Για τη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Μοδινού «Τα θαύματα του κόσμου» (εκδ. Καστανιώτη).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το προφίλ μιας μερίδας των σημερινών ανθρώπων, όπως τους παρουσιάζει ο Μιχάλης Μοδινός στα διηγήματά του, είναι οι κοσμοπολίτες εύποροι, που κατέχουν υψηλές θέσεις, που κερδίζουν πολλά χρήματα ή που ζουν απλώς άνετα σε μια πολυδιάστατη ζωή, που ταξιδεύουν συνεχώς, που γνωρίζουν άτομα διαφορετικών εθνοτήτων, επαγγελμάτων και πολιτισμών, που κινούνται ανάμεσα στην ανάπτυξη και την οικολογική ανησυχία, που συναιρούν εν ολίγοις τις ετερόκλιτες ιδεολογίες και τρόπους ζωής της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας.
Τα διηγήματα της συλλογής εκφράζουν αυτό ακριβώς το υποσύστημα, για το οποίο έχω γράψει και άλλοτε, υποσύστημα που ξεφεύγει από τα όρια της ελλαδικής επικράτειας, τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτισμικά, και κινείται σε υπερεθνικά σκηνικά, είτε με Έλληνες πρωταγωνιστές είτε με αλλοδαπούς, φυσικά της δυτικοευρωπαϊκής και της αμερικάνικης κουλτούρας. Υπερεθνικές ομάδες, όπως αυτή του «Ανάπτυξη τώρα!», που συνεργάζονται σε ένα πλάνο οικονομικής ενίσχυσης του Πακιστάν, φοιτητές στη Σκοτία που συναιρούν διαφορετικές αντιλήψεις πάνω στον κοινό παρονομαστή του έρωτα («Να ’μαι ερωτευμένος, ρε Ντάνκαν;»), η συνάντηση του κουβανέζικου με το αμερικανικό στοιχείο («Ο Χέμινγουέη στην Αβάνα ή Γιατί αυτοκτονούν οι συγγραφείς») κ.λπ. αναδεικνύουν ένα βασικό χαρακτηριστικό του οικουμενικού χωριού στο οποίο ζούμε: την ώσμωση εθνοτήτων, νοοτροπιών, πολιτισμικών οπτικών και φυγόκεντρων βλεμμάτων, που με έναν τρόπο γίνονται κεντρομόλα.
Αυτό το κράμα, που παλιότερα φαινόταν να προσκρούει σε ιδεολογικά και άλλα στεγανά, σήμερα ανάγεται σε φυσική πραγματικότητα, ως αποτέλεσμα του υβριδισμού, της αναζήτησης ταυτίσεων και όχι ταυτότητας και της σύζευξης αντιτιθέμενων ρόλων.
Αυτές οι προσεγγίσεις αναδεικνύουν ένα ακόμα γνώρισμα της πολύβουης εποχής μας: το σμίξιμο σε οξύμωρες πραγματικότητες στοιχείων που κανονικά φαντάζουν –και είναι– αντιφατικά μεταξύ τους. Λ.χ. στο «Τζιχάντ στη Ράμπα», ο αφηγητής, προκειμένου να ξεχάσει τον χωρισμό του, βγαίνει με μια πενηντάρα ενδοκρινολόγο, λουσάτη γκόμενα, που συνδυάζει αλαζονικά την αριστερή ιδεολογία με το μίσος του για τους Ισραηλινούς και την πλούσια ερωτική ζωή. Αυτό το κράμα, που παλιότερα φαινόταν να προσκρούει σε ιδεολογικά και άλλα στεγανά, σήμερα ανάγεται σε φυσική πραγματικότητα, ως αποτέλεσμα του υβριδισμού, της αναζήτησης ταυτίσεων και όχι ταυτότητας και της σύζευξης αντιτιθέμενων ρόλων.
Στο στόχαστρο του Μιχάλη Μοδινού, μέσα στο ευρύ αυτό διεθνιστικό μοντέλο, μπαίνει πρώτιστα, όπως και σε άλλα του κείμενα, η ανάπτυξη, που παρουσιάζεται υπό τον μανδύα του εκπολιτισμού, της οικονομικής ανόδου και της βοήθειας των ισχυρών προς τους ανίσχυρους. Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα προτάγματα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης, η οποία στο όνομα της κοινής αγοράς και της ευμάρειας των υπανάπτυκτων κοινωνιών, ώστε να μπορούν να ξοδεύουν και να καταναλώνουν τα προϊόντα που παράγουν οι βιομηχανικές χώρες, χρηματοδοτεί έργα, όχι ακριβώς αυτά που χρειάζεται η τοπική κοινότητα αλλά αυτά που θα υπηρετήσουν το δικό της όραμα.
Γι’ αυτό άλλωστε, η άλλοτε κραταιά αποικιοκρατία επανέρχεται στις μέρες μας, και συγκεκριμένα το 1961, με άλλους όρους, με όρους παγκοσμιότητας από τον Στέφανο Δεμερτζή («Ο μεγάλος Αμπάι – revisited»). Ο πρωταγωνιστής συμμετείχε σε αποστολές, που συνέβαλαν με τον οικονομικό τους ιμπεριαλισμό στον λιμό που έπληξε και πλήττει την Αφρική. Κι αλλού, θυμόμαστε το περιβάλλον, μόνο όταν έχουμε εγκαθιδρύσει τη δική μας άνεση και πλούτο, αλλά δεν θέλουμε πια να συνεχίσουν όλοι σ’ αυτό το μοτίβο: π.χ. στα «Μοντέλα και προφητείες» η αδελφή του αφηγητή ζει την πολυτελή ζωή της με τον Ολλανδό σύζυγό της, αλλά βολεμένοι οι δυο τους αντιδρούν υπό το σύνδρομο NIMBY (Not in my Back Yard) σε όποιους διεκδικούν ανάλογα δικαιώματα με άλλοθι το περιβάλλον. Αντίβαρο σ’ αυτό θα μπορούσε να είναι η πραγματική φυσική ζωή, όπως στην «Κάθαρση», όπου ο Τάσος, ο οποίος βρίσκεται σε διάσταση με τη γυναίκα του Τζοάνα και τα παιδιά του, χωρίζει και από την ερωμένη του Νάγια και καταφεύγει σε ένα κέντρο προστασίας ζώων, όπου η φυσική ζωή φέρνει ξανά την προοπτική της επανασύνδεσης με την οικογένειά του. Η απλότητα και η απομάκρυνση από το τρέξιμο της πόλης μπορεί να αναζωογονήσει τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά και τις διασαλευμένες σχέσεις του.
...ξεσκεπάζει με παραστατικό τρόπο το παγκοσμιοποιημένο τρόπο ζωής, που, ενώ μοιάζει αγλάισμα οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, είναι συνάμα κι ένας λάκκος λεόντων, που τρώει την ποιότητα, την ουσία και την ηρεμία του ανθρώπου.
Μιλώντας με όρους αποικιακών σπουδών, θα παρατηρούσα ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει αφενός τη συνάντηση αλλοεθνών, που ως μετανάστες, ως πρόσφυγες, ως τουρίστες, ως οικονομικά στελέχη, ως καιροσκόποι και αεριτζήδες, ως πλούσιοι ταξιδιώτες και πολίτες του κόσμου αλωνίζουν την υφήλιο, εκόντες ή άκοντες, και συνομιλούν, συζούν, συνεργάζονται κ.ά. με ντόπιους ή με άλλους ετερόχθονες. Αυτός ο οικονομικός κοσμοπολίτικος αέρας γίνεται ο τρόπος ώστε πάλι η Δύση να διεισδύσει και να καθυποτάξει τις «τριτοκοσμικές» χώρες, πάντα με το βλέμμα του Ευρωπαίου που περιμένει από τους ιθαγενείς ανοικτές αγκαλιές και ερωτική διαθεσιμότητα («Τα αρχέτυπα του νου»).
Σ’ αυτό το οικουμενικό περιβάλλον, ο έρωτας ορθώνεται ως η παγκόσμια σταθερά. Είναι η συγκολλητική ουσία που δρομολογεί εξελίξεις, συνεχίζοντας τη ροή του κόσμου για ένωση και επαφές έξω από σύνορα και κουτάκια, αλλά ταυτόχρονα είναι και το παράσιτο, που εκμεταλλεύεται αυτή την ελεύθερη επικοινωνία για να εμβάλει το μικρόβιό του και να μετατρέψει τις διαφυλικές σχέσεις σε ένα ελευθεριάζον πάρτυ πρόσκαιρων επαφών και κοσμοπολίτικων χωρίς ταμπού συνάψεων. Το είπα και προηγουμένως, όταν μίλησα για τη φυσική ζωή που αναζωπυρώνει τις ερωτικές σχέσεις, το ξανασυναντώ αντίστροφα στο «Εκτός έδρας ή Αδιάφορη ισορροπία», όταν ο πρωταγωνιστής, ιδιοκτήτης χρηματιστηριακού γραφείου, συνοδεύει την παντρεμένη γκόμενά του Έλλη στη Χαλκιδική, όπου αυτή εκπροσωπεί ντόπιους διαμαρτυρόμενους κατά του γηπέδου γκολφ. Κι ενώ σκέφτεται τι ωραία θα ήταν να παρατήσει τα πάντα και να ζήσει τη μαγεία της ελληνικής επαρχίας, αντιλαμβάνεται πως ο έρωτάς του με την Έλλη είναι μόνο για το κρεβάτι.
Ένα τελευταίο είδος παγκοσμιοποίησης, πέρα από το χρήμα και τον έρωτα, είναι αυτή των γραμμάτων. Σύμβολό του η Ελβετία, που ούτως ή άλλως αποτελεί τριεθνές αλλά και διεθνές ανιστορικό μοντέλο συμβίωσης λαών και πολιτισμών. Στο «Ουρώντας σ’ έναν τάφο», ο αφηγητής, με αφορμή ενός πραγματικού γεγονότος (ο Χιλιανός συγγραφέας Λαμπάρκα ούρησε στον τάφο του Μπόρχες στη Γενεύη, εν είδει διαμαρτυρίας για τη σχέση του Αργεντίνου με τον Πινοσέτ), συνειδητοποιεί ότι η Ελβετία, ως γνήσιο σύμβολο της παγκοσμιοποίησης, οικειοποιείται ζωές και θανάτους διεθνών διασημοτήτων. Στην ίδια γραμμή, ο Ντελίλο στη Μήλο ονομάζει τα πράγματα κι αυτό τους δίνει νόημα και «Ο δρόμος» του ΜακΚάρθυ επηρεάζει το όνειρο του αφηγητή μέσα στο άγριο μεταπολεμικό, διαλυμένο, περιβάλλον: γενικά οι συγγραφείς αποκόπτονται από το δικό τους περιβάλλον και συγγραφική αδείᾳ εξακτινίζονται για να νοηματοδοτήσουν ετεροτοπίες και ετεροτροπίες.
Απόλαυσα τα διηγήματα του Μιχάλη Μοδινού όχι μόνο για την αφηγηματική άνεση με την οποία ο συγγραφέας στήνει πολύχρωμες ιστορίες· όχι μόνο επειδή, ακολουθώντας μια ισχυρή τάση της πεζογραφίας μας, ορθώνει μπροστά μας πολιτισμικά σκηνικά, μέσα στα οποία δοκιμάζει τις σύγχρονες ιδεολογίες και τις εμμονές του σύγχρονου ανθρώπου· όχι μόνο γι’ αυτούς τους λόγους αλλά και επειδή ξεσκεπάζει με παραστατικό τρόπο το παγκοσμιοποιημένο τρόπο ζωής, που, ενώ μοιάζει αγλάισμα οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, είναι συνάμα κι ένας λάκκος λεόντων, που τρώει την ποιότητα, την ουσία και την ηρεμία του ανθρώπου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ποιο αόρατο χέρι πήρε έναν Νιγηριανό γιο φύλαρχου Γιορούμπα και τον έστειλε για μεταπτυχιακά στο Έσσεξ της Αγγλίας; Ποιο χέρι με άρπαξε από το βενζινάδικο του πατέρα μου στη Νεμπράσκα και μ’ έστειλε για σπουδές στο Νορθουέστερν του Σικάγο και έπειτα στο Ήστ Λάνσινγκ του Μίσιγκαν; Ποιος άνεμος μας έφερε όλους εμάς στα βορειοδυτικά σύνορα του Πακιστάν, να μοιραζόμαστε το πρωινό μας, τις εμπειρίες μας και τις νευρώσεις μας; Ο Ινδός φλερτάρει διακριτικά τη Δανέζα κι ίσως τη ρίξει…»
«Ανάπτυξη τώρα!»