Για τη συλλογή διηγημάτων του Θεοδόση Μίχου «Ένα για το δρόμο» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
«βλέπω όνειρα φριχτά / στον Πόρο / μπαρ και μπαράκια / και τα κουμπαράκια» (Lynne, Μίλτος Σαχτούρης)
Στερεότυπο ή πραγματικότητα; Ενδέχεται να ισχύουν και τα δύο ισομερώς καταμερισμένα στη συνείδηση των αναγνωστών και στην καθημερινότητα των συγγραφέων. Παλαιότερα σίγουρα, αλλά ακόμη και στις μέρες μας υπάρχουν αναγνώστες που πιστεύουν ότι οι συγγραφείς όταν δεν γράφουν ή ακόμη κι όταν γράφουν του δίνουν και καταλαβαίνει με το αλκοόλ. Είναι κι αυτό μέρος της κληρονομιάς που μας παραχώρησαν οι σπουδαίοι καταραμένοι των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ έγραψε για την απεριόριστη αγάπη του στο αψέντι. Η Ντόροθι Πάρκερ, όταν ήταν στις μαύρες της, «έστρωνε» με τέσσερα μαρτίνι. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μεταξύ πολλών άλλων, είχε αναγάγει το μοχίτο σε επιστήμη. Ο Ντύλαν Τόμας προτιμούσε το straight whiskey. Ο δικός μας Νίκος Καρούζος έπινε μέχρι να αντέξει το φουκαριάρικο συκώτι του.
Το βέβαιο είναι ότι το αλκοόλ και τα μέρη που αυτό προσφέρεται, οι άγιοι ναοί των μπαρ, διαδραματίζουν έναν καλά τεκμηριωμένο ρόλο στη λογοτεχνική ζωή – ή τουλάχιστον παλιά, τότε που οι συγγραφείς κροτάλιζαν τις μπατάλικες γραφομηχανές τους και η αλήθεια είναι ο κρότος που έκαναν τα πλήκτρα αντεχόταν με ένα, δύο ή και περισσότερα ποτά. Πώς να τους κακίσεις τους παλιοκαιρίτες της γραφής;
Για να αρθεί, όμως, το στερεότυπο θα πρέπει να πούμε μιαν αλήθεια που μπορεί να μην είναι καθολική, αλλά σίγουρα αγκαλιάζει τη μεγάλη πλειοψηφία των συγγραφέων. Οι περισσότεροι εκ των συγκαιρινών συγγραφέων είναι πολύ πιο νηφάλιοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λείπει το ποτό από τις σελίδες των βιβλίων που γράφονται στις μέρες μας. Μια χαρά «μουσκεμένες» είναι κάποιες από αυτές.
Υπάρχει ένα ανέκδοτο που κυκλοφορεί στην Αμερική: ένας θαυμαστής του Τόμας Πίντσον, αυτού του εξαφανισμένου συγγραφέα, έκατσε και μέτρησε τα ποτά που αναφέρονται στα βιβλία του με σκοπό να τα καταλογογραφήσει και στη συνέχεια να τα δοκιμάσει. Σημειωτέον ότι μόνο στο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Χατζηνικολή) αναφέρονται 50 διαφορετικές σπονδές σε παντοειδή ποτά. Οπότε, αν βγει σώος από τη δοκιμή θα έχει αποδειχθεί γερό ποτήρι.
Τα... οικεία μεθύσια
Φυσικά, ο Θεοδόσης Μίχος δεν γράφει για τα δικά του μεθύσια στη συλλογή διηγημάτων του Ένα για το δρόμο (εκδ. Μεταίχμιο). Δεν χρησιμοποιεί ένα alter ego που πηγαίνει από διήγημα σε διήγημα, όπως κάνει, ας πούμε, ο Μπουκόβσκι, με τον Τσινάσκι, ούτε όλες οι ιστορίες είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο, έτσι ώστε να μπεις στον αναπόφευκτο δελεασμό να σκεφτείς πως, δεν μπορεί, όλο και σε κάποια ιστορία θα έχει τρυπώσει ένα ψήγμα δικής του πραγματικότητας.
Ο Θεοδόσης Μίχος δεν γράφει για τα δικά του μεθύσια. Δεν χρησιμοποιεί ένα alter ego που πηγαίνει από διήγημα σε διήγημα, όπως κάνει, ας πούμε, ο Μπουκόβσκι, με τον Τσινάσκι.
Μπορεί και να έχει συμβεί. Μπορεί κανείς να τον φανταστεί στην μπάρα του Galaxy ή του Au Revoir (για να αναφέρουμε δύο από τα πιο εμβληματικά μπαρ της Αθήνας) να ακούει ιστορίες διπλανών θαμώνων ή να μετέχει και ο ίδιος σε κάποιες από αυτές. Στο κάτω κάτω είναι συγγνωστό ένας συγγραφέας να παίρνει πρωτογενές υλικό από τον εαυτό του ή τους γύρω του και να το μετασχηματίζει. Ας πούμε, το τελευταίο διήγημα της συλλογής με τίτλο «Πουθενά», εύλογα σε παραπέμπει στον αδόκητο θάνατο του Λύσανδρου Παπαθεοδώρου του Au Revoir.
Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στην Αθήνα. Από το 2004 εργάζεται ως δημοσιογράφος σε έντυπα και ψηφιακά media –έχει, μεταξύ άλλων, υπάρξει συνιδρυτής του Popaganda.gr, ενώ σήμερα είναι μόνιμος συνεργάτης της 24MEDIA – και από το 2016 ως ραδιοφωνικός παραγωγός στον Best 92.6. Έχει εκδώσει δύο βιβλία πεζογραφίας: τη συλλογή διηγημάτων Κράτα το σόου (Key Books, 2016) και το μυθιστόρημα Η Αλκμήνη και οι άλλοι (Key Books, 2020). Αυτό είναι το τρίτο του βιβλίο. |
Αφού, λοιπόν, η πρόθεση του συγγραφέα δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί, τότε τι σκοπό επιτελεί η συλλογή διηγημάτων του; Είναι μόνο τα μπαρ και οι θαμώνες τους που τον ενδιαφέρουν; Αν προσέξουμε λίγο τον ανθρωπότυπο που περνάει από τα διηγήματα, τουλάχιστον στα περισσότερα, δεν θα βρούμε ανθρώπους στα όρια του skid row που βλέπουμε στον Μπουκόβσκι, που πίνουν σαν να μην υπάρχει αύριο (ένα boilermaker την ημέρα, την θλίψη την κάνει πέρα) ή που περπατούν σαν ζόμπι στους έρημους δρόμους κρατώντας ένα φτηνόκρασο σε μια χάρτινη σακούλα.
Οι ήρωες του Μίχου μάς μοιάζουν. Θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς. Όμως με τη νύκτια φορεσιά μας, όχι την πρωινή που κουβαλάμε στη δουλειά.
Αλκοόλ και νύχτα
Οι σελίδες του βιβλίου είναι ποτισμένες με αλκοόλ, αλλά και με νύχτα. Ακόμη και αν κάποια επεισόδια διαδραματίζονται υπό το φως, στην ουσία κουβαλώντας κάποια ξέφτια νύχτας.
Τα μπαρ είναι ο τόπος, δεν χωράει συζήτηση. Μπροστά στην μπάρα, στο στριμωξίδι, από τη μια γουλιά στην άλλη, από τη μια σκέψη στην άλλη, αναπτύσσονται οι ιστορίες, εξελίσσονται πολλές φορές αντίστροφα από αυτό που περιμένεις, σε πολλά διηγήματα, δε, ο Μίχος, για να κερδίσει σε λιτότητα, χρησιμοποιεί τον κανόνα του in medias res που λέμε στη θεωρία της λογοτεχνίας. Δηλαδή από τη μέση των πραγμάτων. Κάτι που σημαίνει ότι πιάνει την ιστορία από μια καθοριστική στιγμή της, ενώ πριν από αυτή έχουν συμβεί κάμποσα άλλα που τα μαθαίνουμε εν προόδω.
Αφορμή και όχι αιτία
Ως εκ τούτου, τα μπαρ είναι οι αφορμή και όχι η αιτία. Είναι η θρυαλλίδα και όχι η κύρια φωτιά που ανάβει τις ιστορίες. Σαφώς με ένα ποτό στο χέρι και με μπόλικο αλκοόλ στον φάρυγγα πολλά στόματα λύνονται (και άλλα δένονται), πολλές αποφάσεις λαμβάνονται και κάποιες άλλες απωθούνται.
Η ανθρώπινη συνθήκη είναι που αφορά τον Μίχο και όχι η καταγραφή (αυτή και μόνο) της μπαρόβιας κατάνυξης που από μόνη της δεν φτάνει για να συνθέσει ένα λογοτεχνικό έργο με αξία. Για να το πούμε αλλιώς: ο συγγραφέας δεν είναι ένας απλός μπάρμαν, αλλά ένας mixologist που γνωρίζει εις βάθος τις τεχνικές της ένωσης διαφορετικών υλικών έτσι ώστε να φτιάξει κάτι που υπερβαίνει τη δυναμική τους.
Εδώ, σ’ αυτά τα διηγήματα, ισχύει και με το παραπάνω κάτι τέτοιο. Καταρχάς σε κερδίζει η ατμόσφαιρα που στήνει και η οποία, επαναλαμβάνουμε, δεν είναι απότοκη των μπαρ, αλλά της δική του ικανότητας.
Οι ήρωες από μόνοι τους είναι ιδιαίτεροι – άντρες και γυναίκες έχουν να αφηγηθούν μια πτυχή της ζωής τους, την οποία στην ουσία δεν αντέχουν γι’ αυτό και θέλουν να φτιάξουν μια άλλη δική τους. Τω όντι, αυτό κάνουν.
Δεύτερον οι ήρωες από μόνοι τους είναι ιδιαίτεροι – άντρες και γυναίκες έχουν να αφηγηθούν μια πτυχή της ζωής τους, την οποία στην ουσία δεν αντέχουν γι’ αυτό και θέλουν να φτιάξουν μια άλλη δική τους. Τω όντι, αυτό κάνουν.
Τρίτον ο τρόπος γραφής και ιδιαιτέρως οι διάλογοι. Τα περισσότερα διηγήματα είναι μικρά και κάποια τόσο μικρά που μοιάζουν με μινιατούρες. Η ελλειπτική γραφή σε συνδυασμό με τις εικόνες φτιάχνουν ένα κινηματογραφικό σκηνικό για τις μικρές ώρες, έτσι για να θυμηθούμε λίγο και τον Μουρακάμι.
Οι διάλογοι
Καλό είναι να σταθούμε λίγο στους διαλόγους της συλλογής διότι τους βρίσκουμε μπροστά μας σχεδόν σε όλα τα διηγήματα. Είναι διάλογοι που μιλιούνται, δεν κουβαλούν λογοτεχνίτιδα (μια ασθένεια που δεν θεραπεύεται εύκολα όση αντιβίωση κι αν πάρεις), ρέουν προς πλευρές που δεν περιμένεις, αλλάζοντας τη δράση σε κάτι άλλο και δείχνουν πάντα τον χαρακτήρα που τους εκφωνεί.
Ακόμη και σε στιγμές που ο διάλογος δείχνει αφασικός, οφείλουμε να τον δούμε ως σωστό, και είναι πρόδηλα σωστός, διότι ο ήρωας που μιλάει έτσι ακριβώς είναι. Αρα ο συγγραφικός σκοπός επιτυγχάνεται και με το παραπάνω.
Οι ιστορίες του Μίχου, με όπλο το καθαρό συναίσθημα προς τους ανθρώπους-ήρωές του, μάς δείχνει πως δεν είναι η ώρα, ο τόπος ή η στιγμή που φτιάχνουν ή χαλάνε τη ζωή ενός ανθρώπου,
Λέγονται πολλοί μύθοι για τα πράγματα της νύχτας. Για όσα κάνουμε υπό το σκότος που το πρωί δεν θέλουμε να θυμόμαστε. Γράφονται ακόμη περισσότερα για τη δύναμη που έχει το σκοτάδι στους ανθρώπους μετατρέποντάς του σε κάτι άλλο από αυτό που δείχνουν την ημέρα.
Οι ιστορίες του Μίχου ξεφεύγουν από αυτό το προσχηματικό δίπολο και με όπλο το καθαρό συναίσθημα προς τους ανθρώπους-ήρωές του, μάς δείχνει πως δεν είναι η ώρα, ο τόπος ή η στιγμή που φτιάχνουν ή χαλάνε τη ζωή ενός ανθρώπου, όλα αυτά είναι σκηνικά που στήνονται και ξεστήνονται στο λεπτό, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο.
Ναι, παίρνεις ένα ποτό για το δρόμο, αλλά μέσα σου ξέρεις πως ο δρόμος είναι άγνωστο πού τελειώνει και πόσα ακόμη θα χρειαστεί να πιεις και να καταπιείς για να πορευτείς.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.