Ευρώπης να πλέουν “À rebours”[2] σ’ ένα «σαρδελοκούτι» υπό την αιγίδα μιας εμπορικής εταιρείας εκμετάλλευσης.
Tι είδε ο «πολιτισμένος» Ευρωπαίος στις εσχατιές
Ένα ποταμόπλοιο αναχωρεί για τα ενδότερα της ζούγκλας, αφήνοντας ένα απομονωμένο εμπορικό φυλάκιο στη διοικητική δικαιοδοσία δύο λευκών, ουσιαστικά δηλαδή φυλακίζοντάς τους μέχρις εξοντώσεως σ’ ένα ανοίκειο πολιτισμικό περιβάλλον. Ο εν λόγω ποταμός δεν κατονομάζεται στη νουβέλα, ίσως γιατί ο συγγραφέας εστιάζει στον άξενο και αλλότριο χαρακτήρα του τοπίου, εγκαινιάζοντας ένα χαρακτηριστικό του μοντερνισμού στη λογοτεχνία: το «ανοίκειον» ως παράγοντα εικονοποιίας[3]. Οι δύο Ευρωπαίοι δεν είναι σε θέση να αποκωδικοποιήσουν αυτό το «ανοίκειο» τοπίο, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο «Νέγρος του Νάρκισσου» ιχνηλατούσε, στα δυσδιάκριτα βάθη της θάλασσας, το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής.
Tους λευκούς τούς θεοποιούν και τους αντιμετωπίζουν μ’ ένα είδος κατάνυξης, που όμως μετατρέπεται σε μίσος όταν εμφανίζονται οι δουλέμποροι.
Τα χρειώδη και τα εμπορεύσιμα για τους δύο ήρωες, τον Κάγιερτς και τον Καρλιέ, γίνονται στόχος εύκολου πλουτισμού στο άγριο τοπίο του άλλοτε Βελγικού Κονγκό. Ο ανάπλους του καραβιού δίνει την εκκίνηση στον σταδιακό εκφυλισμό των δομών που συνέχουν αυτή τη «δυτική» νησίδα ζωής, αναστρέφοντας την κλεψύδρα: οι δυο λευκοί θα απομονωθούν (ως θύματα μιας σκευωρίας αγνώστου προέλευσης) και το ηθικό τους πορτραίτο θα εξαχρειωθεί[4]. Αυταπατώμενοι σχετικά με την ευεργετική επίδραση του μικρού τους diréctoire, ο Κάγιερτς και ο Καρλιέ δεν θ’ αντέξουν την απομόνωση, η απομάκρυνσή τους από τα «ασφαλή» χωρικά ύδατα της βρετανικής κοινωνίας θα τους γεμίσει ανασφάλεια και νωθρότητα. Η ανικανότητά τους να διευθύνουν την επιχείρηση θα μεταθέσει στα χέρια του Μακόλα, του μαύρου λογιστή-διερμηνέα-και-έμπιστού τους, όλες τις πρωτοβουλίες. Τα αμιγώς «ευρωπαϊκά» χαρακτηριστικά αυτού του μαύρου –η καλλιγραφία του, η γλωσσομάθειά του– έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση προς την τριτοκοσμική του πεποίθηση για την ύπαρξη «κακών πνευμάτων» και προς τον ανυπέρβλητο κυνισμό του. Μαθαίνουμε ελάχιστα για τις σκέψεις και τα βαθύτερα κίνητρα των επιλογών του Μακόλα, μόνο βλέπουμε πόσο έντονη είναι η αντιπάθειά του για τους δυο λευκούς προϊσταμένους του. Αντίθετα, οι άγριοι χωρικοί και ο αρχηγός τους, ο Γκομπίλα[5], τους λευκούς τούς θεοποιούν και τους αντιμετωπίζουν μ’ ένα είδος κατάνυξης, που όμως μετατρέπεται σε μίσος όταν στον ορίζοντα εμφανίζονται οι δουλέμποροι.
H ουτοπία της προόδου
Στο βάθος επικρατεί το μίσος, η μισαλλοδοξία, η εκδικητικότητα, η προδοσία: ο Μακόλα με δόλο και αμοραλισμό –ειθισμένο για ένα έμπορο που αναπαράγει τα ήθη των δυτικών–καθιερώνει το δουλεμπόριο ως συναλλαγή, εξανδραποδίζοντας τους συντοπίτες του με αντάλλαγμα το πολύτιμο ελεφαντόδοντο. Το χειρότερο: αμέσως μετά επιδίδεται αμέριμνος σε παιχνίδια με τα παιδιά του. Η αναλγησία του νέγρου δουλέμπορου αρχικά σκανδαλίζει την ψευδοηθική του Κάγιερτς και του Καρλιέ, όμως τελικά η χαλαρή τους συνείδηση υποχωρεί μπροστά στο πρακτικό συμφέρον και τους μετατρέπει σε συνενόχους του. Με ρυθμούς κλασικής τραγωδίας, η απώλεια της εμπιστοσύνης φωλιάζει σαν δηλητήριο στις καρδιές τους, οι αρρώστιες και η διχόνοια εγκαθιδρύουν το σκοτεινό τους βασίλειο στις ζωές τους, το ατμόπλοιο καθυστερεί να επιστρέψει, η κατάσταση γίνεται έκρυθμη και τα τρόφιμα τελειώνουν, μέχρις ότου ο εξαθλιωμένος Κάγιερτς, στη διάρκεια μιας λογομαχίας σχετικής με την ελάχιστη εναπομείνασα ζάχαρη, σκοτώνει τον Καρλιέ.
Λίγο πριν το τέλος του, συνειδητοποιεί πως η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο βρίσκεται στην καρδιά της αποικιοκρατίας, και η συνείδησή του τον τύπτει γι’ αυτό. Ο Κόνραντ σχολιάζει πόσο κακή διαχείριση της ελευθερίας του κάνει ο άνθρωπος όταν δεν βρίσκεται υπό την ηθική σκεπή μιας αυστηρά δομημένης κοινωνίας που θα τον ελέγξει για τις ενέργειές του[6]. Ο λευκός αυτοκτονεί απελπισμένος, λίγο πριν από τη στιγμή που –τι ειρωνεία– το καθυστερημένο ατμόπλοιο επιστρέφει σφυρίζοντας στο «προκεχωρημένο» αυτό σημείο της ζούγκλας.
Σαρκασμός για τη φοβική φύση του ανθρώπου
Oι δυο ευρωπαίοι αποικιοκράτες ενσαρκώνουν τη γελοιότητα μιας τεράστιας παρεξήγησης: αυτής που συνιστά το δυτικό επεκτατικό μοντέλο.
Η ειρωνεία είναι υφολογικό γνώρισμα τόσο της απόδοσης του ψυχισμού του Κουρτς στην Καρδιά του Σκοταδιού[7], όσο και εκείνου του απονενοημένου Λόρδου Τζιμ. Τελεία και παύλα: για τον Κόνραντ, η ζωή του Δυτικού φθίνει και παρακμάζει μακριά από τη μητρόπολη. Από την terraincognita του Κονγκό απουσιάζει κάθε γνώριμο χαρακτηριστικό, ενώ οι Αφρικανοί φαντάζουν στα μάτια των λευκών «γυμνοί, ρυπαροί, πολύ σκούροι, υπερβολικά στολισμένοι με φανταχτερά κοχύλια και θορυβώδεις», ενώ κατ’ ουσίαν είναι πολύ πιο γενναιόδωροι[8]. Τον αλλότριο χαρακτήρα της ηπείρου αυτής υπογραμμίζει η κλειστοφοβία των δύο λευκών, οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση του χώρου που εκτείνεται πέραν των ορίων της επιχείρησής τους και θεωρούν «κενό διάστημα» τη ζούγκλα, τη στέππα και όλα τα τοπία που υπερβαίνουν τα στενά αντιληπτικά τους όρια[9]. H ειρωνεία απορρέει από την αντιπαράθεση των δεδηλωμένων κινήτρων κάθε ανθρώπινης ενέργειας προς τα πραγματικά κίνητρα, που είναι ταυτόσημα με το έγκλημα και την απάνθρωπη χρησιμοθηρία[10]. Ιδιαίτερα δυσάρεστη αίσθηση κάνει στους δυο λευκούς η ωμή εκφορά του λόγου εκ μέρους του ιθαγενή Μακόλα, τη στιγμή που οι ίδιοι δεν φείδονται ρατσιστικών σχολίων. Πρόκειται, δε, για μια «sophisticated» ειρωνεία[11], που υπογραμμίζεται από τις αναγνωστικές επιδόσεις των ηρώων: οι ήρωες της μεγάλης ευρωπαϊκής προκατόχου λογοτεχνίας, ο Ρισελιέ, ο Ντ’Αρτανιάν, ο Πάτερ Γκοριό, φαίνεται πως βρίσκουν το κακέκτυπό τους στους ήρωες του Κόνραντ. Αυτοί φαντάζονται πως η εκκένωση του χώρου θα μπορούσε να σημάνει και τη νέα εποίκισή του από λευκούς, και ως εκ ταύτης και την «πρόοδό» του. Έτσι, με χαρακτηριστική εμφάνιση «Χοντρού και Λιγνού»[12], οι δυο ευρωπαίοι αποικιοκράτες ενσαρκώνουν τη γελοιότητα μιας τεράστιας παρεξήγησης: αυτής που συνιστά το δυτικό επεκτατικό μοντέλο, που επωάζει την καταστροφή, επιτρέποντας την αυτόκλητη παρέμβαση του Ευρωπαίου στα εσωτερικά πράγματα άλλων πολιτισμών.
H απόδοση του αγγλικού κειμένου από τον Γιώργο Λαμπράκο είναι λεπτόλογη και αποπειράται την καθιέρωση ενός «ιδιολέκτου Κόνραντ» στα ελληνικά μεταφραστικά πράγματα. Ενός ιδιολέκτου που –ως ώφειλε– συντάσσει απροσδόκητα τα υποκείμενα με τα ρήματα, ενώ συχνά περνά εκ των πραγμάτων σε δοκιμιακό ύφος. Συμμεριζόμενος τον μόχθο του μεταφραστού, περιορίζομαι σε μια παρατήρηση: δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ συγγραφέας του οποίου το έργο να αναίρεσε σε μεγαλύτερο βαθμό τα αφηγηματικά στερεότυπα, όπως λ.χ. την αποφυγή διδακτικού ύφους ή γνωμικών συνεπαγωγών μεσούσης της αφήγησης. Όλως περιέργως, στο κείμενο του Κόνραντ αυτές οι παρεκβάσεις, αντί να σε «πετούν έξω», εντάσσονται οργανικά και μάλιστα συνείρουν ένα «κλείσιμο του ματιού» του συγγραφέα προς τον αναγνώστη, που είναι ασφαλιστική δικλείδα εκτόνωσης του ομιχλώδους, ζοφερού κλίματος. Ο χώρος και η ατμόσφαιρα του βιβλίου ανασύρουν παραστάσεις μας από την Καρδιά του Σκότους ενώ οι κριτικές μιλούν για “απόλυτη αφηγηματική δεξιοτεχνία” ή αναφέρονται στη νουβέλα σαν σε «αριστούργημα» [13]. Η τάχατες «ηρωϊκή» διείσδυση του δυτικού στα άδυτα της Mαύρης Hπείρου παράγει μια σειρά από αξεπέραστες εικόνες-φετίχ, που εντάσσονται κι αυτές στο ιδιόλεκτο του συγγραφέως. Η γοτθική αισθητική του Κόνραντ, τα οπτικά και ηχητικά εφέ στις τελευταίες σκηνές της νουβέλας, το ισορροπημένο χαρμάνι από τρόμο και γκροτέσκα στοιχεία, όλα οδηγούν στην προοικονομημένη και βέβηλη αυτοχειρία του ήρωα, κάθετα στην επιφάνεια της γης, ως παρωδία του Εσταυρωμένου, με την πρησμένη γλώσσα βγαλμένη κοροϊδευτικά κατά πρόσωπο στον ευήθη δυτικό πολιτισμό.
Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου
Τζόζεφ Κόνραντ
Μτφρ: Γιώργος Λαμπράκος
Οκτώ,2013
Σελ. 69, τιμή € 5,00