Τα έργα του Γιον Φόσε (θεατρικά, πεζογραφικά και ποίηση) είναι ποτισμένα από το σκοτεινό τοπίο της πατρίδας του, αλλά με μια διάθεση ελπίδας απέναντι στη φθορά και τον θάνατο.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Αν κάποιος δει εντατικά του μαύρους πίνακες του Πιέρ Σουλάζ, αν εισχωρήσει στο βάθος που θάλλει κάτω από τους σκούρους καμβάδες του, τότε θα διαπιστώσει πως μέσα στο σκότος υπάρχει ένα ανέσπερο φως. Είναι μια ελπίδα, μια χαραμάδα ζωής εν μέσω αναπόδρατου θανάτου. Το έργο του Γιον Φόσε (ποίηση, διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα) εγκαταβιούν σε μια περιοχή γκριζωπής πνιγηρότητας. Είναι τα φιορδ της πατρίδας του, της Νορβηγίας. Είναι το ατελεύτητο μουρμουρητό της βροχής, οι βάρκες που λικνίζονται δίχως ταξίδι, οι άνθρωποι που περπατούν σκυθρωποί, η μουσική που μεταφέρεται από τον παγωμένο αέρα, οι οικογένειες που μαζεύονται άηχα, κατανυκτικά στο τραπέζι για να φάνε.
Αυτός είναι ο κόσμος του Φόσε: μια σκληρή επιφάνεια που με τις λέξεις του δεν την λειαίνει, αλλά της δίνει μια προοπτική ελπίδας. Τα έργα του δεν θέλουν και δεν μπορούν να είναι προκλητικά, όσο κι αν το «κλειστό» ύφος του φαντάζει σε κάποιους ως άσκοπη ενδοσκόπηση. Προφανώς και δεν είναι ούτε άσκοπη, αλλά κι ούτε μια ένδον κατάδυση δίχως λόγο. Αν η φόρμα είναι το πρώτο που κοιτάζει κανείς με δέος στο έργο του Φόσε (επαναλαμβανόμενα μοτίβα, εγκεφαλικές στρώσεις, επαναλήψεις, συστροφές του λόγου), το άλλο, το πιο ουσιαστικό, είναι ο θερμαντικός ανθρωπισμός του.
Φωτεινό σκοτάδι
Το σκοτάδι που περιβάλλει τα έργα του Φόσε είναι το σκοτάδι του Πιέρ Σουλάζ: ολότελα φωτεινό. Κάθε ιστορία του είναι ανοιχτή προς τον αναγνώστη. Ο Φόσε ουσιαστικά δίνει ένα αδρό περίγραμμα, σκιαγραφεί με επιδεξιότητα τις γραμμές, θέτει το βάθος κι αφήνει τη δυναμική της πλοκής να δουλέψει πάνω στην ιστορία και τον αναγνώστη. Οπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος, τον κινητοποιεί μια και μόνο ιδέα. Γύρω από αυτήν στριφογυρίζει προσπαθώντας κάθε φορά να την προσεγγίζει από διαφορετική γωνία, αλλά με την ίδια πάντα διερώτηση.
Το έργο του Φόσε είναι γλωσσοκεντρικό όχι με την πρόθεση να υπάρξει μέσα σε μια avantgarde φορεσιά, αλλά διότι η γλώσσα είναι ένας φορέας του εσωτερικού κόσμου των ηρωών του.
Το έργο του Φόσε είναι γλωσσοκεντρικό όχι με την πρόθεση να υπάρξει μέσα σε μια avantgarde φορεσιά, αλλά διότι η γλώσσα είναι ένας φορέας του εσωτερικού κόσμου των ηρωών του. Πολλές φορές η σωματική τους αδράνεια αλληλεπιδρά με τις λέξεις που εκστομίζουν. Υπό αυτή την έννοια, ναι, η γλώσσα του Φόσε δεν είναι «κατάλληλη», δεν είναι η αρμόζουσα για να δονήσει το πλατύ κοινό που είναι πάντα συνηθισμένο σε αρχετυπικές συνδέσεις νοημάτων και σε μια συγκεκριμένη εκφορά. Τούτη η κοινωνική γλώσσα δεν έχει καμία σχέση με τις ποιητικές καταβολές του Φόσε. Δεν είναι η γλώσσα του zeitgeist, καθώς μεταφέρει κάτι άχρονο και γι’ αυτό πανανθρώπινο.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Μπέρνχαρντ (ένας συγγραφέας που ολοφάνερα τον έχει επηρεάσει) μας ωθεί μέσω των βιβλίων του να βγούμε έξω από τον στενό πυρήνα του εγώ μας (αναγνωστικού και μη) και μας δείχνει κάτι εξαίρετο και ιδιαίτερο που παραμένει κρυμμένο όσο οι αισθήσεις μας επιθυμούν να αυτοπαγιδεύονται. Μόνο που αυτό το ιδιαίτερο είναι που κρύβει την αλήθεια του κόσμου που μας περιβάλλει και δίνει νομιμοποίηση στη λογοτεχνία που ακολουθεί ο Φόσε, ο Μπέρναρντ και ο Μπέκετ.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ο Φόσε θέτει το μέτρο των πραγμάτων που θα ορίσουν τη γραφή του. Από τα έργα του πηγάζει μια ιδιόμορφη εγρήγορση που είναι εσωτερική.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ο Φόσε θέτει το μέτρο των πραγμάτων που θα ορίσουν τη γραφή του. Από τα έργα του πηγάζει μια ιδιόμορφη εγρήγορση που είναι εσωτερική. Συνάμα δημιουργεί προτάσεις ιδιοσυγκρασιακές, αλλά και δεκτικές σε διάφορες εξηγήσεις. Δεν είναι ερμητικός, όσο κι αν για κάποιους φαντάζει ως τέτοιος. Για τον Φόσε δεν υπάρχει το εγώ που γράφει ή το εγώ που δρα, αλλά ένα εσωτερικό ον, μια κειμενική φιγούρα που αναδιαμορφώνεται με νέους και άγνωστους τρόπους. Σαν να σε περιμένει πάντα μια έκπληξη.
Η μουσικότητα των λέξεων
Δεν πρέπει να λησμονούμε τη μουσικότητα των φράσεων του Φόσε. Είναι σαν να ακούς τον ρόχθο των κυμάτων, το φτεροκόπημα των πουλιών στον ουρανό, τον μετρονόμο της ημέρας και της νύχτας, τον παλμό της ζωής, τις νότες μιας φράσης που κουβαλάει το βάρος μιας αλήθειας. Ναι, οι φράσεις του Φόσε είναι μουσικές, αλλά με ένα απογυγνωμένο λεξιλόγιο. Τα πλήκτρα στη δική του περίπτωση πατιούνται με διαφορετικό τρόπο.
Ο Φόσε είναι πάντα ολοένα πιο κοντά στην ποίηση και λιγότερη στην καθαρή πεζογραφία, με την έννοια ότι γράφει σαν να έχει καταληφθεί από μια οραματική κοσμοδημιουργία, μια έκρηξη που τον οδηγεί στην υπέρβαση κάθε ορίου. Ακόμη και της γλώσσας. Είναι αυυό το βάρος του ανείπωτο που ζητάει να υπάρξει.
Η πεζογραφία συνδέει πρόσωπα, πράξεις, προθέσεις. Η ποίηση δημιουργεί κάτι που δεν γίνεται αλλιώς να υπάρξει σε τούτο τον κόσμο. Ο Φόσε, με τον δικό του τρόπο, βρίσκεται στον ενδιάμεσο χώρο. Συνδέει και δημιουγεί ταυτοχρόνως.Στα νορβηγικά Φόσε σημαίνει καταρράκτης. Ογκος νερού που πέφτει κατακόρυφα με πίεση σαν να θέλει να τρυπήσει τον βυθό που τον υποδέχεται. Πώς αλλιώς τρυπιέται το υπαρξιακό σκότος για να διαφανεί μια αχτίδα ελπίδας;
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)