Για τη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Μήτσου «Ο καουμπόης του Αλίμου» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: © Jerrod Ford (Unsplash).
Γράφει η Μαρία Σκιαδαρέση
Θα ξεκινήσω με το μότο του βιβλίου μιας και ορίζει όχι μόνο την ίδια τη δουλειά του συγγραφέα, μεταφορικά, αλλά και την βαθύτερη έννοια του ποιος είναι στην ουσία ο ρόλος του δημιουργού μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα, και πώς αυτός μετουσιώνεται στο συνειδητό ή ακόμα και στο ασυνείδητο του συγγραφέα αλλά και το πώς ερμηνεύει ο ίδιος τον ρόλο αυτόν. «Κάθομαι εδώ και πλάθω ανθρώπους κατ’ εικόνα μου, ανθρώπους σαν και μένα που να κλαίνε, να έχουν βάσανα, να έχουν απολαύσεις και χαρές, ανθρώπους που θα σε περιφρονούν όπως κάνω κι εγώ!» λέει ο Προμηθέας στον Δία στο ομώνυμο ποίημα του Γκαίτε. Να ένας μικρός θεός, που αντιγράφει τον μεγάλο πλάθοντας και αυτός ανθρώπους που του μοιάζουν.
Η φράση «ο συγγραφέας είναι ένας μικρός θεός» κυκλοφορεί ως κλισέ παντού, μιας και όλοι εννοούν τι σημαίνει να παίρνεις ένα λευκό χαρτί ή μια κενή οθόνη και να τα μετατρέπεις σε έναν εξ αρχής κόσμο, με ανθρώπους, καταστάσεις, γεγονότα, έτσι ακριβώς όπως συμβαίνει στην σύμβαση της ανθρώπινης κοινότητας που θεωρείται το δημιούργημα του Θεού, του μεγάλου θεού, του δεδομένου θεού.
Κρατώντας λοιπόν τη λέξη φανταστικό, θα έλεγα ότι ο συγγραφέας που με όχημα τη φαντασία του κατασκευάζει κόσμους, είναι κοντύτερα στον μεγάλο θεό, τον αρχέτυπο δημιουργό [...]
Έρχεται όμως ένας Προμηθέας, και μάλιστα πολύ νωρίς στη διαχρονία της ανθρώπινης σκέψης, και αμφισβητεί εκείνο τον δεδομένο θεό, με την γνώση που μεταλαμπαδεύει στα δημιουργήματα εκείνου του άλλου, του κατ’ ουσίαν πλασματικού ή, αν θέλετε, φανταστικού Θεού. Κρατώντας λοιπόν τη λέξη φανταστικό, θα έλεγα ότι ο συγγραφέας που με όχημα τη φαντασία του κατασκευάζει κόσμους, είναι κοντύτερα στον μεγάλο θεό, τον αρχέτυπο δημιουργό, αυτόν που μάθαμε να λατρεύουμε και να φοβόμαστε όντας νήπιοι, και να αμφισβητούμε με την ενηλικίωση, παρά στον μικρό θεό, τον κατ’ εικόνα του Προμηθέα, που συμβολίζει τον πρακτικό νου, με λίγα λόγια τον μέσο άνθρωπο που καθημερινά παλεύει να κατασκευάσει κομμάτι κομμάτι τον κόσμο σε μικρά συνεχή επεισόδια.
Αυτό το τραγικό ον, ο συγγραφέας, που διαρκώς αναζητεί την ολοκλήρωση της μεγάλης εικόνας θεωρώντας χρέος του να τη δείξει και στους υπόλοιπους, είναι ένα πλάσμα που ζει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα –ό,τι μάθαμε να θεωρούμε πραγματικότητα–, ένα ον ζαλισμένο απ’ τις φωνές που το κυριεύουν και το ωθούν να νιώσει ανεπίστρεπτα την ανάγκη να φτιάξει μιαν άλλη εικόνα πραγμάτων, καλώντας όποιον θέλει να τη γνωρίσει, να το κάνει με έναν απλούστατο τρόπο· κοινωνώντας τα γραπτά του. Ένα ον που δημιουργεί πάσχοντας και πάσχει δημιουργώντας. Αυτό ακριβώς το πάθος του είναι και η πεμπτουσία του δημιουργικού του πεδίου.
Μιλάμε, εν ολίγοις, για μια μυσταγωγία κατάθεσης και πρόσληψης, αυτή τη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη, σχέση μοναδική ακόμα και στην επανάληψή της [...]
Πρέπει άραγε να υποφέρεις για να δημιουργήσεις; Μα φυσικά, τί άλλο; Οι πόνοι του τοκετού φέρνουν στον κόσμο έναν νέο άνθρωπο, οι πόνοι της γραφής φέρνουν στον αναγνώστη τον κόσμο που θα τον μυήσει σε μιαν άλλη πραγματικότητα από αυτή που ζει καθημερινά. Και αν δεν πονέσει ο δημιουργός, δεν θρηνήσει, δεν μετανιώσει, δεν ευτελιστεί, ο αναγνώστης δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο πάθος, δεν θα κλάψει, δε θα γελάσει, δε θα σκεφτεί ξανά όσα διάβασε κλείνοντας το βιβλίο. Μιλάμε, εν ολίγοις, για μια μυσταγωγία κατάθεσης και πρόσληψης, αυτή τη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη, σχέση μοναδική ακόμα και στην επανάληψή της μιας και ο κάθε αναγνώστης με τις δικές του προσλαμβάνουσες ορίζει, με τη δική του ξεχωριστή ανάγνωση, αυτή τη μοναδικότητα.
Υπάρχουν συγγραφείς που ηθελημένα κρύβουν από το αναγνωστικό κοινό το πάθος και τη μέθεξη στην οποία βρίσκονται όταν γράφουν. Προφανώς δε θέλουν να κάνουν κοινωνό τον όποιον άλλο στη δική τους βάσανο. Είναι όμως και οι άλλοι, εκείνοι που δε διστάζουν να δηλώσουν ότι είναι ευάλωτοι και έρμαια ενός άχθους που τους συνθλίβει ενόσω γράφουν, αυτοί που νιώθουν έντονα την ανάγκη να εκμυστηρευτούν στον αναγνώστη τους τον επίπονο δρόμο της γραφής.
Θεωρώ ότι, από τους Έλληνες συγγραφείς, ο ειλικρινέστερος αυτής της κατηγορίας είναι ο Ανδρέας Μήτσου. Τόσο που, μέσα από τα γραπτά του φτάνει να καθιστά τον αναγνώστη εξομολογητή ή ψυχαναλυτή του, αν φυσικά αυτός σταθεί ικανός να συλλάβει την πολύτιμη εκμυστήρευση. Κι αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι μεγάλη γενναιότητα, –εδώ θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω και την αγοραία λέξη μαγκιά– δεδομένου ότι οι άνθρωποι, ακόμα και αν λειτουργούμε ως θεοί, ή κυρίως τότε, δεν παύουμε να φυλάμε τα νώτα μας, να κρυβόμαστε όσο γίνεται από την κρίση των άλλων κι απ’ όλες τις πληγές που επιφέρει η έκθεση στο κοινό, να υποκρινόμαστε ότι όλα είναι υπό έλεγχο, ακόμα και όταν βαδίζουμε στο χείλος της αβύσσου.
Μέσα από τα δρώμενα φωνάζει τον πόνο, την ένταση, την αγωνία που περνάει πλάθοντας και μορφοποιώντας τους ήρωες και τα πάθη τους.
Όπως και στο μυθιστόρημά του η Παγίδα, το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, έτσι κι εδώ, στον Καουμπόη του Αλίμου, ο Μήτσου πάσχει διττά· για τον ήρωα αλλά και, μέσω αυτού, για τον ίδιο τον εαυτό του. Μέσα από τα δρώμενα φωνάζει τον πόνο, την ένταση, την αγωνία που περνάει πλάθοντας και μορφοποιώντας τους ήρωες και τα πάθη τους. Σε τούτη ειδικά τη συλλογή, όπου το ένα διήγημα προϋποθέτει ή ερμηνεύει το άλλο χωρίς καμιά εμφανή συνάφεια ή συνέχεια, αυτή η «εξομολόγηση» είναι ανάγλυφη για όποιον θελήσει να σκύψει με έγνοια και να ψαύσει τις πτυχές του αναγλύφου.
Θα αναφερθώ σε μια σειρά από φράσεις από τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής που θα μπορούσαν να ανήκουν στο ίδιο έργο μιας και τα ίδια ερωτηματικά, η ίδια η αγωνία του γράφοντα, ξεπηδούν από όλες τις ιστορίες, αυτόνομες μεν μα και τόσο κοντινές στον πυρήνα τους.
«Συχνά ονειρεύομαι, από τότε που συλλάβανε τους ληστές, πως έχει μαζευτεί κοπάδι ολόκληρο αγριεμένα γελάδια μες στην αυλή μου. Σαν να ‘ναι ένα μεγάλο ράντζο στο Τέξας το σπίτι μου. Πως μουγκρίζουν όλα μαζί. Ξυπνάω έντρομος απ’ το μουγκανητό τους. Είμαι υποχρεωμένος να τα κατευθύνω με το λάσο μου, καβάλα στο άλογό μου, να τα σαλαγήσω προς τα πράσινα λιβάδια, τις μεγάλες κοιλάδες, στις απέραντες εκτάσεις και στους ανοιχτούς ορίζοντες. Πρέπει να τα απελευθερώσω». – Ο καουμπόης του Αλίμου (28-29)
«Όμως κάθε βράδυ ανελλιπώς, ο ίδιος καλπασμός, μερικές φορές μάλιστα κι ένα αφύσικο χλιμίντρισμα». – Το ρόπαλο (19)
«Κάθισα αποκαμωμένος στο παγκάκι. Ένα βαρύ μαύρο σύννεφο με σκέπαζε αργά. Με τριγμούς ανεπαίσθητους συγκροτούνταν και έπαιρνε μορφή μέσα μου, έφτανε από στιγμή σε στιγμή δίπλα μου κάποιο πολύ γνωστό μου πρόσωπο. Μου φαίνεται πως θα περάσει ως κι ένας αιώνας για να σηκωθώ. Και ούτε θέλω να σηκωθώ». – Άνδρες σε παγκάκια (33)
«Πάντως, για να βγει το ηθικό δίδαγμα από αυτήν την εξιστόρηση-εξομολόγηση, όποιος δεν έχει πέσει στον γκρεμό, σωσμό δεν έχει». – Μια νύχτα με βροχή (52)
«Δεν μπορούσε να φανταστεί πως το μαχαίρι που μας κόβει τον ομφάλιο λώρο και μας φέρνει στη ζωή, αυτό το ίδιο επικρέμεται πάντα πάνω από το κεφάλι μας, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να μας την πάρει πάλι πίσω». – Το μαχαίρι του μοναχού Βησσαρίωνα (65)
«Αν το θέλησε να γίνει παρανάλωμα του πυρός και να πεθάνει ένδοξα ή από μια ύπουλη τρυφερότητα του χρόνου αποπλανημένη –από τη δικαιοσύνη του ίσως-, άναψε το σπίρτο και έβαλε φωτιά και λαμπάδιασε και έγινε στάχτη και φλόγα ψηλόλιγνη, όταν δεν έστεργε πια το κορμί ν’ ανάψει από μόνο του και ν’ αναφλεγεί, δεν μπορώ να ξέρω». – Η εκδίκηση των ρούχων (72-73)
«Πρέπει να βάλω μόνο τώρα το μυαλό μου να δουλέψει, πρέπει τώρα να σκεφτώ δυνατά, έντονα. Χρειάζεται να σπάσω τα όριά μου, να υπερβώ τις δυνάμεις μου, τον εαυτό μου. Πρέπει να καταργήσω τον εαυτό μου. Και να φτάσω ως τον πάτο, στου πηγαδιού τον πάτο». – Το λεμόνι (81)
«Ποιος θα με πίστευε; Ότι ήταν δηλαδή μια συνέργεια δυνάμεων καταχθόνιων, μια ζηλόφθονη συμπαιγνία σε βάρος μου, αυτό που μόλις είδαμε». – Τα μυστήρια της Ελευσίνας (92)
«Γιατί δεν πέθανα τότε; Τι κρίμα. Εκείνο το παιδί γέρασε κι ακόμα απορεί». – Απορίες ηλικιωμένων ανδρών (124)
«Ήταν τόσο αισχρές οι βλαστήμιες του που μάζεψαν άρον άρον τα υπάρχοντά τους οι κάτοικοι του χωριού, και άφησαν τα σπίτια τους. Δεν άντεχαν να τον ακούνε να βλαστημάει από το πρωί ως το βράδυ. Λερωνόταν η ψυχή τους. Αμάρταιναν». – Αστραφτεροί ήρωες (129)
«Αυτό το κόκκινο αυλάκι χωρίζει πάντα τη θάλασσα του Αμβρακικού στα δύο. Ακόμα κι όταν ονειρεύομαι». – Το ξάγναντο (40)
«Μ’ αρέσουν όμως τα μυστήρια. Θεωρώ μεγάλη τύχη να είμαι μέρος τους, να συμμετέχω, να ’χω κι εγώ ένα ρόλο καίριο σε κάποιο απ’ αυτά. Για τούτο και δεν κάνω ερωτήσεις όταν νιώθω πως έχω ήδη εμπλακεί. Από φόβο μην και το χαλάσω, μην προσγειωθώ σε μια απλή και αυτονόητη πραγματικότητα. Το συντηρώ, όσο μπορώ, προσπαθώ να επιμηκύνω το ανείπωτο και το ανεξιχνίαστο, να το διατηρήσω». – Ατελέσφορη εμμονή (139-140)
«Γιατί, μια φράση, ένα ερώτημα, μια ασήμαντη ίσως λεπτομέρεια, μπορεί να είναι ο πυρήνας της κάθε ιστόρησης, η μαγιά της. Σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει ν’ απαντήσεις. Φουσκώνει από μόνο του, καθώς εσύ αποζητάς την απάντηση, γίνεται, το μυθιστόρημα, όπως ακριβώς το ψωμί από το προζύμι. Όμως συχνά στεγνώνει η ιστορία και σου απομένει η ψίχα. Η μία φράση της, το ίδιο ερώτημα. Αναπάντητο ακόμα, και πιο απαιτητικό». – Η τελευταία ελπίδα (47)
«Από τότε βασανίζω τον νου μου, προσπαθώ να βρω ποιον έβλαψα, τι έκανα λάθος στη ζωή μου, πού έφταιξα, για να με λέει ο σοφός Ευριπίδης κακό. Και γι’ αυτό τον λόγο γράφω διαρκώς ιστορίες. Για να το θυμηθώ». – Ο δισθανής (16)
Παντού υπάρχουν φράσεις, ή και ολόκληρες παράγραφοι που διαλέγονται αρμονικά με άλλα έργα του, διηγήματα αλλά και μυθιστορήματα [...]
Τα διηγήματα εκτός από μεταξύ τους συνομιλούν και με όλο το έργο του συγγραφέα. Παντού υπάρχουν φράσεις, ή και ολόκληρες παράγραφοι που διαλέγονται αρμονικά με άλλα έργα του, διηγήματα αλλά και μυθιστορήματα, όπως η Αλεξάνδρα, η Γκαλίνα, ο κύριος Επισκοπάκης ή τα Ανίσχυρα Ψεύδη. Αυτή η εσωτερική διακειμενικότητα δίνει στο έργο του Μήτσου τη διάσταση ενός ενιαίου όλου δείχνοντας την άνεση αλλά και την νηφαλιότητα με την οποία ο συγγραφέας μπορεί να κυκλοφορεί μέσα στο δημιουργικό του σύμπαν.
Πάντως, αυτό που κυρίως κρατώ από την όλη ανάγνωση της εν λόγω συλλογής είναι η αίσθηση της ενοχής για την απόλυτη –––. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας πάνω απ’ όλα και για να μπορέσει να μείνει αλώβητος ως το τέλος, πρέπει να είναι και να παραμένει αθώος, χωρίς συμφύσεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς αναστολές, ώστε να καταφέρει να φτάσει στο σημείο να δει με κατανόηση τα πάντα, πράγματι σαν θεός. Να όμως που αυτό δεν είναι εφικτό, μας ψιθυρίζει ο Μήτσου μέσα από τις αράδες των γραπτών του, κι αυτό είναι που καθιστά τον δημιουργό θλιμμένο, γιατί έχοντας την επίγνωση του πάντα μετέωρου και λειψού, ξέρει ότι τα όρια της μεγάλης εικόνας, τα τόσο σαφή για τον ίδιο, ποτέ δεν θα μπορέσει να τα φανερώσει σε όλη τους τη διάσταση, αφού αυτή ακριβώς η ανθρώπινη υπόσταση, η μικρή, η πεπερασμένη, πολλές φορές η μίζερη, αυτή καθ’ αυτή εν τέλει η τραγικότητα της ανθρώπινης συνθήκης, μας κάνει ατελέσφορους ακόμα και στο άγγιγμα της εκτίναξης που ο δημιουργός εκπέμπει, πράγμα που επιφέρει, εν τέλει, την ηθελημένη ή όχι μοναξιά του.
Εν ολίγοις, η ιερή ενάργεια που προσφέρει τη γνώση στον Προμηθέα, η ίδια αυτή τον τιμωρεί με την αφόρητη μοναξιά πάνω στην κορυφή ενός βουνού, με έναν αετό να σπαράζει καθημερινά την έδρα της ψυχής του. Αυτό το άλγος κυκλοφορεί σαν το προπατορικό αμάρτημα στις φλέβες αυτού που ψυχανεμίζεται το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης φωνάζοντας με χίλιους τρόπους την αναπόφευκτη συντέλειά της, με αυτό το άλγος συνομιλεί διαρκώς ο Ανδρέας Μήτσου.
Είναι άραγε όλο αυτό κοινός τόπος σε όσους γράφουν; Όχι βέβαια· χρειάζεται αισθαντικότητα, ικανότητα πραγματικής αυτοκριτικής, βαθιά εσωστρέφεια κι αληθινή ενσυναίσθηση για να διεισδύσεις στον αταβιστικό φόβο της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτόν του θανάτου. Και ο Ανδρέας Μήτσου θα έλεγα όχι μόνο ότι τα διαθέτει αλλά και ότι κατακλύζεται από αυτά.
* Η ΜΑΡΙΑ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο είναι το «Σαν άνεμος – Λόρδος Μπάιρον» (εκδ. Πατάκη).