Για το βιβλίο του Δημήτρη Τανούδη «Το μούδιασμα» (εκδ. Στερέωμα). Κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια από τον πίνακα On the Shadows of Giants, του Ζαάμ Αρίφ.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Σε ένα παγκάκι των υπεραστικών λεωφορείων, ένας άντρας κρατάει μια κούτα που μέσα της περιέχει δώρα προς τον επτάχρονο γιο του (τον ονομάζει Α.), ο οποίος ζει μακριά του μετά το αναγκαστικό διαζύγιο με τη γυναίκα του. Είναι, όμως, ένας παράξενος άνθρωπος ο ήρωας του Δημήτρη Τανούδη στο βιβλίο του Το μούδιασμα, που ακόμη κι αυτή την -κατά τ’ άλλα εύκολη- διευθέτηση (πόσο δύσκολο είναι να στείλεις κάτι με το ταχυδρομείο;) δεν μπορεί να την ολοκληρώσει.
Ένα παράξενο μούδιασμα που τον πιάνει από καιρού εις καιρόν τον αναγκάζει να μένει εμβρόντητος, ακινητοποιημένος, ολότελα παράλυτος. Πρόκειται για μια μορφή απόσχισης των αισθήσεων από το σώμα του, σαν κάποιος να του τροχίζει τη γλώσσα ή να του ακυρώνει την απτική σχέση με τον κόσμο και τον εαυτό του.
Διττή αποξένωση
Θα έλεγε κανείς πως ο συγκεκριμένος άντρας βιώνει μια διττή αποξένωση από τον πυρήνα της ύπαρξής του. Μια λεκτική, καθώς οι λέξεις, οι φθόγγοι και οι ήχοι κυκλοφορούν εντός του, δίχως να βρίσκουν δίοδο επικοινωνίας με το έτερο άλλο. Παράλληλα, όμως, υπάρχει και μια σωματική άπωση από τα πάντα, με αποτέλεσμα ο βαθμός της αποξένωσής του να φτάνει σε σημείο πλήρους μόνωσης. Το να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματά του ή να στοχαστεί πάνω στην κατάσταση που έχει βρεθεί η ζωή του, είναι γι’ αυτόν μια μορφή ασφάλειας, μέσα στον ολότελα ανασφαλή βίο του.
Κι όταν μπορεί, όταν το μούδιασμα υποχωρεί έστω για λίγο περιδιαβάζει την πόλη, αλλά όχι με την άνεση ενός flaneur που τίποτα δεν τον μέλλει και ουδεμία αίσθηση του χρόνου ταράζει τους λογισμούς του.
Μόνιμη κατάσταση κενού
Διακρίνει μια μόνιμη κατάσταση κενού τριγύρω του. Όπου και να κοιτάξει, όπου και να σταθεί το βλέμμα του, αυτή η κενότητα είναι η αντανάκλαση του δικού του μουδιάσματος. Ακόμη κι αν το πολύβουο πλήθος περπατάει, τρέχει, συμπεριφέρεται δήθεν φυσιολογικά. Για τον ίδιο είναι δύσκολο ακόμη και να πάει στο συνεργείο που έχει αφήσει το αυτοκίνητό του. Οι πιο απλές εργασίες της ημέρας για τούτο τον άνθρωπο είναι ένα βουνό που πρέπει να ανέβει γνωρίζοντας πως πάλι θα κατέβει στα ριζά, ως άλλος Σίσσυφος.
Αυτή η σισσύφεια μορφή κίνησης-ακινησίας, το παράλογο της ταλάντευσης από την αρχή στο τέρμα και πάλι από την αρχή, είναι ένα μοτίβο που θα το δούμε να αναπτύσσεται στη νουβέλα του Δημήτρη Τανούδη, καθώς το τέλος ομοιάζει με την έναρξη του βιβλίου. Λες και ο ήρωας δεν περπάτησε ούτε ένα βήμα, δεν σηκώθηκε καν από το παγκάκι, κι όλη αυτή η διαδρομή μέσα στην πόλη, οι συναντήσεις με ανθρώπους, η απεύθυνση σε άγνωστα ή αόρατα πρόσωπα, να ήταν μόνο μια εγκεφαλική συνθήκη.
Τη στιγμή που το σώμα αδυνατεί, το πνεύμα οργανώνει την αντίστασή του. Σκέφτεται, ενδοσκοπεί, επιστρέφει στο δύσκολο οικογενειακό παρελθόν, στέκεται στην ύπαρξη του γιου του που του προσφέρει μια στιγμή πλήρωσης, την ώρα που ο ίδιος ζει μια μισοζωή, όπως την αναφέρει.
Ο Δημήτρης Τανούδης γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Σπασμός (Νεφέλη 2011), Χώματα (Νεφέλη 2014), Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος (Ο Μωβ Σκίουρος 2020) και τη συλλογή διηγημάτων Δεν θέλετε να σας ακούσουν (Ο Μωβ Σκίουρος 2023). Έλαβε το Βραβείο Νέων Λογοτεχνών ΕΚΕΒΙ (2011) και ήταν υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην κατηγορία Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα (2012). |
Τυπικό δείγμα
Είναι ένα τυπικό δείγμα του μετανωτερικού ανθρώπου αυτός ο ήρωας; Αναμφίβολα, ναι. Η αστικοποιημένη ζωή του είναι κατατρυπημένη από μοναξιά και έλλειψη προοπτικών. Η ανηδονική κατάστασή του, το σπασμωδικό μυρμήγκιασμά του, η ασυνεχής σχέση ανάμεσα στο σώμα και το μυαλό του, είναι στοιχεία που συναντάει κανείς στον σημερινό δυτικό άνθρωπο.
Ο Δημήτρης Τανούδης δημιουργεί μια εσωστρεφή μινιατούρα, γεμάτη αδρές και συνάμα πυκνές εικόνες και με ύφος που δεν σου επιτρέπει να αποξεχαστείς διαβάζοντας.
Ο Δημήτρης Τανούδης δημιουργεί μια εσωστρεφή μινιατούρα, γεμάτη αδρές και συνάμα πυκνές εικόνες και με ύφος που δεν σου επιτρέπει να αποξεχαστείς διαβάζοντας. Είναι μια εντατική άσκηση αυτό το βιβλίο, αλλά και μια βαθιά συνειδητοποίηση ότι η ζωή, η ανυπαρξία, ο μονήρης βίος και η εσωτερική δράση (ή μήπως περιπέτεια;) δεν είναι ασύμβατοι όροι μεταξύ τους. Ειδικά όταν μιλάμε για ανθρώπους των σημερινών πόλεων.
Η κίνηση του ήρωα μοιάζει με την ακινησία των μπεκετικών ηρώων. Πηγαίνουν κάπου δίχως να πάνε και οδεύουν σε δρόμους που τους αναζητούν, ενώ δεν υπάρχουν. Η πρόσδεση με τους δίπλα, τους απέναντι ή τους αντίθετα φερόμενους ούτε εύκολη είναι ούτε και γεμάτη προσδοκίες.
Ασυμπτωματική ακινησία
Όλα καταλήγουν σε μια ασυμπτωματική ακινησία που είναι τόσο περίκλειστη που ουδείς μπορεί να τη διασπάσει. Ακόμη κι αυτός που την κουβαλάει στωικά. Για τον ήρωα τα πάντα έχουν τελεστεί. Ακόμη και η εκ του μακρόθεν σχέση (ερωτική-αγαπητική) με τον γιο του. Δεν χρειάζεται να πάρει τα δώρα του, αλλά εκείνο, δίχως να το γνωρίζει, έχει προσφέρει το σημαντικότερο δώρο στον πατέρα του. Την ειλκρινή αγάπη. Το μόνο αντίδοτο στο μούδιασμα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η χθεσινή νύχτα δεν ήταν βέβαια πρωτόγνωρο φαινόμενο. Απουσίαζε συχνά από τη ζωή του το πρακτικό πνεύμα. Και την απουσία αυτή την επιδίωκε, γνωρίζοντας πόσο εύκολα θα μπορούσε να γίνει μια πηγή ανεμελιάς. Ξεχνούσε τότε ευθύνες, αγνοούσε καθήκοντα, τίποτα δεν γινόταν να τον φτάσει, τα απέτρεπε όλα η ελαφρότητα του παιδιού, τον προστάτευε ο νόμος του παιδιού, το κληρονομικό δικαίωμα του παιδιού μέσα του» (σελ. 30)