
Για το μυθιστόρημα του Patrick Hamilton «Οι σκλάβοι της μοναξιάς» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Οι Σκλάβοι της μοναξιάς (The Slaves of Solitude), δωδέκατο μυθιστόρημα του Πάτρικ Χάμιλτον (1904-1962· ενός συγγραφέα με τη στόφα του κλασικού αλλά με φήμη και δημοτικότητα σαν τη σποραδική λιακάδα μια μέρα με συννεφιά), εκδόθηκαν το 1947 και η ιστορία τους διαδραματίζεται το 1943, τον τέταρτο και σκληρότατο χρόνο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Πανταχού παρών στο μυθιστόρημα ο πόλεμος, υπάρχει μολοντούτο ως απόηχος και σκιά που κινείται στα παρασκήνια. Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι παγιδευμένοι στο κεχριμπάρι της καθημερινής μονοτονίας και πλήξης.
Πανταχού παρών στο μυθιστόρημα ο πόλεμος, υπάρχει μολοντούτο ως απόηχος και σκιά που κινείται στα παρασκήνια. Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι παγιδευμένοι στο κεχριμπάρι της καθημερινής μονοτονίας και πλήξης, στην πανσιόν όπου διαμένουν, το Τεϊποτείο Ρόζαμουντ στη μικρή πόλη του Τέιμς Λόκντον, εικοσιπέντε μίλια μακριά απ’ το Λονδίνο: η πρωταγωνίστρια, η γεροντοκόρη σαραντάρα δεσποινίς Ρόουτς, που εργάζεται σ’ έναν εκδοτικό οίκο στο Λονδίνο και πηγαινοέρχεται καθημερινά από το Τέιμς Λόκντον· η δεσποινίς Στηλ, η κυρία Μπάρατ, ο αποτραβηγμένος κύριος Πρεστ –ένας ξεπεσμένος άνεργος ηθοποιός–, κι ο ανυπόφορος κύριος Θουέιτς (μια φιγούρα εφάμιλλη, στην απαισιότητά της, μ’ έναν κακό του Ντίκενς: έναν Κουίλπ, έναν Φάγκιν, έναν Σκουίρς), που ο μόνος σκοπός στη ζωή του είναι να τυραννάει με τις μπηχτές του τη δόλια τη δεσποινίδα Ρόουτς.
Εκεί, τα μέλη τούτης της θλιβερής ομήγυρης «απέφευγαν τον πόλεμο, σχεδόν δεν τον αισθάνονταν μέσα στη μικροαστική αποχαύνωση της μίζερης πανσιόν τους». Επί δύο ώρες και περισσότερο κάθε βράδυ, «σχημάτιζαν συντροφιές και σκότωναν την ώρα τους ώσπου να ζαλιστούν από τη ζέστη, από την ακινησία, από τις τυχαίες, σπασμωδικές συζητήσεις, από τους θορύβους που έσπαγαν τη σιωπή – το θρόισμα των χιλιοδιαβασμένων βιβλίων, το κροτάλισμα από τις βελόνες του πλεξίματος, το ρούφηγμα μιας πίπας […] Στο τέλος, πήγαιναν στα δωμάτιά τους σε μια κατάσταση σχεδόν ολοκληρωτικής αποβλάκωσης, μεθυσμένοι από τις εκπνοές του γκαζιού, τρεκλίζοντας, θαρρείς μετά από ένα όργιο ennui». Ανίας, δηλαδή. Είναι σαν σκηνή που ’χει παγώσει στο χρόνο, «σ’ αυτή τη νεκροζώντανη τραπεζαρία, σ’ αυτή τη νεκροζώντανη πανσιόν, σ’ αυτό το νεκροζώντανο δρόμο, σ’ αυτήν τη νεκροζώντανη μικρή πολιτεία, μέσα στον γκρίζο, ολέθριο χειμώνα, στην πιο ολέθρια περίοδο του πιο ολέθριου πολέμου στην ιστορία […]).
Και τι σόι πόλεμος είναι αυτός που ζουν τούτοι οι άνθρωποι;
Είναι ένας «μικρολωποδύτης». Ενώ «γέμιζε μέχρις ασφυξίας τους δημόσιους χώρους, άδειαζε τα ράφια των καταστημάτων αργά, έξυπνα, μήνα τον μήνα, εβδομάδα την εβδομάδα, στερώντας τα τσιγάρα από τους καπνοπώλες, τα γλυκά από τους ζαχαροπλάστες, το χαρτί, τις πένες, τους φακέλους από τους χαρτοπώλες, τις βίδες από τα καταστήματα σιδερικών […] και πάει λέγοντας […]». Κι επίσης είναι απορρύθμιση και έκλυση ηθών: «Ο πόλεμος, ανάμεσα στις αναρίθμητες μεταμφιέσεις τις οποίες έπαιρνε κάθε τόσο, τώρα είχε πάρει και τα χαρακτηριστικά του ιδρυτή και ιδιοκτήτη κάποιου τρομερά ξεπεσμένου, ευτελούς, κοσμοπολίτικου νάιτ κλαμπ».
Ο πόλεμος εισβάλει στον απονεκρωμένο μικρόκοσμο της πανσιόν πρώτα με τη μορφή του επιπόλαιου Αμερικανού υπολοχαγού Πάικ, που φλερτάρει τη δεσποινίδα Ρόουτς, φτάνοντας στο σημείο να της κάνει πρόταση γάμου – όπως άλλωστε σε κάθε κοπέλα που τυχαίνει να γνωρίσει, όπως αποδεικνύεται τελικά. Και εισβάλει επίσης ο πόλεμος με τη μορφή της Γερμανίδας Βίκυ Κούγκελμαν, συνομήλικης της δεσποινίδας Ρόουτς και φίλης της αρχικά, που φτάνει τελικά να ενσαρκώνει, στα μάτια της γεροντοκόρης, όλη την πανουργία του γερμανικού φασιστικού χαρακτήρα, με μια φιλοφρονητική αρχική «φάση Ρίμπεντροπ», που δίνει έπειτα τη θέση της σε μια τευτονική αλαζονεία, χοντροκοπιά και τραχύτητα, όταν συνασπίζεται με τον κύριο Θουέιτς ενάντια στη δεσποινίδα Ρόουτς, και τον συναγωνίζεται σε θρασύτητα κι αναισχυντία, κι επίσης ερωτοτροπεί με τον Αμερικανό υπολοχαγό μπροστά στα μάτια της πρώην φίλης της.
Κι ύστερα σκέφτηκε αυτό, κι ύστερα το άλλο, κι ύστερα εκείνο ώσπου στο τέλος έσβησε το φως, γύρισε πλευρό, βολεύτηκε στο μαξιλάρι της κι έδιωξε κάθε σκέψη ελπίζοντας να κοιμηθεί – Θεέ μου, βοήθησέ μας, βοήθησέ μας όλους, βοήθησε τον καθένα μας κι όλους μας μαζί.
Ο Πάτρικ Χάμιλτον στήνει με μαεστρία τις σκηνές του, βοηθούμενος από τη θητεία του στο θέατρο (δικά του είναι τα Gas Light του 1938, μεταφερμένο στον κινηματογράφο το 1944 από τον Τζορτζ Κιούκορ [ελληνικός τίτλος Εφιάλτης], και Rope του 1929, μεταφερμένο το 1948 στον κινηματογράφο από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ [ελληνικός τίτλος Η θηλιά]), και πλάθει χαρακτήρες με βάθος, ιδιαίτερα αυτόν της δεσποινίδας Ρόουτς, που μπορεί να κερδίζει ως θύμα τη συμπάθεια του αναγνώστη, μα όχι δίχως να γεννά επίσης κάποια δυσφορία ο τρόπος που η ίδια βλέπει σαν θύμα τον εαυτό της.
Και, στο τέλος, ο μουντός μικροαστικός κόσμος της δεσποινίδας Ρόουτς, μεσούντος του πολέμου, φωτίζεται κάπως, πρώτα με την επιστροφή του γερο-παλιάτσου κυρίου Πρεστ στο σανίδι και την επιτυχία του, κι έπειτα με τον δικό της ανέλπιστο γυρισμό από το Τέιμς Λόκντον στο Λονδίνο. Χωρίς υπερβολές, στο «ύψος του ανθρώπου», ο Hamilton δίνει με στερεότητα και πειστικότητα την ιστορία του, και η Κατερίνα Σχινά την τιμά με τη μετάφρασή της.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Και τότε η δεσποινίς Ρόουτς, υπόδουλη στη μοναξιά που διαφέντευε κάθε της πράξη, έπρεπε να διαλέξει σε ποιο κρεβάτι θα κοιμόταν, και διάλεξε εκείνο κοντά στο παράθυρο, κι ύστερα ξάπλωσε και στύλωσε τα μάτια στο ταβάνι, κι ύστερα σκέφτηκε πως τούτο το κρεβάτι ήταν παραδεισένια αναπαυτικό και αυτό μονάχα είχε σημασία, και πως ήταν μοναχικά, και ήσυχα, και πως μονάχα αυτό είχε σημασία, επίσης. […] κι ύστερα σκέφτηκε αυτό, κι ύστερα το άλλο, κι ύστερα εκείνο ώσπου στο τέλος έσβησε το φως, γύρισε πλευρό, βολεύτηκε στο μαξιλάρι της κι έδιωξε κάθε σκέψη ελπίζοντας να κοιμηθεί – Θεέ μου, βοήθησέ μας, βοήθησέ μας όλους, βοήθησε τον καθένα μας κι όλους μας μαζί».