200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ, σκέψεις για την επικαιρότητα του μαρξισμού σήμερα με αφορμή και την πρόσφατη έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκης)
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Σε μια εποχή αναβίωσης του εθνικισμού και του πνεύματος της αντιπολιτικής μια ακόμη έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς φαντάζει παράταιρη; Σε μια εποχή κυριαρχίας του αντιπολιτικού η συζήτηση για το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μήπως είναι εκτός τόπου και χρόνου; Μια νέα μετάφραση όπως αυτή του εξαιρετικού Ανδρέα Παππά, εμπλουτισμένη με μια έξυπνη εικονογράφηση του Φερνάντο Βιθέντε δικαιολογούν άραγε μια καινούργια έκδοση; Εύλογα έρχεται στα χείλη το ερώτημα για τη σκοπιμότητα μιας ακόμα μετάφρασης και δημοσίευσης του Μανιφέστου;
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα είναι παντελώς άστοχα. Να γιατί.
Η «πανουργία» του Κομμουνιστικού Μανιφέστου
Ο Χέγκελ «ανακάλυψε» την πανουργία της ιστορίας. Υπάρχει όμως και η πανουργία των μεγάλων συγγραφέων και των έργων τους. Μια πανουργία που ωστόσο δεν γεννά απρόβλεπτα ιστορικά γεγονότα, διαφορετικά από τη θέληση των δημιουργών τους. Αυτή συνθέτει ένα προσαρμοσμένο στη σύγχρονη πραγματικότητα θεατρικό σενάριο, το οποίο παίζεται στη σκηνή της εκάστοτε πολιτικό-κοινωνικής συγκυρίας. Πρωταγωνιστές αυτού του σεναρίου δεν είναι οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες του, αλλά οι θεατές-αναγνώστες του. Κάθε μεγάλο έργο, και το Μανιφέστο είναι τέτοιο, δίνει στον μελετητή του τη δυνατότητα να εστιάσει το φακό του στη συγκυρία. Παράλληλα τον διευκολύνει να το κατεβάσει από την ανοικτή θεατρική σκηνή και να το ανεβάσει στο σκηνή της ατομικής του ζωής, όπου έχει στήσει το δικό του θεατρικό επιτελείο.
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπως
κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στο Λονδίνο
|
Αν κανείς διάβαζε το Μανιφέστο τις δεκαετίες του 60, του 70 και του 80, μέχρι και το 1989, θα εστίαζε το ενδιαφέρον του σε θέματα που αφορούν τη σχέση μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων με την υπόλοιπη Αριστερά και τα αστικά κόμματα, την κριτική του σε διάφορες μορφές και δρόμους προσέγγισης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Σήμερα όμως ουσιαστικά η ανάγνωση του Μανιφέστου μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για μια συζήτηση που θα επικεντρωθεί σε δύο καίριας σημασίας προβλήματα: Το πρώτο αφορά τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης τις οποίες αυτό με διαύγεια προβλέπει και το δεύτερο τη σχέση του λόγου της ριζικής κριτικής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος προς τη δημοκρατία.
Η κριτική στην παγκοσμιοποίηση πολλές φορές επικαλείται την κριτική του Μαρξ κατά της καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι αλήθεια πως η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί μόνο σημερινό φαινόμενο. Αυτή είναι αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας, που διαπερνά διαφορετικές φάσεις διαμόρφωσης του σύγχρονου καπιταλισμού. Στο Μανιφέστο περιγράφονται εκείνες οι ιστορικές διαδρομές που οδήγησαν στην αντικατάσταση της μεταποιητικής οικονομίας από τη βιοτεχνία και της τελευταίας, με τη σειρά της, από τις μηχανές και τον ατμό. Εξελίξεις που οδήγησαν στη βιομηχανική επανάσταση. Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών ήταν η ανάδειξη της παγκόσμιας αγοράς ως κοινού παρονομαστή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Η αστική τάξη με όπλο αυτήν την αγορά «διαδραμάτισε στην ιστορία ρόλο άκρως επαναστατικό» οδηγώντας την κοινωνία σε πρωτόγνωρες μορφές εξέλιξης. Μορφές που δεν ήσαν αφενός απαλλαγμένες από την ανάπτυξη νέων ανισοτήτων και «αδιάκοπου κλονισμού των κοινωνικών συνθηκών στο σύνολό τους», αλλά αφετέρου έσπρωχναν την κοινωνία σε υψηλότερες και πιο σύνθετες μορφές ανάπτυξης. Συνεπώς «μέσα από την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς η αστική τάξη προσέδωσε ενιαίο χαρακτήρα στην παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών της γης. Προς μεγάλη θλίψη των αντιδραστικών τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια της εθνικής βιομηχανίας».
Αποτελεί τη μεγαλύτερη ύβρη κατά του Μαρξ να τον επικαλείται κανείς για να εκτοξεύσει τα βέλη του κατά της παγκοσμιοποίησης και μάλιστα από εθνικιστικές θέσεις. Ο εθνικισμός για τους Μαρξ και Ένγκελς αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη χειραφέτηση των λαών, ενώ η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια μορφή συγκρότησης και αναδιάρθρωσης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, επώδυνης μεν, απαραίτητης δε για τη δημιουργία των προϋποθέσεων υπέρβασης αυτών των σχέσεων.
Είναι σίγουρο πώς οι συγγραφείς του Μανιφέστου θα προσέθεταν ότι σήμερα τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της βιομηχανικής εποχής όπως οι πρώτες ύλες, ο εξοπλισμός, η ζωντανή εργασία-κεφάλαιο αντικαθίστανται από νέα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, με την άμεση εφαρμογή της γνώσης στην παραγωγική διαδικασία μέσω της αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού, με τη βελτίωση των τεχνολογιών νέων μεθόδων παραγωγής και όχι με την παραγωγή νέων προϊόντων, με την επικράτηση νέων μοντέλων ανταγωνισμού κατά αγορές και όχι κατά κλάδους κ.λπ. Δεν θα έπαυαν, όμως να προειδοποιούν πως το εθνο-κρατικό πλαίσιο είναι ανίκανο να προχωρήσει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που το περιβάλλουν.
Αποτελεί τη μεγαλύτερη ύβρη κατά του Μαρξ να τον επικαλείται κανείς για να εκτοξεύσει τα βέλη του κατά της παγκοσμιοποίησης και μάλιστα από εθνικιστικές θέσεις. Ο εθνικισμός για τους Μαρξ και Ένγκελς αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη χειραφέτηση των λαών, ενώ η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια μορφή συγκρότησης και αναδιάρθρωσης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, επώδυνης μεν, απαραίτητης δε για τη δημιουργία των προϋποθέσεων υπέρβασης αυτών των σχέσεων.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα που προκύπτει από μια νέα ανάγνωση του Μανιφέστου είναι αυτό της σχέσης της επανάστασης με την εξουσία και οι επιπτώσεις αυτής της σχέσης στη δημοκρατία. Ο άγγλος ιστορικός Mark Mazower υποστηρίζει ότι στο βαθμό που ο Μαρξ δεν ανέπτυξε μια συνεκτική θεωρία για το κράτος, η θεωρία του έγινε αντικείμενο «κακής» χρήσης από τον Λένιν, ο οποίος «φάνηκε πρόθυμος να ασπαστεί μια άκρως ακτιβίστικη ερμηνεία των κειμένων». Σύμφωνα με τη λενινιστική ερμηνεία το έργο της ανατροπής των υφιστάμενων σχέσεων ιδιοκτησίας το αναλάμβανε πλέον ένα κόμμα μάλλον και όχι ένα κίνημα ή η κοινωνία. Δεν συμφωνώ με αυτή την ερμηνεία που αθωώνει τον Μαρξ και το Μανιφέστο από τις συνέπειες της αντίληψής τους για τη δομή της επαναστατικής εξουσίας.
Ο ίδιος ο Μαρξ διατηρούσε μια υποτιμητική στάση έναντι της δημοκρατίας, στάση που προφανώς νομιμοποίησε τη λενινιστική ερμηνεία. Ο Μαρξ στο Μανιφέστο, και όχι μόνο, αναλύοντας τα δεδομένα της δημοκρατίας, παραδέχεται πως η δημοκρατία ολοκληρώνεται στα πλαίσια του καπιταλισμού. Εδώ θέτει και τα όρια της.
Από εδώ όμως ξεκινούν τα προβλήματα, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιταγές του Μανιφέστου. Ο καπιταλισμός στο Κεφάλαιο του Μαρξ, παράγεται κοινωνικά και μετά διαμορφώνεται πολιτικά η εξουσία της κυρίαρχης αστικής τάξης. Στο Κεφάλαιο και στα Grundrisse όλες οι προηγούμενες μορφές κοινωνικών σχηματισμών, ιδιαίτερα ο καπιταλισμός, εμφανίζονται ως εγγενείς κοινωνικές τάσεις. Στο Μανιφέστο αντιθέτως η κατάληψη της εξουσίας είναι ο κρίσιμος παράγοντας «για την ανάρρηση του προλεταριάτου στη θέση της κυρίαρχης τάξης». Η εξουσία είναι το απαραίτητο μέσο για τη διαμόρφωση των νέων κοινωνικών σχέσεων του σοσιαλισμού.
Ο σοσιαλισμός, στο Μανιφέστο, πρώτα καταλαμβάνει την εξουσία και μετά «διαμορφώνει» τις νέες κοινωνικές σχέσεις. Κάτι σαν το δικό μας «έχουμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία». Όπου όμως οι κοινωνικές σχέσεις «εισάγονται» από την πολιτική, εκεί παραμονεύει το μοναδικό κόμμα και ο μεγάλος ηγέτης. Εκεί κατοικεί ο ολοκληρωτισμός. Ο κομμουνιστικός ολοκληρωτισμός είναι απόρροια αυτής της θέσης. Δεν έφταιγαν μόνο ο Λένιν και ο Στάλιν για αυτό το αποτέλεσμα. Αυτή η ηγεμονική θέση της εξουσίας στο Μανιφέστο σηματοδοτεί τα όρια της μαρξικής θεωρίας και του χειραφετητικού της περιεχομένου.
Από την άλλη, ενδεικτικά μόνο, οι Αντόρνο - Χορκχάϊμερκατηγορούσαν τον Μαρξ όχι ως αντιφιλελεύθερο, αλλά ως φιλελεύθερο. Γι’ αυτούς ο Διαφωτισμός και ο μαρξισμός αποτελούσαν μια φιλελεύθερη εκκοσμίκευση, η οποία προσπαθώντας να συμβιβάσει το γενικό με το ειδικό με όχημα την επιστήμη, μετασχηματίζεται σε ολοκληρωτισμό, από τη στιγμή που τίθεται στην υπηρεσία της βιομηχανικής κοινωνίας.
Ο Μαρξ πέρα από το Μανιφέστο
Φέτος, εκτός από 170 χρόνια από την πρώτη έκδοση του Μανιφέστου (1848), στις 5 Μαΐου (δηλαδή, σήμερα) συμπληρώνονται και 200 χρόνια από τη μέρα γέννησης του Καρλ Μαρξ. Προς διάψευση των απύθμενων ανοησιών που γράφονται στο βαθύ διαδίκτυο, σήμερα δυο στοχαστές βρίσκονται στο επίκεντρο του προβληματισμού των αμερικανικών πανεπιστημίων αλλά και μεγάλων μάνατζερ και επιχειρηματιών. Είναι ο Μακιαβέλι και ο Μαρξ. Από τον Μακιαβέλι εξάγονται συμπεράσματα για τον χαρακτήρα της επιχειρηματικής δράσης ως πράξης που η ηθική της κρίνεται από την αποτελεσματικότητά της και από τον Μαρξ εξάγονται συμπεράσματα για τον τρόπο λειτουργίας των μεγάλων επιχειρήσεων.
Ο Μαρξ έβλεπε τον καπιταλισμό ως κοινωνική σχέση μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου. Σήμερα υπάρχει ένα ρεύμα που θέλει τον Μαρξ να επιστρέφει κρατώντας την ρομφαία του ηθικολόγου. Μια τέτοια «επιστροφή» επιδιώκει να επαναφέρει τον μαρξισμό ως ηθική πρόταση. Αυτή η θεώρηση υποστηρίζει έναν Μαρξ που περιγράφει το καπιταλιστικό σύστημα ως ένα άδικο σύστημα. Ποτέ όμως ο Μαρξ δεν μίλησε για άδικο σύστημα. Αναφερόταν σ’ ένα άνισο σύστημα.
Η μοναδική σελίδα από το χειρόγραφο που σώζεται
έως σήμερα
|
Διατύπωσε μήπως ο Μαρξ τον νόμο της αξίας; Όχι φυσικά. Η κλασική πολιτική οικονομία στη βάση του καταμερισμού της εργασίας και μιας εργασιακής εξήγησης των τιμών είναι αυτή που διατύπωσε τον νόμο της αξίας. Ο Μαρξ απλώς εξέτασε αυτόν τον νόμο υπό την οπτική γωνία των κερδών και όχι των τιμών. Ενώ ο Ρικάρντο περιγράφει την πορεία των κερδών από τον ένα τομέα στον άλλο, ο Μαρξ ενδιαφέρεται για την πηγή των κερδών.
Η πρώτη του καινοτομία αφορά την αντίληψη πως ο νόμος της αξίας δεν αποτελεί έναν άδικο νόμο. Το εμπόρευμα που λέγεται εργατική δύναμη σε γενικές γραμμές ανταμείβεται με το ισοδύναμο της απαραίτητης αξίας για την αναπαραγωγή του. Η αξία της εργατικής δύναμης όμως εμπεριέχει την ανισότητα, αφού αυτή η δύναμη έχει την ικανότητα να παράγει περισσότερη αξία απ' όση χρειάζεται για να αναπαραχθεί η ίδια. Αν ο Μακιαβέλι απελευθέρωσε την πολιτική από την εκκλησιαστική ηθική, ο Μαρξ απελευθέρωσε την κριτική του καπιταλισμού από την ηθικολογία.
Αλλά και ο νόμος της αξίας, αυτός καθαυτός, δεν αποτελεί καμία καινοτομία χωρίς την ανάλυση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Η καπιταλιστική παραγωγή στηρίζεται όχι απλώς στον νόμο της αξίας, αλλά στην ανισορροπία της σχέσης μεταξύ σταθερού κεφαλαίου (μάζα χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής) και μεταβλητού κεφαλαίου (αξία της εργατικής δύναμης ή αλλιώς ποσότητα εργασίας). Εφόσον το ποσοστό κέρδους εξαρτάται από το μεταβλητό κεφάλαιο και στον βαθμό που η διαρκώς αναπτυσσόμενη καπιταλιστική παραγωγή αυξάνει το μέγεθος του σταθερού κεφαλαίου, αυτό συνεπάγεται την πτώση του ποσοστού κέρδους.
Ο Μαρξ αναλύει τις κρίσεις και όχι την πτώση του καπιταλισμού. Ο ίδιος ο καπιταλισμός –υποστηρίζει ο Μαρξ– δημιουργεί αντίρροπες τάσεις σ' αυτήν την πτωτική τάση μέσα από το εξαγωγικό εμπόριο και τη διεθνή επέκταση στις αγορές. Μέσα δηλαδή από αυτό που σήμερα ονομάζεται παγκοσμιοποίηση. Ο Μαρξ δεν προφήτεψε την ιστορική πτώση του καπιταλισμού, αλλά την ιστορική εμφάνιση της παγκοσμιοποίησης. Να η δεύτερη μεγάλη του καινοτομία.
Το μείζον για τον Μαρξ δεν είναι η αγορά, η ανταλλαγή δηλαδή, αλλά ο τρόπος παραγωγής του κεφαλαίου, η παραγωγή και η αξία χρήσης. Η αγορά παίζει δευτερεύοντα ρόλο στον πυρήνα του μαρξικού έργου, αφού αυτή καθορίζεται από την παραγωγή.
Το μείζον για τον Μαρξ δεν είναι η αγορά, η ανταλλαγή δηλαδή, αλλά ο τρόπος παραγωγής του κεφαλαίου, η παραγωγή και η αξία χρήσης. Η αγορά παίζει δευτερεύοντα ρόλο στον πυρήνα του μαρξικού έργου, αφού αυτή καθορίζεται από την παραγωγή. Η αγορά αποτελεί υποσύστημα του συστήματος των οικονομικών και παραγωγικών σχέσεων και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Με άλλα λόγια, για τον Μαρξ το κύριο είναι η εκμεταλλευτική φύση του νόμου της αξίας. Απ’ αυτή τη φύση διέπεται η καπιταλιστική αγορά, γι’ αυτό και παίζει δευτερεύοντα ρόλο στον πυρήνα του μαρξικού έργου. Το μείζον είναι το πώς «τα προϊόντα γίνονται γρίφοι» (Γιώργος Φαράκλας, Η Λογική του Κεφαλαίου, εκδ. Εστία), έτσι ώστε να φαίνεται ότι η ανταλλαγή είναι η πραγματικότητα, ενώ κατ’ ουσία αυτή αποτελεί το επιφαινόμενο της πραγματικότητας, η οποία συνίσταται στη χρησιμότητα και όχι στην ανταλλαγή. Αυτή είναι η τρίτη του καινοτομία. Αυτό έχει παρανοήσει η ριζοσπαστική αριστερά και θέτει στο επίκεντρο της κριτικής της τις αγορές και όχι την παραγωγή.
Ο Μαρξ εν τέλει μελετά τον καπιταλισμό ως δυναμικό σύστημα το οποίο διαρκώς «εφευρίσκει», ανάλογα και με τις ιστορικές συγκυρίες, αντισώματα στην καταστροφή του. Οι σπόροι ανάκαμψης του καπιταλισμού έχουν σπαρθεί στα χωράφια της κρίσης του. Όταν η αξία του κεφαλαίου πέφτει, η αυξανόμενη ανεργία οδηγεί σε υψηλότερα ποσοστά κέρδους, ενώ παράλληλα το κράτος αναλαμβάνει τη στήριξη αυτής της αξίας. Εδώ έρχεται ο κρατισμός ως επέμβαση του κράτους στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, όπως με ανεπανάληπτο τρόπο ανέλυσε ο Νίκος Πουλαντζάς. Ο Μαρξ αντιτίθεται σ’ αυτή τη στήριξη του κεφαλαίου από το κράτος. Είναι περισσότερο αντικρατιστής απ’ όσο μερικοί φαντάζονται. Ο Μαρξ, πολύ πριν από τον Σουμπέτερ, υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός μπαίνει σε κρίσεις όχι λόγω της αποτυχίας του, αλλά λόγω της επιτυχίας του. Αυτό πιστεύω αποτελεί το τέταρτο και υψηλότερο καινοτόμο στοιχείο της μαρξικής θεωρίας.
Θα ήταν ιδανική λύση ο Μαρξ να είναι Κοντορσέ ή Τζον Στούαρτ Μιλ; Αν όμως ήταν έτσι, τότε ίσως να μην υπήρχε κανένας από τους τρεις. Στην ιστορία του υψηλού κοινωνικού αναστοχασμού η πορεία της σκέψης ακολουθεί μοναχικές διαδρομές, οι οποίες συναντώνται συλλογικά. Η απόσταση μεταξύ των σκέψεων τέτοιων διανοητών είναι πολύ μικρή αρκεί κανείς να τους προσεγγίζει με αδογμάτιστο τρόπο. Ως κατακλείδα θα προστρέξω στον αριστουργηματικό «Δούναβη» του Κλαούντιο Μάγκρις (εκδόσεις Πόλις, μτφ. Μπάμπη Λυκούδη) συμφωνώντας απόλυτα με την άποψή του πως «για τον μαρξισμό έχει έλθει η ώρα της φιλελεύθερης εκκοσμίκευσης, που δεν δέχεται ούτε ειδωλολάτρες ούτε ορφανά του Βιετνάμ, αλλά διαμορφώνει ώριμες προσωπικότητες, ικανές να αντιμετωπίσουν τις συνεχείς διαψεύσεις».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας.
Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στη θέση της παλαιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και απομόνωσης εμφανίζονται οι συναλλαγές προς κάθε κατεύθυνση, η ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών. Και ό,τι ισχύει για την υλική παραγωγή ισχύει και για την πνευματική· τα πνευματικά δημιουργήματα κάθε έθνους γίνονται κοινό κτήμα. Η εθνική αποκλειστικότητα και η εθνική μονομέρεια γίνονται όλο και πιο ανέφικτες· από τις επιμέρους εθνικές και τοπικές λογοτεχνίες αναδύεται μια οικουμενική λογοτεχνία».