Για την ποιητική συλλογή του Πέτερ Χάντκε [Peter Handke] «Άπαντα τα ποιήματα» (μτφρ. Ιωάννα Διαμαντοπούλου-Νότντουρφτ, εκδ. Βακχικόν).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
«Δεν είμαι ποιητής». Με την κατηγορηματικότητα που τον χαρακτηρίζει, ο Πέτερ Χάντκε αρνήθηκε κάποια στιγμή την πρόταση του εκδότη του να συγκεντρωθούν σε έναν τόμο όλα τα ποιήματα που έγραψε -κυρίως- νεαρός.
Μα, ακόμη κι όταν υπέκυψε τελικά στις πιέσεις του, η συγκεντρωτική έκδοση που προέκυψε (με την αμέριστη συμβολή του, καθώς ήταν εκείνος που καθόρισε τη δομή του βιβλίου) έφερε έναν τίτλο που έδινε το δικαίωμα στη δισημία να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Ίσως μόνο ο Πέτερ Χάντκε θα μπορούσε να ονομάσει τα ποιητικά του άπαντα «Ζωή χωρίς ποίηση» (2007).
Η έκδοση περιλάμβανε τη συλλογή «Ο εσωτερικός κόσμος του εξωτερικού κόσμου του εσωτερικού κόσμου», την οποία έγραψε σε ηλικία 23 ετών (1965), το μακροσκελές ποίημα «Ποίημα για τη Διάρκεια» που έγραψε το 1987, καθώς επίσης αποσπάσματα πρόζας, σκίτσα και σημειώσεις από πέντε ημερολόγιά του.
Η παρούσα έκδοση, Άπαντα τα ποιήματα (μτφρ. Ιωάννα Διαμαντοπούλου-Νότντουρφτ, εκδ. Βακχικόν) διατηρεί μόνο το αμιγώς ποιητικό corpus και όχι τα «παρελκόμενα» της συγγραφικών εγχειρημάτων του Αυστριακού Νομπελίστα.
Το παράδοξο
Υπάρχει ένα ενδιαφέρον παράδοξο στην περίπτωση του Χάντκε, ένα από τα πολλά που και ο ίδιος έχει βοηθήσει να ευδοκιμήσουν γύρω από το όνομά του: ναι μεν είναι παγκοίνως γνωστός ως πεζογράφος, ναι μεν ο ίδιος επιμένει πως δεν επιθυμεί να ονομάζεται ποιητής, εντούτοις η ποίηση διακρίνεται σε κάθε βιβλίο του.
Είναι ο τροπισμός της γραφής του (πάντα διαφεύγων, διαρκώς έξω από τους τρέχοντες ορισμούς των λέξεων, μονίμως σε διαπάλη με το επίσημο συντακτικό και τους γραμματικούς νόμους) που τον καθιστούν μη κατατάξιμο.
Αν μη τι άλλο, ποτέ δεν θα αναγνωστεί ένα βιβλίο πεζογραφίας του Χάντκε επί τη βάση της πλοκής ή των εδραίων χαρακτήρων, αλλά της κειμενικής κατάστασης που, πολλές φορές, ορίζεται από τον ίδιο με όρους αισθητικής, καλλιτεχνίας και ευάγωγου πειραματισμού.
Από την άλλη, είτε ασυνείδητα είτε εμπρόθετα, τα περισσότερα βιβλία πεζογραφία του έχουν τίτλους εξόχως ποιητικούς (βλ. Το βάρος του κόσμου ή Ανέμελη δυστυχία).
Αν υπάρχει ένα σημείο συνάντησης της ποίησής του με το πεζογραφικό του έργο είναι στο επίπεδο της γλώσσας. Όχι, όμως με την φιλολογική ερμηνεία της έννοιας «γλώσσα».
Αν υπάρχει ένα σημείο συνάντησης της ποίησής του με το πεζογραφικό του έργο είναι στο επίπεδο της γλώσσας. Όχι, όμως με την φιλολογική ερμηνεία της έννοιας «γλώσσα», αλλά με την εξόχως απελευθερωτική διάθεση του δημιουργού να υπερβεί τα όριά της, να την υποσκάψει, ακόμη και να την διαστρέψει έτσι ώστε, αναβαπτισμένη πια, να της προσδώσει καινούργια νοήματα.
Πολλές φορές κρυπτικά, καινοφανή, ακόμη και ακατανότητα προς τον αναγνώστη. Όπως εύστοχα σημειώνει η μεταφράστρια Ιωάννα Διαμαντοπούλου-Νότντουρφτ στο προλογικό της σημείωμα, η γερμανική έκδοση των ποιητικών απάντων του δεν περιλαμβάνει καμία βοηθητική προς τον αναγνώστη σημείωση.
Ωσάν να αφήνεται αυτός που διαβάζει τα ποιήματα αβοήθητος στον βαθύ ωκεανό των νοημάτων, κάτι που εν πολλοίς ισχύει.
Η απόσταση
Ο Χάντκε αποδίδει τη «δυσκολία» πρόσβασης των κειμένων του (και των ποιημάτων του) προς τον αναγνώστη με την έκφραση «langsamkeit» που επί το ελληνικότερον σημαίνει η διατήρηση ενός ορισμένου βαθμού απόστασης από ένα συγκεκριμένο θέμα (ακόμη κι όταν αυτό προδήλως υπάρχει).
Αδιαφορεί παντελώς να «πείσει» τον αναγνώστη του και στην ουσία τον οδηγεί από την «καταβρόχθιση» του κειμένου στην πράξη της παρατήρησης. Κάτι τέτοιο είναι σαφώς πιο δύσκολο σε ένα πεζογραφικό κείμενο, σε αντίθεση με την ποιητική φόρμα που στέκει ακέραιη δίχως να χρειάζεται μια κάποια συγκεκριμένη ερμηνεία.
Το 2006, σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στους New York Times, είχε ερωτηθεί αν θεωρεί τον εαυτό του «αβανγκάρντ» μυθιστοριογράφο και θεατρικό συγγραφέα. Ο Χάντκε, δίχως, να το σκεφτεί περαιτέρω δήλωσε: «Εγώ; Όχι, είμαι κλασικός συγγραφέας».
Το 2006, σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στους New York Times, είχε ερωτηθεί αν θεωρεί τον εαυτό του «αβανγκάρντ» μυθιστοριογράφο και θεατρικό συγγραφέα. Ο Χάντκε, δίχως, να το σκεφτεί περαιτέρω δήλωσε: «Εγώ; Όχι, είμαι κλασικός συγγραφέας. Είμαι συντηρητικός κλασικός συγγραφέας».
Αντιποιητικά ποιήματα
Υπό αυτό το πρίσμα, το γεγονός ότι μέσα στο ποιητικό του έργο εντάσσει αντιποιητικά ποιήματα (τι θαυμαστή αντίφαση) όπως η σύνθεση της ποδοσφαιρικής ομάδας της Νυρεμβέργης, το ιαπωνικό hit parade του 1968, τους τίτλους έναρξης της ταινίας «Μπόντι και Κλάιντ» ή ακόμη και ένα τυχαίο απόκομμα εφημερίδας (δίχως περαιτέρω σχολιασμό), όλα αυτά δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ντανταϊστικά παιχνιδίσματα, αλλά κομμάτι αυτού που ο ίδιος θεωρεί μέρος της καθημερινότητάς του.
Τα εφηβικά ποιήματά του, αυτά της συλλογής «Ο εσωτερικός κόσμος του εξωτερικού κόσμου του εσωτερικού κόσμου» δονούνται από τη διάθεσή του να παίξει με τις λέξεις και το συντακτικό και να πυροδοτήσει κάθε σύμβαση.
Ο νεανικός εαυτός του Χάντκε βιώνει μια αντίφαση (σαν όλος ο κόσμος να έχει έρθει ανάποδα), την οποία αποτυπώνει και ποιητικά.
Ο ανάποδος κόσμος
Αποκοιμισμένος ξυπνώ:
Δεν κοιτώ τα αντικείμενα και τα αντικείμενα κοιτούν εμένα,
δεν κινούμαι και το δάπεδο κάτω από τα πόδια μου με κινεί,
δεν με βλέπω στον καθρέφτη και το κοιτάζομαι στον καθρέφτη,
δεν λέω λέξεις και οι λέξεις με ομιλούν,
πάω προς το παράθυρο και ανοίγομαι.
Ο Χάντκε αυτοπαρατηρείται ωσάν να αναζητεί την φαινομενολογία της ύπαρξης μέσα από ορισμούς του τι είναι και τι δεν είναι (όσο κι αν, εντέλει, καταλήγει πως είναι όλα αυτά που είναι και δεν είναι).
Τι δεν είμαι, τι δεν έχω, τι δεν θέλω, τι δεν θα ήθελα/και τι θα ήθελα, τι έχω και τι είμαι
Τι ΤΕΛΙΚΑ δεν είμαι:
Δεν είμαι τελικά ένας καραγκιόζης
Δεν είμαι τελικά φύλακας τρελοκομείου
Δεν είμαι μια χωματερή σκουπιδιών
Δεν είμαι φιλανθρωπικός σύλλογος
Δεν είμαι παρηγορητής ψυχών
Δεν είμαι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα
Δεν είμαι χαλάκι πόρτας σας
Δεν είμαι γραφείο πληροφοριών.
Ενίοτε σαρκαστικά παιγνιώδης δεν διστάζει στο ποίημα «Τον νεκρό πενθούν» να παραθέσει -εν είδει στίχων- τα ιδρύματα, τους φορείς και του συλλόγους που πενθούν έναν άγνωστο νεκρό.
Στο ποίημα-ποταμό «Ποίημα για τη Διάρκεια», το οποίο αποτελεί το δεύτερο μέρος της παρούσας έκδοσης, ο Χάντκε εισέρχεται σε ένα από τα αγαπημένα του πεδία που είναι ο χρόνος. Σε τούτο το ποίημα ο ενήλικος Χάντκε (ήδη πενήντα χρονών όταν το έγραψε) κάνει ανάποδα βήματα για τα συναντήσει τον μικρό Πέτερ στη λίμνη Γκρίφεν που πλέον έχει επιχωματωθεί.
Ποίημα για τη Διάρκεια
Εδώ και καιρό θέλω να γράψω τη Διάρκεια,
όχι κάποια έκθεση, κάποιο θεατρικό, κάποια ιστορία,
η Διάρκεια πιέζει προς Ποίημα.
Θέλω να αναρωτηθώ με ένα ποίημα,
να θυμηθώ με ένα ποίημα,
να ορίσω και να διαφυλάξω με ένα ποίημα,
αυτό που είναι Διάρκεια.
Παρελθόν και παρόν ενώνονται, συλλειτουργούν, δημιουργούν μια νέα χρονικότητα, αυτή που ο ίδιος ονομάζει Διάρκεια και έχει να κάνει με το συνεχές του χρόνου και την παρηγορητική ή μη ανάκλησή του.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).