Για τη συλλογή διηγημάτων της Αλεξανδρας Κ* «Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο» (εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Η Gwyneth Paltrow σε σκηνή της ταινίας «Οικογένεια Tenenbaum» (2001).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Γροθιές και συγκινήσεις, χειροβομβίδες και λυγμοί είναι το κοκτέιλ που συναντάμε στα διηγήματα της Αλεξάνδρας Κ* (γενν. 1985). Η συγγραφέας ανήκει στη γενιά (και στη γραμμή) των νεαρών πεζογράφων που χτυπάνε το χέρι στο τραπέζι, εκτοξεύουν οργή και δάκρυ, στηλιτεύουν ανελέητα το κοινωνικό γίγνεσθαι, κι όλα αυτά με σπαθί και με χάδι. Αυτό το κράμα ίσως δεν είναι κατάλληλο για μυθιστόρημα, και γι’ αυτό το πρώτο της πεζογράφημα, το Πώς φιλιούνται οι αχινοί (2017), δεν μπόρεσε να προκαλέσει, αισθητικά και κοινωνικά, μέσα σε ένα χαοτικό πλαίσιο.
Τώρα, το μικρό σε έκταση διήγημα μπορεί να οργανώσει, υποτυπωδώς έστω, μια δομή και μέσα εκεί να εκσφενδονιστούν τσεκούρια, να χυθεί χολή, να πέσει αλάτι στις πληγές και να καυτηριαστεί κάθε τραύμα, όχι με απλό βαμβάκι και ήρεμες κινήσεις, αλλά με επιθετικό ιώδιο και σκληρές μαλάξεις. Η Αλεξάνδρα Κ* σαρκάζει ανηλεώς, αλλά συνάμα βλέπει με κατανόηση τους χαρακτήρες της, σκιαγραφεί με κινήσεις καράτε τη θέση της γυναίκας, την εγκυμοσύνη, τις έμφυλες συμβάσεις, την υποκρισία, τον ξενέρωτο έρωτα κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα αγκαλιάζει με στοργή τα μυθοπλαστικά της θύματα.
Η Αλεξάνδρα Κ* γυροφέρνει τη γυναίκα στους ποικίλους ρόλους της, από μάνα έως ερωμένη κι από νοικοκυρά μέχρι γκόμενα, με όσα κρύβει και κρατά ανείπωτα κι όσα εξωτερικεύει, άλλοτε διπλωματικά, ενώ μέσα της βράζει, κι άλλοτε κυνικά, σαν φτυσιά που δεν πρέπει να αστοχήσει.
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του εκρηκτικού μίγματος είναι το «Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος». Μια ανώνυμη αφηγήτρια καλεί στο σπίτι της μια γνωριμία του καλοκαιριού για ένα «γαμήσι από λύπηση», τόσο για τον άλλο όσο και για τον εαυτό της, που δεν θα ήθελε να κοιμηθεί πάλι μόνος του. Πρόκειται για ένα περιστασιακό κρεβάτι, μικρή λύτρωση και για τους δύο, οι οποίοι με εναλλασσόμενη οπτική γωνία δείχνουν πόσο εξαρτημένοι είναι ακόμα από τον προηγούμενο έρωτά τους, τον Αντρέα και την Αλίκη αντίστοιχα, άτομα επώνυμα σε αντίθεση με τους πρωταγωνιστές που δεν έχουν όνομα. Και σ’ αυτό το περιστατικό αναδεικνύονται οι διπλοί κώδικες με τους οποίους προσεγγίζει ο καθένας την πραγματικότητα, αυτός να της μιλά με ζήλο κι αυτή να σιωπά με συγκατάβαση, αυτή να θέλει να εκφραστεί με σαρκασμό αλλά τελικά να μιλά συμβατικά, μπας και προχωρήσουν στη συνουσία, αυτή να πονά κι αυτός να νομίζει ότι ηδονίζεται, ο καθένας απ’ αυτούς να σκέφτεται τον πρώην του κι ο άλλος να νομίζει ότι είναι παθιασμένος με το σώμα του.
Τελείως διαφορετικό σε ύφος, αλλά ανάλογης γυναικείας ματιάς, είναι «Ο κύριος Βλάχος δεν με παρενόχλησε ποτέ». Η απουσιολόγος του τμήματος, ενώ βλέπει τον καθηγητή Βλάχο να διεγείρεται σεξουαλικά με άλλες μαθήτριες, δεν κοιτάζει ποτέ με λάγνο βλέμμα την ίδια. Κι ενώ γίνεται γελοίος στον περίγυρο, αυτή αναρωτιέται γιατί και πώς η διανοητική της ισχύς στην ουσία απενεργοποιεί το γενετήσιο ένστικτο του φιλολόγου, που δεν μπορεί να περάσει από το μυαλό στο σώμα. Η ιστορία αναλύει, ψυχαναλυτικά εν πολλοίς, τον ευνουχισμό του αρσενικού μπροστά στην πνευματική υπεροχή του θηλυκού, το οποίο δεν αφήνει περιθώρια να φανεί η διπλή του φύση, διανοητική και σωματική. Σε μια κοινωνία, όπου υπάρχει το διαζευκτικό δίπολο «ή ξανθιά ή έξυπνη», ο άνδρας βλέπει τη γυναίκα φοβικά, όταν διαπιστώσει ότι μπορεί να είναι ανώτερή του.
Η Αλεξάνδρα Κ* γυροφέρνει τη γυναίκα στους ποικίλους ρόλους της, από μάνα έως ερωμένη κι από νοικοκυρά μέχρι γκόμενα, με όσα κρύβει και κρατά ανείπωτα κι όσα εξωτερικεύει, άλλοτε διπλωματικά, ενώ μέσα της βράζει, κι άλλοτε κυνικά, σαν φτυσιά που δεν πρέπει να αστοχήσει. Ο ρόλος, λοιπόν, της γυναίκας ιριδίζει πολύχρωμα σήμερα, σε μια εποχή όπου η παραδοσιακή της θέση έχει προφανώς αλλάξει, αλλά ο συχνός μετεωρισμός της ανάμεσα στα πρέπει και τα θέλω, ανάμεσα στα θέλω και τα μπορώ, ανάμεσα στην ανεξαρτησία και την εξάρτηση, ανάμεσα στα συναισθήματα και την εσωτερικευμένη λογική προκαλεί σύγχυση και παραπατήματα. Το σύμπαν της διηγηματογράφου είναι γεμάτο γυναίκες, ακόμα και στο «Πενηντάρηδες μαυρίζουν στην παραλία», όπου η οπτική των ανδρών, σαν πλανήτες περιφερόμενοι γύρω από τον ήλιο τους, κατευθύνεται στη μία γυναίκα της οποίας θέλουν να τραβήξουν την προσοχή.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η μητρότητα είναι στη φύση των θηλυκών. Η φύση κάνει τα θηλυκά επιθετικά όταν κυοφορούν. Υπάρχουν γάτες που σκοτώνουν όταν είναι έγκυες, όπως και λέαινες, καθώς και καγκουρίνες. Οι θηλυκοί άνθρωποι δεν σκοτώνουν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Η εγκυμοσύνη κάνει τις γυναίκες Παρθένες Μαρίες. Κάποιες Παρθένες Μαρίες σηκώνονται τα βράδια, κλειδώνονται στο μπάνιο και στρίβουν ένα τσιγάρο για να μην σκοτώσουν κάνεναν άνθρωπο.
Ενώ καπνίζουν, σκέφτονται:»