Για την επετειακή έκδοση για τα 100 χρόνια του Ολυμπιακού, της συλλογής διηγημάτων του Διονύση Χαριτόπουλου «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι» (εκδ. Τόπος). Ο Μάρτον Μπούκοβι, τα τρία χρόνια που έμεινε στον πάγκο του Ολυμπιακού (1965-67), έγινε ο πιο αγαπημένος προπονητής των ερυθρολεύκων, των οπαδών αλλά και των παικτών.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Τα Μανιάτικα, τα Ταμπούρια, τα Καμίνια, η Φρεατίδα, ο Άγιος Διονύσιος, η Τρούμπα, η Καστέλα, ο ΟΛΠ, οι λιμενεργάτες, τα παλαιά σιδεράδικα, οι μάγκες στα καφενεία με στριφτό τσιγάρο και πρέφα. Μα πάνω απ' όλα, ο Ολυμπιακός. Ο Πειραιάς δεν είναι απλώς το επίνειο της Αττικής. Η θάλασσα που ποτίζει τους πόρους του διαμορφώνει και μια άλλη συνθήκη ζωής σε σχέση με αυτή που ζουν οι αστοί των Αθηνών.
Μπορεί στις μέρες μας αυτού του είδους οι ταξικοί και γεωγραφικοί διαχωρισμοί να έχουν χάσει τη δύναμή τους, ωστόσο ο κόσμος στον οποίο αναφέρεται ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο ευσύνοπτο βιβλίο του Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι, είναι ένας κόσμος περίκλειστος, φτιαγμένος από σκληρά και ανθεκτικά υλικά, ακολουθεί τους δικούς του κανόνες και δεν επιτρέπει καμία επιμειξία.
Η ειλικρίνεια
Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1989 και είχε σηκώσει πολλή… σκόνη (δικαίως), καθώς η ειλικρίνειά του είναι απείρως πιο σημαντική από τη λογοτεχνική του αξία. Τώρα, επανεκδίδεται με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την ίδρυση του Ολυμπιακού, το καμάρι της πόλης.
Ο Χαριτόπουλος δεν είναι Τσιφόρος για να μεταφέρει ηθογραφικώ τω τρόπω τα παιδιά της πιάτσας και να μας κάνει κοινωνούς της καθημερινότητάς τους. Δίχως να υπάρχει κάτι μεμπτό στην ηθογραφία (αν μη τι άλλο, μάς έχει προσφέρει σημαντικά έργα), η πρόθεση του Χαριτόπουλου είναι η ατόφια μεταφορά μιας αίσθησης, μιας αύρας και μιας εποχής που για τον πολύ κόσμο ήταν είτε άγνωστη είτε είχε αποκτήσει τη χροιά του μύθου.
Δεν προτίθεται να εξηγήσει, να υποσημειώσει ή να σχολιάσει επί των πράξεων των ηρώων του. Τους αφήνει να μιλήσουν μόνοι τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τα διαλογικά μέρη στα διηγήματα καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος τους, δημιουργώντας έτσι μεγαλύτερη πιστότητα στα λεγόμενα, αλλά και μεταφέροντας αυτούσια την ιδιοσυστασία τους.
Η καρδιά του λιμανιού
Κάτω στον Πειραιά, στο μουράγιο υπάρχει μια καρδιά σκοτεινή, αλλά και πρόσχαρη. Ντόμπρα, αλλά και βίαιη. Υπάρχει η καρδιά, φυσικά, του Ολυμπιακού που δονεί και αιματώνει τη ζωή των οπαδών του.
Επί των ημερών του, οι «ερυθρόλευκοι» επέστρεψαν στην κορυφή έπειτα από έξι άνυδρα χρόνια και συνάμα κατάφεραν να πετύχουν ένα ιστορικό ρεκόρ, το οποίο χρειάστηκει να περάσουν 46 χρόνια για να καταρριφθεί.
Ο τίτλος έχει να κάνει με μια σημαντική μορφή της ομάδας του Ολυμπιακού, τον Ούγγρο προπονητή Μάρτον Μπούκοβι που κάθισε στον πάγκο της ομάδας από το 1965 έως το 1967. Επί των ημερών του, οι «ερυθρόλευκοι» επέστρεψαν στην κορυφή έπειτα από έξι άνυδρα χρόνια και συνάμα κατάφεραν να πετύχουν ένα ιστορικό ρεκόρ, το οποίο χρειάστηκε να περάσουν 46 χρόνια για να καταρριφθεί. Επρόκειτο για το καλύτερο ξεκίνημα ελληνικής ομάδας στο εθνικό πρωτάθλημα, με την ομάδα του Μπούκοβι να πετυχαίνει 12 νίκες στις πρώτες 14 αγωνιστικές.
Ο «πατέρας» Μπούκοβι
Ο Μπούκοβι, που είχε έρθει στον Ολυμπιακό με τη μεσολάβηση του Μίκη Θεοδωράκη, αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα εξαιτίας των πιέσεων που δέχθηκε από τη χούντα. Το βιβλίο ξεκινάει με μια σκηνή που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Όλα τα σαΐνια του Πειραιά έχουν μαζευτεί στην Καστέλα, στο ξενοδοχείο που διέμενε ο Μπούκοβι, και του ζητούν κλαίγοντας να μην φύγει. Ήταν, δε, τέτοια η αγάπη που του είχαν που τον αποκαλούσαν «πατέρα».
Όλα αυτά, φυσικά, ενδέχεται να είναι προϊόν μυθοπλασίας, καθώς επί των ημερών της δικτατορίας απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις άνω των πέντε ατόμων. Ακόμη κι έτσι, όμως, ο Χαριτόπουλος μάς προσφέρει ένα από τα συγκλονιστικότερα πρελούδια σε ένα βιβλίο. Απέριττο, ευκρινές και δυνατό όσο ένα σουτ του Γιώργου Σιδέρη, του επονομαζόμενου «Φόντακα», στο «παραθυράκι» της αντίπαλης εστίας.
Μήπως ο Χαριτόπουλος του χαρίζεται και τον περιβάλλει με αχλή δόξας; Τουναντίον: μέσα από τη διηγήματα, αλλά και από τις μικρές καταθέσεις που λειτουργούν μεταξύ των διηγημάτων ως γέφυρα, ο συγγραφέας αφήνει να ξεχυθεί η σκληρότητα (έως και βαναυσότητα) κάποιων ανδρών.
Υπάρχει, άραγε, ωραιοποίηση αυτού του κόσμου; Μήπως ο Χαριτόπουλος του χαρίζεται και τον περιβάλλει με αχλή δόξας; Τουναντίον: μέσα από τη διηγήματα, αλλά και από τις μικρές καταθέσεις που λειτουργούν μεταξύ των διηγημάτων ως γέφυρα, ο συγγραφέας αφήνει να ξεχυθεί η σκληρότητα (έως και βαναυσότητα) κάποιων ανδρών. Υπάρχει η φτώχεια, η δύναμη του ενστίκτου, η πατριαρχική δομή της κοινωνίας, η έξη σε απαγορευμένες ουσίες, η πορνεία, τα μαχαιρώματα, η τιμή (αυτό που λέμε «καθαρό» κούτελο), το κυνήγι των πολιτσμάνων.
Αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει τα πάντα, αλλά τα αποδέχεται σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες, οι οποίοι είναι δρακόντειοι. Αν τους παραβείς κινδυνεύεις με εξοστρακισμό, ακόμη και με τη ζωή σου.
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε το 1947 στον Πειραιά όπου έζησε τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του. Παντρεύτηκε δυο φορές και απέκτησε δυο γιους από τον πρώτο του γάμο, δούλεψε αρκετά χρόνια στη διαφήμιση, ενώ από το 1990 εγκατέλειψε οριστικά κάθε βιοποριστική δραστηριότητα. Μεταξύ των ετών 1976-1996 εξέδωσε τα πεζά: Δανεικιά γραβάτα (διηγήματα), 525 τάγμα πεζικού (μυθιστόρημα), Τα παιδιά της Χελιδόνας (μυθιστόρημα), Δέσποινα (νουβέλα), Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι (διηγήματα), Εναντίον του Marlboro (μυθιστόρημα), Από εδώ πέρασε ο Κιλρόι (νουβέλα). Όλα τα πεζογραφικά του βιβλία κυκλοφόρησαν αρχικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Έκτοτε ξανακυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Εξάντας, Ελληνικά Γράμματα και τελευταία από τον Τόπο. |
Ο θρύλος
Ο νεορεαλισμός του Χαριτόπουλου δεν δημιουργεί καρικατούρες, δεν σου αφήνει την αίσθηση μιας συγγραφικής πρόθεσης να μάς φέρει κοντά σε μια ξεχωριστή ανθρωπομάζα, την οποία θα παρατηρήσουμε ωσάν περίεργοι θεατές που βλέπουν κάτι παράξενο μέσα από ένα διόραμα.
Κάθε λέξη έχει τη σημασία της. Κάθε εικόνα και γεγονός είναι τοποθετημένα έτσι ώστε να «χτυπήσουν» κέντρο. Κάθε ιστορία αφήνει ένα αποτύπωμα. Είναι σαν ψηφίδα ενός παζλ που όταν συμπληρωθεί θα εικονίσει την εσωτερική ζωή του Πειραιά. Μακριά από μύθους και θρύλους.
Ο μόνος θρύλος που μένει αναλλοίωτος είναι αυτός του Ολυμπιακού. Της ομάδας που συνέχει όλους τους ήρωες με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Σε όποια φατρία κι αν ανήκουν, την Κυριακή, όλοι τους θα βρεθούν στις κερκίδες του Καραϊσκάκη (του παλιού, με τα τσιμεντένια καθίσματα και το λεπτό αφρολέξ να προσφέρει ελάχιστη ανακούφιση στα κουρασμένα οπίσθια του μαινόμενου οπαδού), να κάνουν πλάκα, να χαρούν, να κλάψουν, να διασκεδάσουν και να επευφημήσουν τον θρύλο της καρδιάς τους, τον Ολυμπιακό.
Να γιατί αυτή η ομάδα υπήρξε ένα κοινωνικό φαινόμενο, ξέχωρα από το αθλητικό. Το βιβλίο του Χαριτόπουλου ακουμπάει με ντομπροσύνη και σεβασμό αυτόν τον κόσμο. Άλλωστε, ο συγγραφέας τον έχει ζήσει από τα γεννοφάσκια του, επομένως δεν υπήρχε περίπτωση να λαθέψει.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Φοβήθηκε το παιδάκι μου κι ήρθε και κρύφτηκε σπίτι. Αυτοί δεν υπολογίζανε τίποτα. Ούτε μένα ούτε και τον πατέρα του. Σπάσανε την πόρτα και τον πήρανε από τα χέρια μας. Τούφες του τραβάγανε τα μαλλάκια του.
Τι έκανε…
— Μανούλα μου, μου λέει, δεν το ‘κανα εγώ. Μόνο ένα χιλιάρικο πήρα.
Το σκοτώσανε στο ξύλο να πει ψέματα. Μαρτύρησε ψέματα το παιδί απ’ το ξύλο! Το βαράγανε στο Τμήμα να το ξεκάνουνε. Ως έξω άκουγα τις φωνές του» (σελ. 49)