Για τη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Μακρόπουλου «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον» (εκδ. Κίχλη). Στην κεντρική εικόνα, έργο του John Wentz.
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Οι ιστορίες του Μιχάλη Μακρόπουλου έχουν ενδιαφέρον, φυσικά, αυτές καθεαυτές, καθώς προσεγγίζουν με τον ιδιαίτερο τρόπο τους (γνώριμο σε όλες τις γραφές του ώς τώρα) να μιλούν για έναν απροσδιόριστο, δυστοπικό μελλοντικό χρόνο προσεγγίζοντας ταυτόχρονα ένα εν δυνάμει ανάλογο επίσης σύγχρονο τοπίο. Επίσης ενδιαφέρον, ωστόσο, προκαλούν όσα αναφέρονται στο τέλος του βιβλίου του για κάποιες από τις αφορμές που οδήγησαν στα συγκεκριμένα διηγήματα, γεννημένα τα περισσότερα με τρόπο ανεξιχνίαστο, αλλά όχι «εν κενώ», όπως θα πει ο δημιουργός τους. Το «Συνφούντ» έχει την ακουστική αφορμή του στον ήχο που έκανε ένας κρίκος καθώς κτυπούσε στον ιστό της σημαίας σε μια παραλία. Η «Φωτογράφος» είναι ο απόηχος των φωτογραφιών της Νορβηγίδας Λένε Μαρίε Φόσεν με τις απισχνασμένες μορφές, η εμβληματική, ψυχολογική ταινία Περσόνα του Μπέργκμαν τον οδηγεί λυτρωτικά στον δικό του «Πλανήτη με τους δύο ήλιους», ο παράλογος κόσμος του Καμύ αλλά και ο φοβικός κινηματογράφος του Κρόνενμπεργκ οδήγησαν στο «Έτσι», τέλος οι αρχέγονες εικόνες του αριστουργηματικού «Ισμαήλ» άντλησαν την έμπνευσή τους από το μουσικό άκουσμα Y των The Pop Group, κυρίως όμως από το εξώφυλλο του δίσκου. Αυτές οι αναφορές ενδιαφέρουν ως μια αποκαλυπτική εικόνα του «υλικού» που βρίσκεται πίσω από μια γραφή – άλλωστε θα μας εξέπλητταν οι αφορμές πολλών έργων, αν είχαμε, όπως εδώ, τη δυνατότητα να τις γνωρίσουμε. Δείχνουν την κατεύθυνση προς την οποία πήγε αυτή τη φορά η δημιουργική έμπνευση – μια «συνομιλία των διηγημάτων της συλλογής με τις ποικίλες αφορμές, που βρίσκουν όλες τον κοινό τους τόπο, εικόνες και ακούσματα που συγκλονίζουν (το καθένα με τον δικό του τρόπο) αναταράσσοντας τον έσω κόσμο και εκβάλλοντας σε πρωτότυπες, νέες συγγραφικές εικόνες.
Οι «Σφαίρες», με το ιδιότυπο εκκρεμές, με το σφαιρίδιο στην άκρη ενός σπάγκου που πέφτει από ψηλά πάνω σε ένα πανομοιότυπο, μόνο για να το θέσει κι αυτό σε κίνηση, να λειτουργήσει έτσι η αδιάκοπη ίδια πορεία, μια κανονικότητα, ευκταίος στόχος πλέον της ζωής.
Εννέα ιστορίες όλες κι όλες, με την καθεμία από αυτές να έχει μέσα της τον σπόρο της μεγέθυνσης σε μια μεγαλύτερη και πληρέστερη (σε εκδοχές πλοκής) ιστορία. Εδώ, όμως, ο Μακρόπουλος θέλησε να αναμετρηθεί με τη μικρή φόρμα, αποδεικνύοντας πως έχει τον τρόπο να εγκιβωτίσει σε λίγες σελίδες (αν εξαιρέσουμε λίγες εκτενέστερες) μια ενδιαφέρουσα ιδέα, να την επεξεργαστεί, να δημιουργήσει διακριτές μορφές ηρώων με έντονο αποτύπωμα.
Ιστορίες έξω από τα όρια του χρόνου
Ξεχωρίζω δύο από αυτές, όσο κι αν η επιλογή είναι δύσκολη, καθώς η κάθε ιστορία έχει τη δική της άξια μνείας ταυτότητα. Οι «Σφαίρες», με το ιδιότυπο εκκρεμές, με το σφαιρίδιο στην άκρη ενός σπάγκου που πέφτει από ψηλά πάνω σε ένα πανομοιότυπο, μόνο για να το θέσει κι αυτό σε κίνηση, να λειτουργήσει έτσι η αδιάκοπη ίδια πορεία, μια κανονικότητα, ευκταίος στόχος πλέον της ζωής. Το μοναχικό αγόρι της ιστορίας, με τη μοναδική λέξη (το όνομά του Χρίστος) να τον συνδέει με το παρελθόν μιας κανονικής ζωής, όταν τα πράγματα περιέκλειαν το νόημά τους σε ισάριθμες λέξεις· τώρα η λέξη Χρίστος τα έχει όλα μέσα της, χωρίς όμως, να μπορεί να λειτουργήσει σαν κώδικας επικοινωνίας σε μια ζωή χωρίς πραγματικά πρόσωπα. Μόνο πλάσματα-φαντάσματα, σκιές που προξενούν φόβο. Καθημερινή, βραδινή διαδρομή του μέχρι τον τοίχο από όπου αναβλύζει το ελάχιστο ίχνος αληθινής ζωής, το νερό. Το όνομά του θα το δώσει και στο πλάσμα με τα μεγάλα μάτια, που απρόσμενα θα συναντήσει και θα το πάρει μαζί του, γιατί δεν είναι σκιά, δεν είναι φάντασμα. Και το παιδί θα νιώσει την τρυφερότητα, χαμένη έννοια, ξεχασμένη αίσθηση. Οι σφαίρες θα χτυπούν η μία την άλλη σε μια υπόσχεση διάρκειας, υπόσχεση ζωής.
Η δεύτερη ο «Ισμαήλ», είναι η πιο πλήρης από κάθε άποψη ιστορία του βιβλίου, τόσο στα μέσα που χρησιμοποιεί (τρόπους και τεχνικές αφήγησης) όσο και στην προέκταση του νοήματος – το πιο ισχυρό αποτύπωμα στην αναγνωστική πρόσληψη. Η συμπύκνωση της ιστορίας (με όλα τα αρχέγονα στοιχεία, ακόμη ζωντανά στις μεταπλάσεις τους, που την καθιστούν διαχρονική) στην αναζήτηση μιας δύναμης που να υπερβαίνει την ανθρώπινη οντότητα, ακόμα και με παράλογο τρόπο (ή κυρίως έτσι), της προσδίδει την κεντρική θέση στη συλλογή, καταδεικνύοντας την ισχυρή αντίστιξη ανάμεσα στη θεωρούμενη ανθρώπινη δύναμη και σε ό,τι την ξεπερνά, αλλά και τη διατήρηση αυτού του ισχυρού δίπολου σε όποια εποχή του παρελθόντος, στην τωρινή ή σε όποια υποθετικά μελλούμενη.
Οι ιστορίες του Μακρόπουλου δεν αφορούν μόνο μια προβαλλόμενη στο μέλλον συνθήκη, ούτε όμως απηχούν μονοσήμαντα μια σημερινή εποχή, φέροντας μέσα τους τη δυσοίωνη πρόβλεψη. Ανήκουν όλες σε μια πολύ ενδιαφέρουσα μυθοπλασία, με τη δύναμη να εμπεριέχει τον χρόνο εκτός χρονικού περιορισμού – αν ποτέ μπορεί μια τέτοια έννοια να συλληφθεί από την ανθρώπινη λογική. Γι’ αυτό τον λόγο όλες μοιάζει κάτι να θυμίζουν από το παρελθόν, ταυτόχρονα κάτι να υπονοούν από το σήμερα αλλά και κάτι να προβλέπουν από το μέλλον. Αυτή είναι και η αξία της λογοτεχνίας, και συγκεκριμένα αυτής της ιδιαίτερης γραφής. Δεν ανήκει πουθενά και όλα τα εμπεριέχει.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η μελέτη «Ο ποιητὴς διάγει εσώκλειστος – Οι “τόποι” στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Φοίνικα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ποιοι ήταν οι Παλιοί; ρωτούσε σιωπηλά ο καθένας τους τα περεντίζε, όμως εκείνα παρέμεναν βουβοί γρίφοι. Γιατί οι πρόγονοί τους, αυτοί που έφτιαξαν το Φσhάτι και τους άφησαν κληρονομιά τα μjιέτε και τα περεντίζε, δεν τους άφησαν μαζί ιστορίες για το τί είχαν βρει φτάνοντας στον τόπο και τί είχε υπάρξει πρωτύτερα; Και πόσο παλιά έζησαν αυτοί οι πρόγονοι; Οι χωριανοί ένιωθαν μετέωροι, σαν να είχαν γεννηθεί μεσ’ από μια ομίχλη, που με τις ιστορίες τους πάσχιζαν να τη διαλύσουν, μα αυτή παρέμενε πυκνή, σκεπάζοντας ό,τι υπήρξε κι αφήνοντάς τους σαν μισοξεριζωμένα δέντρα, να πολεμούν με λίγες ρηχές ρίζες να κρατηθούν στο παρελθόν για να πετάξουν κλαριά προς το μέλλον.
Τί ’ναι ο θεός; ρωτούσε κάθε μέρα η Ρεζάρτα τα περεντίζε, κι εκείνα της αποκρίνονταν μόνο με το επίμονο αίνιγμα της ακατανόητης χρήσης τους.» (σ. 154).