
Για τα δοκίμια του Τζόζεφ Σ. Νάι Τζ. (Joseph S. Nye, Jr.) «Ήπια ισχύς – Το μέσο επιτυχίας στην παγκόσμια πολιτική» (μτφρ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδ. Παπαζήση) και «Θρησκεία και πολιτική – Μια σύγχρονη επιτομή» (συλλογικό έργο, μτφρ. Λουκρητία Μακροπούλου, εκδ. Πεδίο). Κεντρική εικόνα: Τζόζεφ Σ. Νάι τζ. που πέθανε πρόσφατα, στις 6 Μαΐου 2025.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Πρόσφατα, εκτός από τον Πάπα Φραγκίσκο, έφυγε από τη ζωή και ο σπουδαίος Αμερικανός ακαδημαϊκός Τζόζεφ Σ. Νάι Τζ., γνωστός για τον όρο «ήπια ισχύς» (soft power) στον χώρο των Διεθνών Σχέσεων.
Ο Νάι επινόησε τον παραπάνω όρο στο βιβλίο του Bound to Lend (1990), καθώς επιχειρούσε ν’ ανασκευάσει τις ιδέες περί υποτιθέμενης αμερικανικής «παρακμής». Τον επανέλαβε λίγα χρόνια μετά, αυτή τη φορά για να μετριάσει τις πρώιμες εξαγγελίες θριάμβου, που κυριάρχησαν στον δημόσιο χώρο μετά τη διάλυση των κομουνιστικών καθεστώτων. Εκεί επικεντρώνεται και το βιβλίο του, Ήπια ισχύς: το μέσο επιτυχίας στην παγκόσμια πολιτική (μτφρ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδ. Παπαζήση).
Η ισχύς, αν θέλουμε να λειτουργεί αποτελεσματικά, πρέπει να συνδυάζει αρμονικά τη σκληρή με την ήπια πλευρά της. Είναι πιο εύκολο να κερδίσεις τον πόλεμο παρά να κερδίσεις την ειρήνη, η οποία, για να διατηρηθεί, χρειάζεται και τη συνδρομή της ήπιας ισχύος. Ισχύς είναι η ικανότητα να επηρεάζεις τη συμπεριφορά των άλλων για να επιτυγχάνεις τα αποτελέσματα που θέλεις.
Ο ρόλος της κουλτούρας
Βέβαια, το τι θεωρείται πηγή ισχύος καθορίζεται απ’ το ευρύτερο χρονικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Η σκληρή ισχύς (hard power), με την οποία πλείστοι όσοι είναι θεωρητικά εξοικειωμένοι, έγκειται βασικά σε παρακινήσεις («καρότο») ή απειλές («μαστίγιο») και μπορεί να είναι οικονομική ή στρατιωτική. Αντίθετα, η ήπια ισχύς είναι ένας έμμεσος τρόπος ν’ αποκτήσει κανείς όσα ζητάει. Η ήπια ισχύς μιας χώρας, μας λέει εδώ ο Nye, στηρίζεται σε τρεις βασικούς «πυλώνες»: την κουλτούρα, τις πολιτικές αξίες και την πολιτική της. Μέσω της πολιτισμικής διπλωματίας, τα κράτη αλληλεπιδρούν και «διαχέεται» η ήπια ισχύς που ενθαρρύνει συνεργασίες και σταθερότερες συμμαχίες.
Μιλώντας για κουλτούρα, εννοούμε είτε την «ανώτερη» κουλτούρα, που αφορά λιγότερα άτομα (κυρίως διανοούμενους), είτε τη «λαϊκή» και «ελαφριά» ψυχαγωγία, που απευθύνεται σ’ ένα πλατύτερο ακροατήριο. Ειδικότερα η λαϊκή κουλτούρα των ΗΠΑ, από την pop μουσική ως τις χολιγουντιανές ταινίες και το fast food, είναι από τις πιο δημοφιλείς στον κόσμο, όσο και αν αρέσει σε μερικούς συγγραφείς να τις απαξιώνουν μετά βδελυγμίας. Μάλιστα, τα παραπάνω συνέβαλαν στη βαθμιαία διάβρωση της άλλοτε κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης; Όπως λέει ο Nye:
«Το 1980, μετά τη δολοφονία του Τζον Λένον, στήθηκε αμέσως στην Πράγα ένα μνημείο γι’ αυτόν, και η επέτειος του θανάτου του σημαδευόταν από μια ετήσια διαδήλωση για ειρήνη και δημοκρατία. Το 1988 δημιουργήθηκε μια Λέσχη Ειρήνης Λένον, της οποίας τα μέλη αξίωναν την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων. Με την πάροδο του χρόνου, ο Λένον υπερίσχυσε του Λένιν».
Η ήπια ισχύς μιας χώρας μπορεί να ενισχυθεί ή να υπονομευθεί από τις κυβερνητικές επιλογές της, αν και εξαρτάται πολύ λιγότερο από τις (όποιες) κυβερνήσεις, σε σύγκριση με τη σκληρή ισχύ. Προφανώς, επειδή η ήπια ισχύς είναι λιγότερο εμφανής και μονοδιάστατα καθορισμένη.
Σύμφωνα πάντα με τον Νάι, εξαιτίας του διακηρυγμένου αντιμιλιταριστικού χαρακτήρα των σύγχρονων δημοκρατιών, η ήπια ισχύς πρέπει ν’ ανατιμηθεί και να της δοθεί η προσοχή που της αξίζει.
Σε αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες τείνουν ν’ αποζητούν συναίνεση στις αποφάσεις που λαμβάνουν, γι’ αυτό και τους είναι περισσότερο απαραίτητα τα διάφορα μέσα ήπιας ισχύος. Ο συγγραφέας διερευνά το ζήτημα του πώς οι τρομοκράτες σήμερα διεκδικούν την ευόδωση των σκοπών τους μέσω ήπιας ισχύος, αλλά και την ήπια ισχύ που απολαμβάνουν τα κράτη-στόχοι τους, πρώτο από τα οποία είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο δεύτερος πόλεμος στο Ιράκ (2003), που εν αντιθέσει με τον πρώτο (1991), δεν είχε έναν ευρύ συνασπισμό υποστηρικτών, αποτέλεσε δυσανάλογη έκφραση σκληρής ισχύος. Το αποτέλεσμα; Άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη απογοητεύτηκαν και αγανάκτησαν με τον τρόπο δράσης της αμερικανικής υπερδύναμης. Σύμφωνα πάντα με τον Νάι, εξαιτίας του διακηρυγμένου αντιμιλιταριστικού χαρακτήρα των σύγχρονων δημοκρατιών, η ήπια ισχύς πρέπει ν’ ανατιμηθεί και να της δοθεί η προσοχή που της αξίζει. Ο συνεχής αγώνας για την ηθική νομιμοποίηση των πράξεων, την καθιστά πολύτιμη.
Η πίστη
Μια μορφή ήπιας ισχύος μπορεί να είναι και η πίστη. Η πολιτική σημασία των θρησκευτικών επιλογών αναλύεται στα άρθρα του συλλογικού τόμου Θρησκεία και πολιτική: μια σύγχρονη επιτομή (μτφρ. Λουκρητία Μακροπούλου, εκδ. Πεδίο) υπό την επιμέλεια του Τζέφρι Χέινς (Jeffrey Haynes). Ο αναγνώστης θα βρει άρθρα με ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις για διαφορετικά θρησκευτικά πιστεύω.
Στο άρθρο του «Εκκοσμίκευση και πολιτική», ο Στιβ Μπρους (Steve Bruce), ένας από τους λίγους θιασώτες της παραδοσιακής εκδοχής της θεωρίας της εκκοσμίκευσης στις μέρες μας, διαπιστώνει τον αμετάκλητα κοσμικό χαρακτήρα της Δύσης, και αναζητεί τους κύριους συντελεστές της.
Σύμφωνα με τον Μπρους, θεμελιώδεις συντελεστές της εκκοσμίκευσης είναι ο εξορθολογισμός, η δομική διαφοροποίηση (π.χ. με τη μεταφορά στο κράτος ρόλων των Εκκλησιών, όπως η διανομή ειδών πρώτης ανάγκης σε αστέγους), ο ατομικισμός, ο σχετικισμός, η πλουραλιστική διαφορετικότητα (συνύπαρξη στον ίδιο χώρο πιστών πολλών διαφορετικών θρησκευμάτων), και η πολιτική και πολιτισμική άμυνα στις εγγενώς απρόβλεπτες συνθήκες της Παγκοσμιοποίησης.
Οι επιστήμες, λέει ο Μπρους, δεν έπαιξαν τόσο άμεσο ρόλο σε σχέση με την τεχνολογία, τουλάχιστον την τεχνολογία ως μοτίβο σκέψης, και ακόμη μικρότερο σε σχέση με τις ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες που προσδιορίζουν το πλαίσιο συμπεριφοράς των ανθρώπων. Ο Μπρους παρατηρεί πως οι θρησκείες αλληλεπιδρούν με τις νέες συνθήκες και διατηρούνται καλύτερα όταν προσφέρουν ενδυνάμωση σε μια εθνική ή εθνοτική ταυτότητα.
Το νεωτερικό «παράδοξο», όμως, ήταν πως ο συγκεντρωτισμός των κατακερματισμένων κοινωνιών σ’ ενιαία εθνικά κράτη έλαβε χώρα παράλληλα με τη διάσπαση των χριστιανικών ομολογιών. Η ανεξαρτητοποίηση και η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους προέκυψε ως επακόλουθο απ’ αυτά τα δύο νέα ιστορικά δεδομένα. Ο Προτεσταντισμός συνέβαλε επίσης, τόσο με τον «σεκταριστικό» και αντι-ιεραρχικό χαρακτήρα του, όσο και με την έμφαση που έδινε στην ισότητα, διακηρύττοντας ότι όλοι, όντες αμαρτωλοί, είμαστε τρόπον τινά ίσοι. Η «ισότητα» στην αμαρτία, από την οποία δεν εξαιρούνταν κανείς, καθιέρωσε προοδευτικά την ιδέα της ισότητας απέναντι στον νόμο.
Ο «φονταμενταλισμός», γράφει, είναι ένας όρος που αρμόζει αποκλειστικά στα μονοθεϊστικά θρησκεύματα, λόγω του ότι αυτά είναι ισχυρά προσηλωμένα σε κάποιες ιερές γραφές (βιβλιοκεντρικές θρησκείες).
Σήμερα, η εκκοσμίκευση παραμένει γεγονός: οι νόμοι έχουν πάψει να ψηφίζονται στο όνομα του Θεού, ενώ ακόμη και οι υπερασπιστές της συντηρητικής ατζέντας (για παράδειγμα, εναντίον των αμβλώσεων), αναγκάζονται να «μεταφράζουν» στον δημόσιο διάλογο τις θρησκευτικές τους αρχές, επικαλούμενοι «κοσμικές» αξίες (το «δικαίωμα στη ζωή», φερ’ ειπείν). Κοντολογίς, η περιβόητη «ανάκαμψη του θρησκευτικού», για την οποία έχει γίνει τόσος λόγος, απλώς δεν συνέβη, ούτε καν μετά την παρακμή του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Άλλο ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο είναι αυτό όπου ο επιμελητής του τόμου, Τζέφρι Χέινς, διερευνά τις εκφράσεις του φονταμενταλισμού. Ο «φονταμενταλισμός», γράφει, είναι ένας όρος που αρμόζει αποκλειστικά στα μονοθεϊστικά θρησκεύματα, λόγω του ότι αυτά είναι ισχυρά προσηλωμένα σε κάποιες ιερές γραφές (βιβλιοκεντρικές θρησκείες). Οι εκπρόσωποί του διακρίνονται απ’ την εχθρική τους στάση στον φιλελεύθερο εκμοντερνισμό και την εκκοσμίκευση, την οποία και αντιλαμβάνονται σαν απειλή για τις ζωτικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αν και προηγήθηκαν μερικά περιστατικά, όπως οι ενέργειες φανατικών Αμερικανών προτεσταντών στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο φονταμενταλισμός, με τις διάφορες μορφές του, άνθισε κατά κόρον μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι μεν αλήθεια πως οι Αμερικανοί πουριτανοί έχουν στηρίξει από καιρού εις καιρόν τη «συντήρηση» των ιμπεριαλιστικών ενεργειών του κράτους τους, ωστόσο στους φονταμενταλιστές ισλαμιστές δεν υπάρχει επιθυμία διατήρησης αλλά μάλλον μια ριζοσπαστική λαχτάρα ανατροπής (...)
Απαντώντας καταφατικά στο ερώτημα αν είναι δόκιμος ο επίμαχος όρος, ο Χέινς εντοπίζει δύο κοινά όλων αυτών των θρησκευτικοτήτων: σθεναρή απόρριψη της εκκοσμίκευσης και ακραίος συντηρητισμός στα κοινωνικά ήθη. Σημειωτέον, ότι αυτός ο συντηρητισμός δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη συνηθισμένη πολιτική χροιά του όρου. Είναι μεν αλήθεια πως οι Αμερικανοί πουριτανοί έχουν στηρίξει από καιρού εις καιρόν τη «συντήρηση» των ιμπεριαλιστικών ενεργειών του κράτους τους, ωστόσο στους φονταμενταλιστές ισλαμιστές δεν υπάρχει επιθυμία διατήρησης αλλά μάλλον μια ριζοσπαστική λαχτάρα ανατροπής του υπάρχοντος γεωπολιτικού status quo και τη στρατιωτική ήττα του δυτικού κόσμου. Άρα, ο συντηρητισμός στα ήθη δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε πολιτικό συντηρητισμό.
Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα (χριστιανικός πουριτανισμός, τζιχαντιστικός ισλαμισμός) βρίσκεται ο ιουδαϊκός φονταμενταλισμός, που δεν είναι ούτε ριζοσπαστικός ούτε συντηρητικός, αλλά επιλέγει να ταυτίζει το θρησκευτικό ζήτημα με τα εδαφικά συμφέροντα του κράτους του Ισραήλ.
Η θρησκευτική τρομοκρατία
Στο άρθρο τους για τη θρησκευτική τρομοκρατία, οι Ντόλνικ και Γκουναράτνα υποστηρίζουν πως κατά τη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε έξαρση της τρομοκρατικής βίας και η πρώτη εμφάνιση, τουλάχιστον σε τόσο μεγάλη έκταση, του φαινομένου της θρησκευτικής τρομοκρατίας. Πρόκειται άραγε για σύμπτωση ή μήπως για αιτιώδη συνάφεια; Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Οι συγγραφείς του άρθρου απορρίπτουν την καθιερωμένη διάκριση της θρησκευτικής από την κοσμική τρομοκρατία, επιχειρώντας να πείσουν για το ότι ουσιαστικά γνωρίσματα της μιας υπάρχουν και στην άλλη.
Όταν πιστεύει κανείς πως το τέλος του κόσμου επίκειται άμεσα, το αιματοκύλισμα ευνοείται, μιας και τα «εννοημένα» θύματα είναι ευκολότερο να βρεθούν.
Οι «μάρτυρες», ο φανατισμός και η «ξεκάθαρη στρατηγική» (sic) διακρίνουν και τις δύο μορφές τρομοκρατίας, πόσο μάλλον που κάθε τρομοκράτης αισθάνεται αδικία, μίσος, φθόνο και εκδικητικότητα για τις πράξεις που καταλογίζει τους εχθρούς και στόχους του.
Η νέα διάκριση που εισηγούνται οι δύο αναλυτές είναι όχι μεταξύ θρησκευτικού και κοσμικού, αλλά εκείνη μεταξύ «εσχατολογικής» και μη εσχατολογικής τρομοκρατίας, υποστηρίζοντας πως η εσχατολογία κρύβεται πίσω από κάθε μεγάλη και πολύνεκρη τρομοκρατική ενέργεια (οι ιδεολογίες είναι μάλλον προσχήματα, πιστεύουν). Δεν είναι και τόσο παράλογο αυτό. Όταν πιστεύει κανείς πως το τέλος του κόσμου επίκειται άμεσα, το αιματοκύλισμα ευνοείται, μιας και τα «εννοημένα» θύματα είναι ευκολότερο να βρεθούν. Το είδαμε τόσο σε θρησκευτικές οργανώσεις όπως η συγκρητιστική Υπέρτατη Αλήθεια (Aum Shinrikyo) στην Ιαπωνία, όσο και σε αμιγώς κοσμικά κινήματα, σαν το μαοϊκό Φωτεινό Μονοπάτι (Sendero Luminoso), στο έδαφος του Περού.
Συνοψίζοντας, η θρησκευτικότητα μπορεί να χρησιμεύσει και ως μέσο ήπιας ισχύος. Όσα συνέβησαν κατόπιν του θανάτου του Πάπα, το επιβεβαιώνουν ξανά.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Δυο λόγια για τους Τζόζεφ Νάι και Τζέφρι Χέινς
Ο Τζόζεφ Νάι, που πέθανε στις 6 Μαΐου, σε ηλικία 88 ετών, ήταν ένας από τους σημαντικότερους διαμορφωτές της αμερικανικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής στην εποχή του. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Πρίνστον, Οξφόρδης και Χάρβαρντ και ήταν συγγραφέας πολλών βιβλίων για το ρόλο των ΗΠΑ στο σύγχρονο κόσμο.
Ήταν για πολλά χρόνια πρύτανης της Kennedy School of Government του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Διετέλεσε υφυπουργός Άμυνας στην κυβέρνηση Κλίντον και πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών.
O Τζέφρι Χέινς είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης, διευθυντής έρευνας στη Σχολή Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών, και διευθυντής του Κέντρου Μελέτης Θρησκευμάτων, Συγκρούσεων και Συνεργασίας στο Πανεπιστήμιο London Metropolitan. Τα πεδία ενδιαφέροντός του είναι η θρησκεία και οι διεθνείς σχέσεις, η θρησκεία και η πολιτική, η δημοκρατία και ο εκδημοκρατισμός, η συγκριτική πολιτική και η παγκοσμιοποίηση.
Έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από 17 βιβλία, με πιο πρόσφατα τα έργα Faith-based Organizations at the United Nations (2014) και Routledge Handbook of Religion and Politics (2016, 2η έκδοση). Είναι πρόεδρος του Religion and Politics Standing Group του European Consortium for Political Research, προεδρεύων στην επιτροπή ερευνών «Religion and Politics» της International Political Science Association, και συν-επιμελητής του περιοδικού Democratization.