Για τη νουβέλα του Γιάννη Ν. Μπασκόζου «Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Η αθωότητα μιας γενιάς
Η δεκαετία του ’70, μοιρασμένη στα δύο, αν την εξετάσουμε μέσα στη ροή των πολιτικών γεγονότων, συνεχίζει τα χρόνια της χούντας φέροντας μέσα της αφενός μια πληρέστερη συνειδητοποίηση της δέσμευσης των ελευθεριών, από τη άλλη τη συμβατική συμμόρφωση πολλών με μια κατάσταση που δεν φαινόταν να αλλάζει – ποιος μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη που θα έφερνε η εισβολή στην Κύπρο; Στα μισά της σχεδόν, όμως, το 1974, η κυπριακή τραγωδία γυρίζει ανάποδα όλο το σκηνικό, κι έτσι η δεκαετία του ’70 ζει στα χρόνια της την πρώτη (και σημαντικότερη στις εξελίξεις της) περίοδο της Μεταπολίτευσης. Μια μεταβατική, λοιπόν, εποχή.
Η σκιαγράφηση μιας γενιάς που νιώθει πάνω της την αλλαγή του τοπίου, μόνο που δεν συνειδητοποιεί (τουλάχιστον όχι αμέσως) ότι η όποια διαφοροποίηση πρέπει να περάσει και από την ίδια.
Ο Γιάννης Μπασκόζος επέλεξε να μιλήσει γι’ αυτά τα ταραγμένα χρόνια μέσα από την οπτική μιας παρέας νεαρών που ενηλικιώνεται, έχοντας ως βασικό τους ενδιαφέρον τη σύσταση μιας ροκ μπάντας (Athens pistols), τριγυρνώντας στα στέκια της γειτονιάς τους, στο Παγκράτι. Η σκιαγράφηση μιας γενιάς που νιώθει πάνω της την αλλαγή του τοπίου, μόνο που δεν συνειδητοποιεί (τουλάχιστον όχι αμέσως) ότι η όποια διαφοροποίηση πρέπει να περάσει και από την ίδια. Έτσι, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ανίδεοι (όσο επιτρέπει, φυσικά, μια ακραία συνθήκη, όπως αυτή της δικτατορίας την αδυναμία εννόησης) και ταυτόχρονα τους προσδίδεται εκ των πραγμάτων η αναγκαία δόση αθωότητας. Σωστά οι δύο έννοιες στον τίτλο του βιβλίου προσδιορίζουν τα δυο βασικά χαρακτηριστικά των ηρώων.
Ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος γεννήθηκε το 1952 στην Αθήνα. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε με τη θεωρία πολιτισμού. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στον Τομέα Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών με καθηγητή τον Μ.Γ. Μερακλή. Για πολλά χρόνια υπήρξε συνεργάτης της οικονομικής εφημερίδας Εξπρές και του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, αρχικά στο περιοδικό Οικονομικός Ταχυδρόμος και αργότερα στην έντυπη και ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα, έχοντας διατελέσει, μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για το ένθετο Βήμα Ιδεών και συνεργάτης στο Βήμα Βιβλία. Το 2013, μαζί με άλλους 6 συγγραφείς και κριτικούς λογοτεχνίας, δημιούργησαν το περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες Ο Αναγνώστης και ανέλαβε έκτοτε να το διευθύνει [www.oanagnostis.gr]. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων ΜΕΖ (Καστανιώτης, 2005) και Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ; (Κέδρος, 2011), την πολιτιστική μελέτη Τα περιττά και τα ουσιώδη, πολιτιστικές τάσεις στη μεταπολίτευση (Δελφίνι, 1996) και έχει επιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους Η πολιτική οικονομία της παγκοσμιοποίησης, σε συνεργασία με τον καθηγητή Κώστα Λαπαβίτσα, (Παπαζήσης, 2004), και Περί ζώων: με λογική και συναίσθημα, σε συνεργασία με την καθηγήτρια Άννα Λυδάκη (Ψυχογιός, 2011). |
Αξίζει εδώ να επισημανθεί το μουσικό φιάσκο τους (παίζοντας μπροστά σε αδιάφορο κοινό στο Caravel), η βίωση της αποτυχίας και τελικά η διάλυση της μπάντας τους, όταν ο Τζίμης, ο πιο συνειδητοποιημένος μουσικά, θα προτιμήσει την αυτόνομη πορεία· ένα υπαινικτικό σχόλιο για το βάρος της αποτυχίας που σταδιακά οδηγεί σε νέες επιλογές, όσο αδιέξοδες κι αν φαίνονται εν πρώτοις, αλλά παράλληλα ένα σχόλιο και για τις ποικίλες ομαδοποιήσεις και αυτονομήσεις πολιτικού χαρακτήρα – όλα εν δυνάμει συνδέονται. Ακούσματα διαδέχονται το ένα το άλλο (σημαντική η «μύηση» στις μουσικές του Σαββόπουλου), εικόνες διασταυρώνονται, με κάποια από τα άτομα αυτά να κατανοούν ότι κάτι βράζει και είναι έτοιμο να χυθεί έξω από το προφυλαγμένο περιβάλλον, κάποια να συμμετέχουν χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς τι συμβαίνει· σιγά σιγά το τοπίο μοιάζει να φωτίζεται, τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου είναι μπροστά τους, το καθεστώς αποκαλύπτει και για τους πλέον ανίδεους το βίαιο πρόσωπο πίσω από τη σχεδιασμένη πρόσκαιρη μάσκα «εκδημοκρατισμού».
Είναι ο πιο συνειδητοποιημένος πολιτικά, αυτός που νιώθει πως είναι και δική του υπόθεση η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, μετέχει στις φοιτητικές εξεγέρσεις.
Την αφήγηση αναλαμβάνει ο «παρατηρητής», φίλος των νεαρών, και από τη δική του φωνή (και τη δική του επιλογή) βλέπουμε πώς εκτυλίσσονται τα γεγονότα. Ίσως πρόκειται, αν και έχει ένα ρόλο έμμεσο στην πλοκή, για την πιο ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία από όλες. Είναι ο πιο συνειδητοποιημένος πολιτικά, αυτός που νιώθει πως είναι και δική του υπόθεση η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, μετέχει στις φοιτητικές εξεγέρσεις. Σε αντίστιξη με τους υπόλοιπους, ανήκει σ’ αυτή τη γενιά που προσδιορίστηκε ως γενιά του Πολυτεχνείου, που μπορεί να μην έφερε το τέλος της χούντας (ωστόσο ταρακούνησε τα θεμέλιά της) αλλά αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της εποχής της Μεταπολίτευσης. Είναι αυτός που, στο τέλος του βιβλίου, θα ολοκληρώσει την ιστορία δείχνοντας πώς χρόνια μετά είναι εμφανής η αποστασιοποίηση από την ομαδικότητα, η αναζήτηση της ατομικής πλέον πορείας, η αναπόφευκτη μοναξιά, που δεν αφορά μόνο τη διάλυση μιας παρέας που ξεκίνησε με κοινά όνειρα, αλλά κυρίως τα ποικίλα αδιέξοδα σε πολιτικό επίπεδο.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί το βιβλίο του Μπασκόζου πολιτικό; Νομίζω πως ναι, όχι μόνο υπό την έννοια πως κάθε τι έχει και πολιτική χροιά, αλλά και για τις υπόρρητες συνδέσεις που επιχειρεί ανάμεσα στην άγνοια και την αθωότητα από τη μια και στη σταδιακή συνειδητοποίηση από την άλλη. Θυμάμαι τον στίχο του Σεφέρη για τους ήρωες που προχωρούν στα σκοτεινά, και σκέφτομαι πώς νιώθει αυτός που κατόπιν θα ονομαστεί ήρωας, όταν προχωράει σε σκοτεινό τοπίο, χωρίς να γνωρίζει τότε ακόμη ότι η πράξη του θα είναι ηρωική, αυτός μόνος να ανοίγει δρόμο και να αποτελεί φωτεινό σημάδι για όσους ακολουθούν. Η γενιά του Πολυτεχνείου δεν γεννήθηκε με το σημάδι του ήρωα στο μέτωπο. Υπήρχε και η άγνοια και η αργή κατανόηση πως κάτι σπουδαίο γεννιέται. Κυρίως υπήρχε η αθωότητα, κι ας κατακρεουργήθηκε κατόπιν στο βωμό σκοπιμοτήτων. Όχι, το βιβλίο του Μασκόζου δεν εστιάζει στη γενιά αυτή, αλλά στις παρυφές της κυρίως, αποκαλύπτοντας τον τρόπο που βήμα βήμα κάποιοι εντάχθηκαν συνειδητά και κάποιοι, πάλι συνειδητά αποστασιοποιήθηκαν.
Η αναφορά στη συνοικία του Παγκρατίου, τουλάχιστον για τη δική μου ανάγνωση, δεν αποτελεί το κύριο θέμα του βιβλίου (γι’ αυτό και δεν απηχεί καμιά νοσταλγική διάθεση) παρά μόνον τον απαραίτητο χώρο (γνωστό στον συγγραφέα), προκειμένου οι ήρωές του να έχουν τόπο να σταθούν, να μη μείνουν μετέωροι, να αποκτήσουν την αναγκαία αληθοφάνεια, να καταστούν περίοπτοι, «ανοιχτοί» στην ανάγνωση. Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών (εμπνευσμένος ο τίτλος από τη 2η συμφωνία του Μανώλη Καλομοίρη) είναι μια πλήρης ιστορία, ό,τι πιο ολοκληρωμένο μέχρι τώρα έχει δώσει ο συγγραφέας της.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η μελέτη «Ο ποιητὴς διάγει εσώκλειστος – Οι “τόποι” στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Φοίνικα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Ο Διονύσης βγήκε με τη φλογέρα του και ακολούθησε ηλεκτρικός ήχος. Σεισμός! Καμία σχέση με την υποβλητική ατμόσφαιρα που ξέραμε από τις μπουάτ στην Πλάκα. Χέρια ψηλά, φώτα που αναβόσβηναν, πνευστά και ηλεκτρικές κιθάρες σ’ έναν συνδυασμό που μπορεί να είχαμε ακούσει μόνο από ξένα συγκροτήματα, αλλά ήταν άλλο να το βλέπεις και να το ακούς ζωντανά από μια ελληνική ροκ μπάντα – Μπουρμπούλια την έλεγαν, όπως μάθαμε αργότερα.
Κι όταν άρχισε ο "Μπάλλος", ένα τραγούδι που δεν το είχαμε ξανακούσει, εκστασιαστήκαμε.» (σ. 31).
«Τα πάντα είχαν ανατραπεί. Το καλοκαίρι εκείνο μας σημάδεψε όλους. Ξαφνικά, όλα αυτά που ήταν απαγορευμένα –να βγαίνεις στους δρόμους και να φωνάζεις τα πολιτικά σου πιστεύω, να τραγουδάς ό,τι απαγορευμένο υπήρχε, να γυρνοβολάς μέχρι το ξημέρωμα στην πλατεία Συντάγματος και να μη σε σταματάει κανείς να σου ζητήσει ταυτότητα– μπορούσαν αν γίνουν. Όλες οι συζητήσεις στρέφονταν γύρω από την πολιτική. Οι εφημερίδες μιλούσαν για τους παλαιούς πολιτικούς, πρόσωπα που αγνοούσα την ύπαρξή τους, «δεινόσαυρους» που έβγαιναν από χειμερία νάρκη.
Κι εμείς ανακαλύπταμε έναν άλλο εαυτό μας, που παράδερνε στα αλλεπάλληλα κύματα καθημερινών αποκαλύψεων.» (σ. 141).