Για τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή «Forever» (εκδ. Καστανιώτη), «γραφή βαθιά ερωτική, και μόνο γι' αυτό βαθιά ανθρώπινη». Στην κεντρική εικόνα, μέρος από το έργο του Κωνσταντίνου Μαλέα [1879 - 1928] «Μέσα στη φύση».
Γράφει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Το τελευταίο βιβλίο της πεζογράφου Μαρίας Κουγιουμτζή με τίτλο «Forever» (εκδ. Καστανιώτη) αποτελεί μια συλλογή διηγημάτων, όπου η συγγραφέας με αφηγηματική δεινότητα κατορθώνει να διανοίξει χαραμάδες φωτός στα σκοτάδια της ενδοψυχικής και διανθρώπινης περιπέτειας. Ο τρόπος που μιλά για την ομορφιά και την ασχήμια, ο τρόπος που φέρνει στο επίκεντρο το σώμα και την ερωτική επιθυμία σαγηνεύει τον αναγνώστη και διαταράσσει τον εφησυχασμό του, συμπαρασύροντάς τον στην αναζήτηση της αυτογνωσίας και των ορίων της ανθρώπινης φύσης του, πέρα από καθωσπρεπισμούς, ταμπού, μυθεύματα και κοινωνικά στερεότυπα, ενώ εγείρει αναστοχασμούς και ερωτήματα σε θέματα νοήματος, ανθρωπιάς και αυτοπραγμάτωσης.
Η συγγραφέας ανατρέπει τον θεολογικό κανόνα που δαιμονοποιεί τη σαρκική ηδονή και παρακάμπτει τον καθοσπρεπισμό για να δει βαθύτερα τον ανθρώπινο ψυχισμό στην ολότητά του ανιχνεύοντας το βάθη και τα πλάτη του. Καταβυθίζεται στο τυραννικό κι ανερμήνευτο ψυχικό υλικό για να πετύχει αυτογνωσία, στη σκοτεινή ζούγκλα του για να βγει στο φως,.
Γράφει: «Δίπλα μου αιμορραγεί άφωνη η κομμένη του γλώσσα. Με την πατούσα του σπορτέξ μου τη διαλύω. Η αλήθεια είναι πως προτιμώ το λουλούδι από το νέκταρ, γι' αυτό και αρνούμαι να γεμίζω τους τάφους με μέλι.» (σ. 12).
Αλλού ο λόγος γίνεται υπαινικτικός, αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει ή να φανταστεί, όπως στο διήγημα «Ένα μοναχικό ζώο».
Ο λόγος της Κουγιουμτζή αλληγορικός, όπως στο διήγημα «Ποπ σταρ» (σ. 38), όπου μιλά για τον αβίωτο βίο της αγέραστης μπαλαρίνας, ταυτόχρονα με τον τραγικά βιωμένο ρόλο του ποπ σταρ που καταλήγει να σέρνεται στα ψίχουλα, στις κλωτσιές της αγάπης των πρώην θαυμαστών του ή το διήγημα «Ο Ατελείωτος...» που αποτελεί ένα σχόλιο ρατσισμού και σεξιστικών εκφάνσεων, όπως και το διήγημα Δουλτσινέα», όπου ο Δον Κιχώτης ψάχνοντας την Δουλτσινέα του φτάνει ως την πολιορκημένη Συρία, όπου ήταν θαμμένη και γονατίζει μαζί με τον Ροσινάντε του, φιλάει το αιματοβαμμένο χώμα του τάφου όχι μόνο της Δουλτσινέας αλλά και όλων των νεκρών, (σ.74) ή στο διήγημα «ο γιος μου και το σκυλί του» που παραπέμπει στους ρόλους θύματος και θύτη. Αλλού ο λόγος γίνεται υπαινικτικός, αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει ή να φανταστεί, όπως στο διήγημα «Ένα μοναχικό ζώο» (σ. 95).
Άλλοτε πάλι εκφέρεται με μια ρεαλιστική ακρίβεια και ωμότητα που καθηλώνει, όπως στο διήγημα «Τους βλέπω» (σ. 43), όπου αφηγείται με αριστοτεχνική μαεστρία και αφοπλιστική ωμότητα τις ερωτικές φαντασιώσεις ενός ανάπηρου αποστερημένου ερωτικά άνδρα καθηλωμένου σε τροχήλατο αμαξίδιο. Εδώ η διεισδυτικότητα στην συναισθηματική συνθήκη του ήρωα είναι εκπληκτική. Οι ερωτικές φαντασιώσεις του ανάπηρου άνδρα σπαρακτικές στην ωμότητα τους. Άλλοτε καταφεύγει στο ονειρικό και στο φαντασιακό, όπως στο διήγημα «Αναιμία», όπου η ερωτική διέγερση που νιώθει η ηρωίδα για τον φαρμακοποιό της, την ωθεί στη φαντασίωση να διατρέχει το σώμα της μια ρόδινη γλώσσα: «Μια γλυκιά νάρκη μέσα στην έξαψή μου με λίκνιζε σαν αιώρα. Η ρόδινη γλώσσα ανεξάρτητη, απομονωμένη από το πρόσωπο του φαρμακοποιού, διέτρεχε το σώμα μου που το αισθάνθηκα να λάμπει. Σχεδόν μισοκοιμόμουν αλλά παρ' όλα αυτά το κορμί μου ήταν ερεθισμένο, ήθελε την ολοκλήρωση» (σ. 50). Κι άλλες φορές χρησιμοποιεί συγχρόνως ονειρική και σκληρή αφήγηση, όπως «Στα λουτρά με τη μαμά» (σ. 13) ή μαγικό ρεαλισμό όπως στο διήγημα «τα ψάρια» (σ. 18).
Ο ερωτισμός είναι κατάφωρος, ο αισθησιασμός που αναδύεται είναι σαγηνευτικός.
Η συγγραφέας σε πολλά διηγήματα υμνεί τη αρχέγονη ζωτικότητα τους σώματος και την ερωτική ενόρμηση που εκπηγάζει από αυτό, προσδίδοντάς το μια λυτρωτική ιερότητα και αγιότητα και παράλληλα αποκαλύπτει το δαιμονικό και αυτοκαταστροφικό της σαρκικής επιθυμίας. Ο ερωτισμός είναι κατάφωρος, ο αισθησιασμός που αναδύεται είναι σαγηνευτικός. Αλλά και το παράλογο και το γκροτέσκο του ανθρώπινου ψυχισμού, όπως και το ανερμήνευτο και το ζωώδες των αντιδράσεων και συμπεριφορών έχουν την πρωτοκαθεδρία τους. Στο «Ένα μοναχικό ζώο», όπου γράφει: «Η επιθυμία μου ήταν ένα βουητό, που δεν ξεχώριζα ήχους, ένα παραμιλητό σε άγνωστη γλώσσα, που όμως το σώμα μου υπάκουε χωρίς αντίσταση.» (σ. 99) ή στο «Το» όπου θίγεται το θέμα της διαφορετικότητας και της ετεροκανονικότητας, όπως και σε άλλα διηγήματα, παρακολουθούμε το «Αυτό» του ψυχισμού να βρίσκεται στα ντουζένια του, να γιγαντώνεται υπονομεύοντας τον εξισορροπητικό ρόλο του «Εγώ», του συνειδητού του ψυχισμού και καταβαραθρώνοντας το «Υπερεγώ» μπρος στην επιθυμία της σάρκας και την ερωτική ενόρμηση. Από την άλλη, όπως στο διήγημα «Το πακέτο», ο φόβος και ο θάνατος ακολουθούν καραδοκώντας «Forever».
Την Κουγιουμτζή απασχολούν επίσης θέματα βιοηθικής, ανδροειδών και τεχνητής νοημοσύνης, όπως π.χ. το διήγημα «Της έλειπε η ερωτική φαντασία». Ιδιαίτερα την απασχολεί ωστόσο ο ψυχοκοινωνικός προβληματισμός, όπως στο: «Ελευθερία» που αναφέρεται σε βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων, όπου το ακόλουθο απόσπασμα και ερώτημα συγκλονίζουν: «Δεν πρέπει να λυγίσεις, ακούει, δεν πρέπει. Η φωνή αντρική, τρυφερή, ερωτική σχεδόν. Την φιλάει γλυκά καθώς λέει, θα τελειώσει κάποτε, θα νικήσουμε. Κόβεται και ξαναρχίζει, σαν ν’ ανεβαίνει σκάλες. Φωνή λαχανιασμένη καθώς σέρνει το όνειρο.
Τι θα νικήσουμε, ποιοι, ποιους; Ποιους θα νικήσουμε, πότε; Χωρίς χέρια και πόδια, χωρίς κεφάλι; Πώς;
Ποιός είσαι, τον ρωτάει πόσο χρονών;
Έτσι ακριβώς, χωρίς χέρια και πόδια, χωρίς κεφάλι.» (84), για να μιλήσει στη συνέχεια για «Την πιο σκλάβα σημαία που κραυγάζει: ελευθερία» σ. 87).
Αλλού στηλιτεύει το τράφικινγκ με μια αφοπλιστικά ωμή και ρεαλιστή γραφή που παγώνει, όπως στο διήγημα «Θυσία» (105), αλλού καυτηριάζει τη μοιρολατρία κι αλλού με καταγγελτική φωνή αντιστέκεται σθεναρά στην καταπίεση και στη βία, όπως μέσα από μια αλληγορική λιτανεία ανακράζοντας: «Ψόφα θηρίο» (146).
Τίποτα δεν είναι απόλυτα σκοτεινό ή απόλυτα φωτεινό συνυπάρχουν και εναλλάσσονται στον ψυχισμό του ατόμου χωρίς ωραιοποιήσεις και αμυντικά μυθεύματα που δυσχεραίνουν την καταβύθιση στον μέσα καθρέφτη μας.
Ωστόσο ο βασικός θεματικός πυλώνας της συλλογής αφορά στο σώμα, στην ερωτική επιθυμία και στην διερεύνηση των ορίων του ψυχισμού του ατόμου πέρα από μάσκες και προσωπεία, πέρα από ηθικούς φραγμούς, ταμπού και ψυχικούς μηχανισμούς άμυνας. Το δίπολο φως και σκοτάδι, ζωή και θάνατος, η ικανοποίηση της ερωτικής επιθυμίας και της σαρκικής ηδονής ή η αποστέρησή της και τα αισθήματα ματαίωσης αποτελούν κυρίαρχα στοιχεία και εκφραστικές αναπαραστάσεις μέσα από τα δρώντα πρόσωπα των αφηγήσεων, ενώ ο ωμός ρεαλισμός εναλλάσσεται με τον μαγικό ρεαλισμό. Τίποτα δεν είναι απόλυτα σκοτεινό ή απόλυτα φωτεινό συνυπάρχουν και εναλλάσσονται στον ψυχισμό του ατόμου χωρίς ωραιοποιήσεις και αμυντικά μυθεύματα που δυσχεραίνουν την καταβύθιση στον μέσα καθρέφτη μας. Στο διήγημα «Η αφίσα» πχ σημειώνεται η τρυφερότητα ενός απαγωγέα: «Την ώρα που απομακρυνόταν το αυτοκίνητο της αστυνομίας διέκρινα ένα τρυφερό βλέμμα πάνω στο πρόσωπο του παιδιού που είχε προσπαθήσει να απαγάγει.» (σ. 56). Στο διήγημα τα «Κόκκινα μαλλιά», ο ήρωας που έχει εμμονή με τα μαλλιά μιας συμμαθήτριας του διερωτάται κουρασμένος «Γιατί φοβούνται οι άνθρωποι ν' αγγίζουν ο ένας τον άλλον;» (σ. 80), ενώ αναθυμάται κι αναμοχλεύει τις ενοχές του για την παραβίαση του ατομικού χώρου της, που την έκαναν να φοβάται το πλησίασμα με τον άνδρα.
Η Κουγιουμτζή με γενναιότητα και φαντασία, με λόγο στιβαρό και γλαφυρό, ευφάνταστο, και καταγγελτικό, νεωτερικό και υπονομευτικό ξεσκίζει τα πέπλα του σκοταδιού που καλύπτουν την ανθρώπινη επιθυμία και ανάγκη. Οι ήρωες της καταβυθίζονται στα άδυτα του ψυχισμού τους, εκθέτουν απροκάλυπτα στοιχεία του απόκρυφου εαυτού και σκιαγραφούν μέσα από το ονειρικό και το φαντασιακό υλικό του τυφλού και ασύνειδου του ψυχισμού τους αναζητώντας ρωγμές φωτός, αναζητώντας την αλήθεια τους, αναζητώντας συμφιλίωση με την ανθρώπινη μοίρα τους και το σκοτεινό του ψυχισμού τους, αναζητώντας αυτοαπαδοχή, εγγύτητα και ερωτικό άγγιγμα εν ελευθερία, αναζητώντας αποδοχή και είσπραξη νοήματος.
Γραφή βαθιά ερωτική, και μόνο γι' αυτό βαθιά ανθρώπινη, με κοινωνική έγνοια κι ανησυχία για το σήμερα και το αύριο του ανθρώπου [...]
Τα πάντα επιτρεπτά στον έρωτα χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις αρκεί να μην παραβιάζεται ο ατομικός χώρος του προσώπου και η ελευθερία του. Φαίνεται πως η απόλυτη ελευθερία του ατόμου και η αναζήτηση κι αποδοχή του εαυτού και του άλλου αποτελούν σημαντικές σταθερές στις θεάσεις της Κουγιουμτζή.
Γραφή βαθιά ερωτική, και μόνο γι' αυτό βαθιά ανθρώπινη, με κοινωνική έγνοια κι ανησυχία για το σήμερα και το αύριο του ανθρώπου, αλλά και γραφή βαθιά καταγγελτική με συμπόνια για τον αδύναμο και ανελεύθερο, τον άσωτο και υποταγμένο σε εσωτερικούς και εξωτερικούς δυνάστες σε εξωτερικούς και εσωτερικούς φοβογόνους παράγοντες.
Οι ιχνηλάτες ποιητές και λογοτέχνες μετασχηματίζοντας και απαλύνοντας τον ανθρώπινο πόνο, αρθρώνοντας ιδέες και θεάσεις, αγγίζοντας το συνειδητό και το ασυνείδητο των ιδίων και του αναγνώστη, τον συγκινησιακό και νοητικό νου τους, μπορούν να επαναπροσδιορίσουν την πορεία και τον ρόλο του ανθρώπου προς την ανθρωπινότητα. Η αναζήτηση της ομορφιάς και του φωτός προϋποθέτει την ανίχνευση και συμφιλίωση με την ανθρώπινη φύση και τα σκοτάδια της για να τιθασευτεί το κτήνος μέσα του και να αντιπαλεύσει το έξωθεν κτήνος της επιβολής και καταδυνάστευσης. Η λογοτεχνία, και ο ιχνηλάτης ποιητής καλούνται να μερώνουν τους δαίμονες μέσα μας και ν' ανοίγουν δρόμους. Νομίζω πως αυτή είναι και η στόχευση της Κουγιουμτζή, φέρνοντάς μας με συγγραφική μαεστρία και δεινότητα αντιμέτωπους με τα σκοτάδια μας, ανατέμνοντας τα ερέβη του ψυχισμού μας και αναδεικνύοντας τη σημασία του αφουγκρασμού του σώματος και της ερωτικής επιθυμίας.
* Η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ είναι κλινική ψυχολόγος, ποιήτρια και μεταφράστρια. Tελευταίο της βιβλίο είναι η ποιητική συλλογή «Με λένε Εύα» (εκδ. Μανδραγόρας).