Δημήτριος Ρογγίτης, «Παπαρούνες του Γενάρη», Ενύπνιο, 2024. «Ποιήματα που αγγίζουν τις πιο λεπτές χορδές της συναισθηματικής εμπειρίας».
Γράφει ο Γιώργος Χαριτάτος
Η ποίηση είναι, ίσως, η πιο δύσκολη τέχνη. Κι αυτό, διότι εκτός από τα αρχετυπικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τον σιβυλλικό και κρυπτικό ποιητικό λόγο, απευθύνεται σε ευαίσθητους αναγνώστες, με πολύνευρες κεραίες, ώστε να συντονιστεί με τον παλμό της τέχνης του συμπυκνωμένου γράφειν. Η ποίηση, άλλωστε, φανερώνεται σχεδόν αποκαλυπτικά σαν το αντιστάθμισμα μιας κοινωνίας εύπεπτης τέχνης και σαν αντίβαρο του βιομηχανοποιημένου τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς.
Ο Δημήτρης Ρογγίτης είναι ένας νέος ποιητής με ιδιαίτερη φωνή, που δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνική του δράση. Ως ακτιβιστής και υπερασπιστής των δικαιωμάτων των μη ανθρώπινων ζώων, αλλά και κάθε ζωντανού πλάσματος, αντλεί την έμπνευσή του από τη δέσμευσή του για έναν κόσμο χωρίς διακρίσεις, ενάντια στον ειδισμό και στην αδικία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Παπαρούνες του Γενάρη, έρχεται ως μια βαθιά εξομολόγηση με έντονο βιωματικό χαρακτήρα, ωσάν να ξεδιπλώνεται αριστοτεχνικά ένας εσωτερικός φακός που διατρέχει την υποσυνείδητη σκέψη του ποιητή που συχνά ταυτίζεται με το ποιητικό υποκείμενο, ενώ εμείς χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξουμε απ’ την κλειδαρότρυπα, ακολουθούμε με τρυφερότητα τις εσωτερικές του διεργασίες. Τα περισσότερα ποιήματά του αποτελούν το λυρικό επιστέγασμα μιας ευάλωτης ύπαρξης, που χάρισε σε μορφή ποίησης τις ημερολογιακές εγγραφές μιας ζωής που συνίσταται στη μοναξιά του ανθρώπου, στην ανάγκη επιστροφής στην τέχνη, στο παιδικό βλέμμα, στην ευτοπία του παρελθόντος μιας παιδικής ηλικίας που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, σε έρωτες που άνθισαν, μα δεν κράτησαν, σε έρωτες που ισοδυναμούν με μια στιγμή απόλυτης συμπαντικής ένωσης, μα και στο υπαρξιακό βάρος οικογενειακών τραυμάτων που, αποτυπώνοντας μια κραυγή ευαισθησίας ή και αντίστασης μέσα από την τέχνη της ποίησης.
Xρησιμοποιεί την ποίησή του ως εργαλείο αφύπνισης. Εκφράζει τη λύπη και την αγανάκτησή του για την εκμετάλλευση των μη ανθρώπινων ζώων, καλώντας σε ενσυναίσθηση και δράση και δημιουργώντας έναν συναισθηματικό σύνδεσμο μεταξύ ανθρώπου και ζώου.
Ο ποιητής ανασκαλεύει την καρδιά του και παρασύρει και τις δικές μας, εξερευνώντας την τρυφερότητα, την ευφορία, αλλά και τον πόνο της ερωτικής απογοήτευσης. Περιγράφει τη νοσταλγία για έναν χαμένο έρωτα, μια αγάπη που παραμένει ως μνήμη και πληγή. Παράλληλα, χρησιμοποιεί την ποίησή του ως εργαλείο αφύπνισης. Εκφράζει τη λύπη και την αγανάκτησή του για την εκμετάλλευση των μη ανθρώπινων ζώων, καλώντας σε ενσυναίσθηση και δράση και δημιουργώντας έναν συναισθηματικό σύνδεσμο μεταξύ ανθρώπου και ζώου.
Μέσα από προσωπικές αφηγήσεις, δημιουργεί έναν καμβά όπου οι μικρές ατομικές ιστορίες συνδέονται με τη συλλογική εμπειρία της αδικίας και της πάλης για αλλαγή.
Η γλώσσα του Ρογγίτη είναι ζωντανή, με έντονη ποιητική δύναμη. Συνδυάζει εικόνες της φύσης, του καθημερινού βίου και της προσωπικής του ζωής με στοχασμούς για την ύπαρξη, τη δικαιοσύνη και την αγάπη. Οι στίχοι του, λιτοί αλλά βαθιά στοχαστικοί, συχνά περιγράφουν μικρές ιστορίες, στιγμές που συνδέονται με τον ίδιο τον ποιητή και την εμπειρία του από τον κόσμο. Μέσα από τους στίχους του, ο Ρογγίτης πετυχαίνει να συνδυάσει το προσωπικό με το συλλογικό, δημιουργώντας σύμβολα των κοινών ανθρώπινων εμπειριών. Ως η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, η συλλογή φέρει μια βαθιά αυτοαναφορική διάσταση, καθώς τα ποιήματα, γραμμένα συχνά στο πρώτο πρόσωπο, λειτουργούν ως καθρέφτες της εσωτερικής του περιπέτειας. Η γραφή του μοιάζει με έναν διάλογο του δημιουργού με τον εαυτό του, έναν αγώνα να συλλάβει και να αποτυπώσει τη μοναχική περιπέτεια της γραφής, η οποία μετατρέπεται σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ένα πολιτισμικό υφαντό που περικλείει τις εσώτερες διαπραγματεύσεις με την ύπαρξη και τα αναπάντητα ερωτήματα του μεταμοντέρνου.
Ο Δημήτρης Ρογγίτης εξερευνά με εξαιρετικά λυρικό τρόπο τον ανθρώπινο πόνο, δημιουργώντας ποιήματα που αγγίζουν τις πιο λεπτές χορδές της συναισθηματικής εμπειρίας. Οι στίχοι του διαπνέονται από μια τρυφερή αλλά και σκληρή ειλικρίνεια, η οποία επιτρέπει στον αναγνώστη να αναγνωρίσει τη δική του θλίψη, τα ατομικά του τραύματα, τις προσωπικές του απώλειες και τις στιγμές που ένιωσε κάτι αντίστοιχο με την ιστορία που αφηγείται, συγκροτώντας έναν καθολικό χώρο που η ποίηση φανερώνει το πικρό σφίξιμο που έχει στο στήθος ένας σύγχρονος νέος. Η λυρική περιγραφή της φύσης, αντιστικτικά ιδωμένη από τη σκληρότητα που περιγράφεται εξαιτίας της κακοποίησης των μη ανθρώπινων ζώων, η ανάγκη για επαφή με τον κόσμο των νεκρών αγαπημένων, η διαχείριση του πένθους εξαιτίας των καταπραϋντικών ιδιοτήτων του ποιητικού λόγου, οι αυταπάτες της νιόβης, οι σαρκικές εκτινάξεις σε έναν πρωτόγνωρο κόσμο γεμάτο αστέρια, η αντίδραση στο κοινωνικό κατεστημένο που διαχωρίζει τους ευγενείς από τους ξεσπιτωμένους αναρχικούς πούστηδες, η έντονη σωματικότητα ως αντιδιαστολή στη γήινο της ανθρώπινης ύπαρξης, οι νέες μεταβάσεις που πάντα κάτι σηματοδοτούν, μα και οι έντονες διακαλλιτεχνικές αναφορές στην ποίηση του Ρογγίτη, μετατρέπουν την πρώτη του ποιητική συλλογή σε έναν καμβά που θέλει χώρο και χρόνο για να ξεδιπλωθεί στα πολλαπλά αναγνωστικά κοινά.
Οι εικόνες του συχνά μοιάζουν με καρέ ταινίας ή σκηνές από πίνακες ζωγραφικής, ενώ το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί προκαλεί με την τολμηρή, σχεδόν ωμή του αμεσότητα.
Το έργο του Ρογγίτη συνομιλεί και με άλλες μορφές τέχνης. Οι εικόνες του συχνά μοιάζουν με καρέ ταινίας ή σκηνές από πίνακες ζωγραφικής, ενώ το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί προκαλεί με την τολμηρή, σχεδόν ωμή του αμεσότητα. Η γλώσσα του ποιητή είναι ζωντανή, γεμάτη ένταση, με λέξεις που φέρουν την αίσθηση του επείγοντος, αλλά ταυτόχρονα διατηρούν τη μουσικότητα που χαρακτηρίζει την καλή ποίηση. Η έννοια του τόπου, ως μιας πολυπρισματικής εννοιολογικής σταθεράς, μάλιστα, διατρέχει υπόγεια τη συλλογή, προσφέροντας όχι μόνο ένα σκηνικό αλλά και μια εννοιολογική βάση για την κατανόηση της ποίησης του Ρογγίτη. Οι τόποι που περιγράφει –άλλοτε συγκεκριμένοι, άλλοτε αφηρημένοι– γίνονται σύμβολα της εσωτερικής του κατάστασης, αλλά και της σχέσης του με τον κόσμο. Από μοναχικά αστικά τοπία μέχρι τη φύση που ανθίζει μέσα στη βαρβαρότητα της ανθρώπινης παρέμβασης, ο τόπος αποκτά υπερβατολογικές διαστάσεις που ξεπερνούν τα γεωγραφικά όρια και επαναοριοθετούν τις υπαρξιακές συντεταγμένες του προσωπικού και συλλογικού ηθικού μας χάρτη.
Οι Παπαρούνες του Γενάρη είναι ένα έργο που συνδυάζει το λυρικό με το προκλητικό, το προσωπικό με το καθολικό, την τέχνη με την ακτιβιστική πράξη. Ο Δημήτρης Ρογγίτης, μέσα από αυτή την πρώτη του συλλογή, καταφέρνει να μάς συγκινήσει, να μας προβληματίσει, αλλά, και χωρίς διδακτισμούς, να μας ενθαρρύνει να δούμε την ποίηση ως μια μορφή αντίστασης και ελπίδας. Η συλλογή αυτή συνιστά μια εμπειρία που προσεγγίζει τον αναγνώστη με τρυφερότητα και ευθύτητα. Είναι ιδανική για όσους αναζητούν ποιήματα που δεν φοβούνται να βουτήξουν βαθιά στα εσώψυχα του ανθρώπου, να θέσουν ερωτήματα και να αμφισβητήσουν το κατεστημένο με την αποκεντρωτική αντικανονιστική λειτουργία τους. Ο Δημήτρης Ρογγίτης, μέσα από τη δουλειά του, μας θυμίζει τη δύναμη της τέχνης να εμπνέει, να παρηγορεί και να κινητοποιεί: Μόνο τώρα μπορείς και με ακούς. Μόνο τώρα / με κρατάς στα χέρια σου.
Η πρώτη αυτή συλλογή του υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Ο νεαρός ποιητής, με τη δέσμευσή του για την υπεράσπιση των αδικημένων, τη βαθιά ευαισθησία του και την ευρηματικότητα της γραφής του, μας καλεί να γίνουμε συνοδοιπόροι σε έναν δρόμο όπου οι παπαρούνες ανθίζουν ακόμα και στον Γενάρη.
Απόσπασμα
Η πτώση
Έχω αναλωθεί κυρίως από τις αυταπάτες μου,
από τα απογεύματα,
από τα απογεύματα που κάτι περίμενα να φθάσει.
Πολλές φορές η φωνή μου κόβεται
και με ένα τίναγμα τα μαλλιά μου
πέφτουν.
Και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο,
απ’ την αρχή της –απέραντης;–
κατηφόρας που διανύω.
Είμαι παγιδευμένος στη διαδρομή αυτή
και δεν γίνεται να ξεφύγω.
Βρίσκομαι στο σημείο
που η αύρα της εξοχής σταματά να δροσίζει
κι αποκαλύπτει τους υπέρηχους των πεθαμένων.
Εδώ, οι ηλιόλουστες ημέρες δεν μπορούν να σε ξεγελάσουν
και μια βαθιά σε πνίγει θλίψη, που ‘χει το βλέμμα
της μελλοθάνατης αγελάδας.
Εδώ, σαν μακρινός θεατής παρακολουθείς τον άνεμο
να τσακίζει
τα κόκαλά σου,
κι έπειτα σαν στάχτη τσιγάρου
να σε σκορπά στο απέραντο Ιόνιο.
Σε ένα δωμάτιο φυλακή (το οποίο έμαθα να αγαπώ),
προσκυνώ την τέχνη και κάθε πένθος που μαζί της συνοδεύει.
Όπως και να σε μοιράσεις πάντως δεν ωφελεί.
Για σένανε και κάθε ζωντανό,
προς τα κάτω η ματιά θα γέρνει.
Γιατί είσαι πλασμένος από τα απομεινάρια των νεκρών,
και όπως των νεκρών,
η μάταιη οδοιπορία σου σαν φρούτο θα πέσει χάμω
και θα σαπίσει.
Το ποίημα όπου να ‘ναι θα σιγήσει,
βλέπω ήδη λευκά λουλούδια να ανθίζουν στις παλάμες μου,
τα μαλλιά μου να γίνονται φωλιά μιας αηδόνας,
το κύμα να νίβει το πρόσωπό μου και ψάρια να τρέφονται
από τα δυο μου πόδια
(Η πτώση, από την ενότητα «Κοιτάζοντας την πτώση των φύλλων», σελ. 25-26)
* Ο Γιώργος Χαριτάτος είναι Υποψήφιος Διδάκτορας Κλασικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών.