Για το μυθιστόρημα του John Williams «Αύγουστος» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Η ιστορία της λογοτεχνίας, σαν τη ζωή, είναι συχνά άδικη. Ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα όπως ο Στόουνερ (1965) του Αμερικανού συγγραφέα Τζον Γουίλιαμς (1922-1994) θα μπορούσε να είχε αποτελέσει αναγνωστικό θρίαμβο ήδη από την πρώτη του έκδοση, ωστόσο χρειάστηκε σχεδόν μισός αιώνας ώσπου να αναγνωριστεί δεόντως από κοινό και κριτικούς. Ομοίως ο Αύγουστος (1972), το τέταρτο και τελευταίο μυθιστόρημα του Γουίλιαμς, ναι μεν έλαβε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ το 1973 (εξ ημισείας με την ξεχωριστή Χίμαιρα του Μπαρθ), αλλά ούτε αυτό γνώρισε μεγάλη απήχηση. Αμφότερα κυκλοφόρησαν φέτος από τις εκδόσεις Gutenberg με εισαγωγή του John McGahern: το πρώτο σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου και με επίμετρο του Άρη Μπερλή, το δεύτερο σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου. Η ιστορία της λογοτεχνίας, σαν τη ζωή, δικαιώνει συχνά έναν δημιουργό αλλά, φευ, μετά τον θάνατό του.
Ο «Αύγουστος» καταγίνεται με την πολυαίμακτη μετάβαση εξουσίας που συντελέστηκε μετά τα μέσα του πρώτου αιώνα π.Χ. στη Ρώμη και το πέρασμα από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ο Αύγουστος καταγίνεται με την πολυαίμακτη μετάβαση εξουσίας που συντελέστηκε μετά τα μέσα του πρώτου αιώνα π.Χ. στη Ρώμη και το πέρασμα από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αφετηρία στάθηκε η δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα στις Ειδούς του Μαρτίου (15 του μηνός) 44 π.Χ. από τους εχθρούς του μέσα στη Σύγκλητο, οπότε και δόθηκε το έναυσμα για τη διεκδίκηση της θέσης του από τον δεκαοκτάχρονο τότε ανιψιό του, αλλά ουσιαστικά θετό γιο και κληρονόμο του, Οκτάβιο. Μέσα από διαδοχικούς πολέμους εντός και εκτός της ρωμαϊκής επικράτειας, μέσα από ατελείωτες μηχανορραφίες μεταξύ των φορέων της εξουσίας, μέσα από μια συνολική διαδικασία που συνήθως ξέφευγε από τα χέρια των πρωταγωνιστών της αλλά και καταπατούσε συστηματικά τους κρατικούς νόμους, ο Οκτάβιος κυριάρχησε, πρώτα στο πλαίσιο μιας τριανδρίας με τον Μάρκο Αντώνιο και τον Λέπιδο, και στη συνέχεια (από το 27 π.Χ. έως τον θάνατό του το 14 μ.Χ.) μόνος του, ως «πρώτος πολίτης» μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών, ως ηγεμόνας (principe) μα όχι ως βασιλιάς (είχε μεγάλη σημασία η επιλογή της σωστής λέξης), ως imperator και ως Αύγουστος (=σεβαστός) Καίσαρ, εντέλει ως επίγειος φορέας της θεϊκότητας, αφού στο μεταξύ ο Ιούλιος Καίσαρας είχε κυριολεκτικά αποθεωθεί.
Ο Αύγουστος είναι χωρισμένος σε έναν πρόλογο, τρία βιβλία που συνιστούν τα βασικά μέρη, και έναν επίλογο: το πρώτο βιβλίο αποτυπώνει με ένταση την προαναφερθείσα μετάβαση εξουσίας, το δεύτερο εστιάζει στα συγκινητικά απομνημονεύματα της εξορισμένης κόρης του Οκτάβιου, Ιουλίας, ενώ το τρίτο αποτελείται εξ ολοκλήρου από τις συγκροτημένες σκέψεις του Αύγουστου, ο οποίος πασχίζει να ανασυνθέσει με στοχαστικό τόνο τη ζωή και τα πεπραγμένα του. Πρόκειται λοιπόν για ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όχι όμως γραμμένο με τον κλασικό τρόπο της τριτοπρόσωπης αφήγησης: το βιβλίο συγκροτούν οι προσωπικές φωνές των ιστορικών προσωπικοτήτων-χαρακτήρων με τη μορφή επιστολών, ημερολογίων, σημειώσεων, υπομνημάτων, πρακτικών κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας πετυχαίνει να μας φέρει εγγύτερα στα πρόσωπα κι έτσι είναι σαν αυτά να μας εκμυστηρεύονται τις πιο μύχιες σκέψεις τους, καθιστώντας μας οιονεί μάρτυρες των ποικίλων και πολυδιάστατων τεκταινόμενων – από τις πολιτικές κόντρες και τις στρατιωτικές μάχες μέχρι τις οικογενειακές υποχρεώσεις και τις ερωτικές ατασθαλίες. Συνάμα το χαμηλόφωνο ύφος του Γουίλιαμς φροντίζει για την απαραίτητη εξισορρόπηση, τη διατήρηση των αναγκαίων αποστάσεων από την τόσο ταραχώδη εποχή.
Στο βιβλίο «παρελαύνουν» ηγέτες και υποτακτικοί, πολιτικοί και σύμβουλοι, στρατιώτες και ποιητές, και φυσικά μοιραίες μητέρες, σύζυγοι και κόρες.
Έχουμε λοιπόν μια πλούσια μυθιστορία της εποχής του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα: πώς το «παιδί», όπως αποκαλούσαν αρχικά και υποτιμητικά τον Οκτάβιο οι εχθροί του, έγινε πανίσχυρος ηγεμόνας· με τι τρόπους προσπάθησαν οι αντίπαλοί του να διεκδικήσουν κομμάτι της εξουσιαστικής πίτας· πώς η «παλαιά Δημοκρατία» μετατράπηκε σε μια Αυτοκρατορία που εξαπλωνόταν διαρκώς, με τη Ρώμη πάντα ως κέντρο, μια Ρώμη που όμως έπρεπε και «να βρει όρια να χωρέσουν τον φόβο της»· ποιος ήταν ο περιφερειακός ρόλος που έπαιζαν οι διανοούμενοι και οι ποιητές της εποχής στις συζητήσεις για την ενδεδειγμένη πολιτειακή κατάσταση και για το αν η ισχύς του νόμου μπορεί να γεννήσει στους ανθρώπους την «επιθυμία της αρετής» («οι νόμοι μου δεν έσπρωξαν τους ανθρώπους προς την αρετή» αποφαίνεται στο τέλος με απογοήτευση ο Αύγουστος). Στο βιβλίο «παρελαύνουν» ηγέτες και υποτακτικοί, πολιτικοί και σύμβουλοι (σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν ο Μαικήνας, σύμμαχος του Οκτάβιου και προστάτης των τεχνών –από όπου και η τωρινή σημασία της λέξης– και ο Αγρίππας, το δεξί χέρι του Οκτάβιου που είχε οριστεί και ως ο διάδοχός του, αλλά πέθανε πριν από αυτόν), στρατιώτες και ποιητές, και φυσικά μοιραίες μητέρες, σύζυγοι και κόρες. Η ζωή της Ιουλίας, που θα εξοριστεί με την κατηγορία της μοιχείας έχοντας ωστόσο υποστεί επανειλημμένα την επιβολή συζύγων από τον πατέρα της σύμφωνα με τις ανάγκες της κληροδοσίας της Αυτοκρατορίας (εξού και λέει με πικρό χιούμορ, «Ο πατέρας μου τα έχει όλα γραμμένα, κι έτσι ξέρουμε πάντα με ποιον είμαστε παντρεμένοι») είναι από μόνη της μια συναρπαστική ιστορία που δείχνει πόσο καταραμένη μπορεί να είναι η μοίρα ενός ισχυρού και επιφανούς ατόμου.
Ο μυθιστορηματικός Αύγουστος, όπως ο Γουίλιαμς αποτυπώνει τις σκέψεις του σε επιστολές, παρουσιάζεται κατά κύριο λόγο ως ένα μίγμα στωικισμού και σκεπτικισμού.
Προπάντων, ωστόσο, αντιμετωπίζουμε τον επιβλητικό Αύγουστο: αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει τον συγγραφέα δεν είναι η σύμπτωση ιστορίας και μυθοπλασίας, αλλά η ψυχονοητική εμβάθυνση στον πρωταγωνιστή του. Ο πραγματικός Αύγουστος έμεινε στην ιστορία ως ένας πανίσχυρος και πανούργος αυτοκράτορας που δέσποζε για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, διεύρυνε την Αυτοκρατορία, έλεγξε αποτελεσματικά (συνήθως υποβαθμίζοντας, και με βία) τους άλλους φορείς της πολιτικής εξουσίας (Σύγκλητος, ύπατοι, δήμαρχοι κ.ά.), εγκαθίδρυσε μια κανονική γραφειοκρατία, ενώ στην εποχή του άνθισαν και οι τέχνες, ιδίως η ποίηση (οι τρεις κορυφαίοι Λατίνοι ποιητές –Βιργίλιος, Οράτιος και Οβίδιος– έζησαν εκείνη την περίοδο). Ο μυθιστορηματικός Αύγουστος, όπως ο Γουίλιαμς αποτυπώνει τις σκέψεις του σε επιστολές, παρουσιάζεται κατά κύριο λόγο ως ένα μίγμα στωικισμού και σκεπτικισμού: εδώ η μοίρα παίζει καθοριστικό ρόλο, η εξουσία πρέπει να περιορίζεται προκειμένου να μη διαφθείρει (εντελώς) και ο άνθρωπος είναι το δύστυχο πλάσμα που αυταπατάται όταν ισχυρίζεται πως γνωρίζει σε βάθος τον εαυτό του, ενώ συγχρόνως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς (όπως θα δείξει δύο αιώνες μετά ο όντως Στωικός αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος στα Εις Εαυτόν).
Συνάμα, ο Αύγουστος παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος με πρωθύστερη γνώση: η Αυτοκρατορία πέπρωται να διαλυθεί, αφού μοίρα όλων των πραγμάτων είναι ο θάνατος· καλό είναι λοιπόν οι άνθρωποι να μαθαίνουν να πεθαίνουν ήρεμα και προτού γεράσουν και γίνουν, όπως διαβάζουμε σε μια συγκλονιστική πρόταση, «τόσο άτυχοι ώστε να φτάσουν να σκέφτονται πως είχαν ζήσει για το τίποτα, πως οι ζωές τους είχαν ξετυλιχτεί χωρίς νόημα». Όχι τυχαία, πάνω από τους μισούς πρωταγωνιστές της εξιστορούμενης εποχής, άνθρωποι με τεράστια ισχύ και φήμη, αυτοκτόνησαν (Αντώνιος, Κλεοπάτρα, Βρούτος, Ίουλος, κ.ά.) ή δολοφονήθηκαν (Ιούλιος, Κικέρων, κ.ά.). Αλλά και η συνέχεια ήταν εξίσου βίαιη για τους πλείστους κατόχους της υπέρτατης εξουσίας: οι επόμενοι πέντε αυτοκράτορες μετά τον Αύγουστο (Τιβέριος, Καλιγούλας, Κλαύδιος, Νέρων, Γάλβας) δολοφονήθηκαν, ο έκτος (Όθων) αυτοκτόνησε, και παρόμοιο ειδεχθές τέλος είχαν αρκετοί ακόμα, ενώ δεν έλειψαν και οι αδελφοκτονίες. Λέγεται πως ο ίδιος ο Αύγουστος διέταξε τη θανάτωση του έφηβου γιου της Κλεοπάτρας με τη φράση, «Οι πολλοί Καίσαρες δεν είναι καλό πράγμα», επιβεβαιώνοντας και αυτός το ρητό «Η εξουσία δεν μοιράζεται». Η παράγραφος με την οποία κλείνει ο Αύγουστος, η οποία σχετίζεται με το θέμα της κληρονομικής εξουσίας, είναι μία από τις πιο ειρωνικές στην παγκόσμια λογοτεχνία.
«Αν και διαφορετικά τα μεγέθη, οι μηχανορραφίες μέσα σε ένα πανεπιστήμιο είναι παρεμφερείς με αυτές που συναντάμε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή στην Ουάσιγκτον».
John Williams
Ένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν θα είχε όμως ιδιαίτερο νόημα αν δεν αφορούσε και το παρόν. Σε μια συνέντευξή του το 1985 ο Γουίλιαμς μας προσφέρει ένα ακόμα ερμηνευτικό έρεισμα: «Αν και διαφορετικά τα μεγέθη, οι μηχανορραφίες μέσα σε ένα πανεπιστήμιο είναι παρεμφερείς με αυτές που συναντάμε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή στην Ουάσιγκτον». Εδώ ο συγγραφέας όχι μόνο συνδέει το campus novel του (Στόουνερ) με το φαινομενικά τόσο διαφορετικό Αύγουστο, αλλά και δείχνει την πρόθεσή του να μιλήσει για την, ούτως ειπείν, αμερικανική αυτοκρατορία. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι άρχισε να γράφει το βιβλίο το 1967, έτος κλιμάκωσης του πολέμου στο Βιετνάμ, ενός πολέμου που θα εντείνει ακόμα περισσότερο τον αντιαμερικανισμό, εκτός και εντός ΗΠΑ. Η Αμερική, η περήφανη νικήτρια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που αναδύθηκε όχι μόνο ως παγκόσμια δύναμη αλλά και ως διεθνής προστάτιδα των ατομικών ελευθεριών (η Σοβιετική Ένωση αξίωνε μόνο το πρώτο), πάσχισε έκτοτε να μετατραπεί σε μια αυτοκρατορία που επιβάλλει προς τα έξω τη βούλησή της κυρίως με την ισχύ των όπλων, ενώ στο εσωτερικό της έβριθαν και βρίθουν οι μηχανορραφίες και οι συνωμοσίες. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως ο Γουίλιαμς έγραψε το βιβλίο για να κριτικάρει τη χώρα του. Ωστόσο, κάτι τέτοιο διαφαίνεται ανάμεσα στις γραμμές του Αύγουστου: όχι μόνο το μίγμα σεξ και πολιτικής στην αρχαία Ρώμη θυμίζει κάποιους Αμερικανούς προέδρους του 20ού αιώνα, αλλά και όταν η μητέρα του Οκτάβιου, Άτια, του γράφει, «Είναι ο κόσμος της Ρώμης, όπου κανένας δεν ξέρει ποιος είναι ο φίλος και ποιος ο εχθρός του», δεν είναι σαν να επαναλαμβάνει τη διάσημη φράση του Τρούμαν, «Αν θες έναν φίλο στην Ουάσιγκτον, πάρε έναν σκύλο»;
Ο Αύγουστος είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, το πανόραμα μιας εποχής που υπήρξε ιστορική με όλη τη σημασία της λέξης –εξαιρετική και εφιαλτική, δημιουργική και αιματηρή, στιβαρή και ρευστή– και, «αν και διαφορετικά τα μεγέθη», παρεμφερής με τη δική μας.
Όπως κι αν έχει, το βιβλίο αξίζει προπάντων να διαβαστεί ως ένα εκτενές ερωτηματολόγιο που μας θέτει θεμελιώδη ζητήματα: Από πού προερχόμαστε και πού πάμε; Πώς πρέπει να ζούμε τη ζωή μας; Πότε πρέπει να επιμένουμε και πότε να υποχωρούμε; Τι τίμημα αξίζει να πληρώνει κανείς για την κατάκτηση ισχύος, πλούτου και φήμης; Ποιες είναι οι δυνάμεις που κινούν την ανθρώπινη Ιστορία, και υπάρχει αντικειμενικό νόημα σε αυτήν; Τι κάνουμε όταν διαπιστώνουμε πως αυτές οι δυνάμεις δεν είναι η ανθρώπινη νόηση ή/και βούληση, αλλά η «Τύχη» η οποία, όπως το θέτει ο Αύγουστος, είναι ο μόνος αληθινός θεός (εξού και γράφεται με κεφαλαίο), «ιερέας του οποίου είναι ο κάθε άνθρωπος και το μοναδικό σφάγιο που ο ιερέας αυτός μπορεί και τελικά θυσιάζει στον θεό του είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ο δύστυχος εαυτός του, που είναι θύτης και θύμα μαζί»; Υπάρχει γραμμική πρόοδος στην Ιστορία, ή τα ανθρώπινα είναι κυκλικής φύσεως; Αξίζει να συμμετέχουμε στα δημόσια πράγματα, όπως πίστευαν οι Στωικοί, ή είναι καλύτερα να ακολουθούμε το επικούρειο παράδειγμα του λάθε βιώσας και του αναχωρητισμού, ή μήπως προτιμότεροι ήταν οι Κυνικοί, που έλεγχαν με σαρκαστική γλώσσα τούς ισχυρούς, απέχοντας παράλληλα από την εξουσία; Παρότι το βιβλίο (δηλαδή ο Γουίλιαμς μέσω αυτού) δίνει απαντήσεις, αυτές δεν είναι οριστικές, και τόσο το καλύτερο. Θεωρώ πάντως ότι διαφαίνεται η κοσμοεικόνα του συγγραφέα, σύμφωνα με την οποία, π.χ., νεωτερικές αντιλήψεις όπως η γραμμική πρόοδος της ανθρωπότητας προς το καλύτερο θα πρέπει να εγκαταλειφθούν (με τα δικά του λόγια: «Αυτή η επαρχιώτικη εντύπωση που έχουμε ότι εμείς είμαστε πολύ πιο προηγμένοι – τι ανοησία!»). Η ανάγνωση του βιβλίου γεννά ή ανακινεί λοιπόν και την ιδιάζουσα εσωτερική δύναμη και γαλήνη που μπορεί να μας προσφέρει ένα ευθύβολο, πραγματιστικό βλέμμα πάνω στα ανθρώπινα.
Αυτό που έγραψε ο Γουίλιαμ Γκίμπσον για τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας, «Όποιος νομίζει πως η επιστημονική φαντασία μιλά για το μέλλον είναι ηλίθιος», ισχύει και για τα καλά ιστορικά μυθιστορήματα: αμφότερα μιλούν για το παρόν. Ο Αύγουστος είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, το πανόραμα μιας εποχής που υπήρξε ιστορική με όλη τη σημασία της λέξης –εξαιρετική και εφιαλτική, δημιουργική και αιματηρή, στιβαρή και ρευστή– και, «αν και διαφορετικά τα μεγέθη», παρεμφερής με τη δική μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ουδέποτε είχα τον συναισθηματισμό και τη ρητορική αγάπη για τον απλό λαό, που τα χρόνια της νιότης μου ήταν πολύ του συρμού (και είναι ακόμα τώρα). Οι άνθρωποι στο σύνολό τους είναι κατά τη γνώμη μου αγροίκοι, αδαείς και μοχθηροί – και είναι αδιάφορο αν σκεπάζουν αυτές τις ιδιότητές τους με τον χοντροκομμένο χιτώνα του χωρικού ή με τη λευκή περιπόρφυρη τήβεννο του συγκλητικού. Μα και στον πιο αδύναμο άνθρωπο, τις στιγμές που είναι μόνος του αυτός και ο εαυτός του, έχω βρει φλέβες δύναμης, σαν τις φλέβες του χρυσού μέσα στην άθλια πέτρα· στον πιο σκληρό και άκαρδο άνθρωπο είδα αστραπές τρυφερότητας και συμπόνιας· και στον πιο ματαιόδοξο απ’ όλους στιγμές απλότητας και χάρης».
Αύγουστος
John Williams
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Gutenberg 2017
Σελ. 536, τιμή εκδότη €20,00