
Για τα βιβλία «Το σημειωματάριο» (εκδ. Αντίποδες) του Αριστείδη Αντονά, «Πέρα από την άκρη του κόσμου» (εκδ. Ενύπνιο) του Βασίλη Χουλιαρά και «Γλυκέ μου δεινόσαυρε» (εκδ. Πλήθος) της Γεωργίας Διάκου.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Τρία πεζά που κυκλοφόρησαν προσφάτως από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους και χαρακτηρίζονται από έντονη ποιητική διάθεση. Μια ιδιότυπη περιπλάνηση στο κέντρο της Αθήνας, μια συλλογή μικροδιηγημάτων όπου μπλέκονται πραγματικότητα και μύθος, μια επίκληση στον έρωτα και τη μνήμη, που κινδυνεύουν με αφανισμό.
Το σημειωματάριο (εκδ. Αντίποδες) του Αριστείδη Αντονά
Ως άλλος flâneur, Οδυσσέας του άστεως ή Λεοπόλδος Μπλουμ των Εξαρχείων, ο αφηγητής αυτού του ιδιότυπου βιβλίου του Αριστείδη Αντονά, το οποίο θα μπορούσε να είναι δοκίμιο ή να ανήκει σε ένα σύμμεικτο είδος μυθοπλασίας και autofiction, μεταβαίνει από τη Σπύρου Τρικούπη με τελικό προορισμό τη Διδότου.
Την ίδια στιγμή που περιδιαβάζει το κέντρο της Αθήνας, με σκοπό να πάει στην άρρωστη κοπέλα του ένα ψητό ψάρι, έχει αποφασίσει να γεμίσει με σκέψεις ένα σημειωματάριο που του έχει δώσει ως δώρο η φίλη του η Τζίνα, η οποία αποδεικνύεται πως είναι η Τζίνα Πολίτη, που πλέον δεν βρίσκεται εν ζωή.
Ίσως εξηγείται, όμως, γιατί στις 50 παραγράφους που συγκροτούν το βιβλίο υπάρχουν αναφορές στον Τζόις, τον οποίο η Πολίτη έχει αναλύσει εις βάθος. Ο Αντονάς κάποια στιγμή αποκαλύπτει πως ο αφηγητής-περιπατητής είναι ο ίδιος, δίδοντας έναν προσωπικό τόνο στις σκέψεις του. Κι όμως, εκεί που πιστεύεις πως έχεις να κάνεις με μια μορφή περιπατητικής αυτομυθοπλασίας ή πραγματικότητας που μετατρέπεται σε ημερολογιακή γραφή, εισβάλλει από το πουθενά (;) η μυθοπλασία και μετατρέπει το όλον σε κάτι που ειδολογικά δεν μπορείς να προσδιορίσεις. Δεν χρειάζεται, άλλωστε.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αντονάς δημιουργεί ένα βιβλίο έχοντας ως «όπλο» το εντελώς προσωπικό του στιλ. Μεταμοντερνισμός; Πειραματισμός στο μεταίχμιο των ειδών;
Οι σκέψεις του Αντονά μεταφέρονται από τα απλά χρειώδη ως τη ρυμοτομία και την αρχιτεκτονική της πόλης. Από την αξία να πίνεις τον καφέ σου σαν να μετέχεις σε μια μαγική ιεροτελεστία ως τη μετεξέλιξη του φεμινιστικού κινήματος και τις δραστικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην περιοχή των Εξαρχείων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αντονάς δημιουργεί ένα βιβλίο έχοντας ως «όπλο» το εντελώς προσωπικό του στιλ. Μεταμοντερνισμός; Πειραματισμός στο μεταίχμιο των ειδών; Τι σημασία έχουν οι ορισμοί, όσο υπάρχει η πορεία μέσα στην πόλη, αλλά και μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου που βιώνει την καθημερινότητα με εντελώς αλλότροπη διάθεση;
Πέρα από την άκρη του κόσμου (εκδ. Ενύπνιο) του Βασίλη Χουλιαρά
Στα μικρά ως πολύ μικρά διηγήματα του Χουλιαρά, η πραγματικότητα και ο μύθος διαχέονται και αποκτούν μια επιπλέον διάσταση. Το γεγονός ότι σπάνια συναντάμε ονόματα στους πρωταγωνιστές, γεωγραφικές συντεταγμένες ή συγκεκριμένες χρονικές σημάνσεις δείχνει πως η πρόθεση του συγγραφέα είναι να αφήσει το ρευστό της γραφής να καλύψει όλα τα κενά. Μεταξύ ρεαλισμού και παραμυθητικής διάθεσης, ο Χουλιαράς μάς μεταφέρει άλλοτε σε κάποιο κάστρο με ιππότες, πολεμιστές και βασιλιάδες κι άλλοτε στο κέντρο μιας πόλης του σήμερα.
Τάσσεται η γραφή του υπέρ του λαβυρίνθου της ζωής και της μοίρας. Πολύ συχνά τα μικρά διηγήματά του επιστρέφουν από εκεί που ξεκίνησαν μέσω μιας παραλλαγμένης διαδρομής ή άλλοτε τελειώνουν με μια απρόσμενη κίνηση που αλλάζει όλη την πρότερη κατάσταση. Οι ήρωες του Χουλιαρά ζουν υπό το κράτος της μοίρας, υπόκεινται σε μια ανώτερη δύναμη που καθορίζει τη μοίρα και τις κινήσεις τους, ενώ το αίτιο και το αιτιατό των πραγμάτων βρίσκεται πάντα υπό αμφισβήτηση ως μια ύστατη πράξη αντίστασης του ανθρώπου.
Στα κείμενα του Χουλιαρά, η γλώσσα λειτουργεί ως βασικός πυρήνας. Υπό συνθήκες θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχουν μια ποιητική διάθεση. Όχι τόσο λόγω του ύφους, όσο της εμπρόθετης ανάγκης για αφαίρεση. Πάντως, ανάμεσα στα μικρά και κάπως μεγαλύτερα κείμενα, φαίνεται πως ο συγγραφέας ξέρει να κινείται πιο επιδέξια στα δεύτερα και ειδικά όταν το ρεαλιστικό πλαίσιο είναι σαφές και καθαρογραμμένο.
Γλυκέ μου δεινόσαυρε (εκδ. Πλήθος) της Γεωργίας Διάκου
Η επίκληση του δεινόσαυρου σε όλα τα πεζοποιήματα της Διάκου δεν παραπέμπουν στο προϊστορικό ζώο, αλλά στον έρωτα και στη μνήμη, που κουβαλούν κι αυτά με τη σειρά τους τη δική τους προϊστορία και κινδυνεύουν, ως άλλοι δεινόσαυροι, με αφανισμό. Η συνειρμική διάθεση των κειμένων είναι κάτι παραπάνω από ζωντανή και εμπρόθετη. Ακόμη και χρηστικά αντικείμενα της καθημερινότητας αποκτούν μια άλλη διάσταση στα κείμενα της Διάκου. Η σωματικότητα, η πλήρης υλικότητα των σωμάτων, έρχεται να συναντήσει την ονειρική διάσταση, αλλά και την ποιητική διάθεση. Αίφνης, όλα γίνονται μέρος ενός ευρύτερου κόσμου που δεν έχει συγκεκριμένες διαστάσεις και όρια.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον στη Διάκου είναι οι έντονες εικόνες που δομούν τις μικρές ιστορίες της (ας τις ονομάσουμε έτσι για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου). Είναι σφύζουσες και ανάγλυφες και ουσιαστικά ενδυναμώνουν τις λέξεις που επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως όχημα. Η μνήμη είναι παρούσα, αλλά όχι ως μια γραμμική αφήγηση του βίου των ανθρώπων, αλλά κάνοντας σλάλομ, κυκλοτερείς διαδρομές, αναπλάσεις ή ακόμη και ετεροχρονισμούς. Πουθενά δεν εμφανίζεται η γραμμικότητα στα κείμενα της Διάκου. Κάτι που ξεκινάει, αλλάζει, μετατρέπεται σε κάτι άλλο και καταλήγει, αν καταλήγει, σε μια έτερη εικόνα.
Όσο για το σώμα, εμφανίζεται με τα φθοροποιά στοιχεία του, αλλά και με μια ανάγκη αντίστασης στο βάρος του χρόνου, αλλά και στις κοινωνικές κατασκευές που προσπαθούν να το περιορίσουν στα στενά όρια της ταυτότητας και του φύλου. Σίγουρα, ο γλυκός δεινόσαυρος της Διάκου χρειάζεται περισσότερες αναγνώσεις για να αποκτηθεί μια κάποια αναγνωστική επαφή, κάτι λογικό και επόμενο όταν έχουμε να κάνουμε με κείμενα των οποίων η ποίηση αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνειών.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.

























