Για το μυθιστόρημα του Νίκου Α. Μάντη «Κιθαιρώνας» (εκδ. Καστανιώτη). Στην κεντρική εικόνα, ένας άντρας και μια γυναίκα κοιτάζουν τον διάσημο πίνακα του William-Adolphe Bouguereau (1825-1905) - The Youth of Bacchus. Νέο βλέμμα, σε ένα αρχέγονο θέμα.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
«Έρχομαι εδώ στη χώρα των Θηβαίων,/ο Διόνυσος εγώ, του Δία το τέκνο,/που μ' έκαμε η Σεμέλη, η θυγατέρα/του Κάδμου, από φωτιάν αστραποφόρα/ξεγεννημένη. Κι αφού τη μορφή μου/τη θεϊκιά τη συνάλλαξα με ανθρώπου» (μτφρ: Παντελής Πρεβελάκης».
Η Ευριπίδεια τραγωδία Βάκχες, μια από τις πλέον αινιγματικές και καινοτόμες, που μας άφησε ως κληρονομιά το Αρχαίο Θέατρο, άρχεται με τον Διόνυσο, τούτο το καινό δαιμόνιο, να εισέρχεται στη Θήβα με σκοπό να διαρρήξει εντελώς την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων, αυτή που έχουν επιβάλλει οι Έλληνες όταν κατέκτησαν την πόλη.
Τον ακολουθεί η μανιώδης κουστωδία των Μαινάδων που κρατούν θύρσους και έχουν καταληφθεί από ένθεη μανία. Είναι μόλις η αρχή των όσων θα επακολουθήσουν και τα οποία, εν πολλοίς, μέσα από το πρίσμα του «εμπρηστή» της κλασικότροπης αττικής Τραγωδίας, του Ευριπίδη, θα προσδώσουν στο εν εξελίξει δράμα νέα γνωσιολογικά και δομικά –ως προς τη θεατρική πράξη– στοιχεία.
Θα έλεγε κανείς πως το ίδιο το έργο είναι μια πράξη μεταμόρφωσης, τη στιγμή που την αναδεικνύει διά της πλοκής.
Τίποτα ξένο δεν μας είναι ως προς τον μύθο, τις συνδηλώσεις και τις αναλύσεις του.
Τίποτα ξένο δεν μας είναι ως προς τον μύθο, τις συνδηλώσεις και τις αναλύσεις του. Από την θεωρία της «παλινωδίας» του τραγωδού ποιητή έως την ορθολογιστική ερμηνεία του έργου και, φυσικά, την μετατραγική θεωρία της σχολής των ανθρωπολόγων του Παρισιού, η οποία εμπεριέχει την ψυχαναλυτική ερμηνεία των Βακχών.
Ο Διόνυσος, μια διφυής φύση που γεννιέται δύο φορές, αποτελεί σταθερή αναφορά στη σύγχρονη τέχνη, καθώς μέσω του ζωώδους πάθους του που θερμαίνει τις Μαινάδες, αλλά και τους θεατές, αναδεικνύονται θέματα της παρούσης με τρόπο εμπρηστικό και έγκαυλο (όπως θα έλεγε και ο Ανδρέας Εμπειρίκος στον Μέγα Ανατολικό).
Έχει καταστεί, πλέον, εμβληματική η performance «Dionysus in 69» του Richard Schechner που ανέβηκε το 1968 σε ένα γκαράζ της Νέας Υόρκης και συντονίστηκε με το ελευθεριακό πνεύμα της εποχής, όπου λογής πρωτοπορίες (χίπηδες, φεμινίστριες, ομοφυλόφιλοι κ.ά.) εναντιώθηκαν με πύρινες διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Ενδεχόμενα, οι λιγότερο «επαναστάτες» θα έχουν κατά νου τη διάσημη «Bacchanale» του Camille Saint-Saëns. Μια μουσική σύνθεση που έχει εγκιβωτιστεί στην όπερα «Σαμψών και Δαλιδά» και η οποία θαυμάζεται για τον εξωτισμό που παράγει το όμποε και την εμφατική δυναμική των τυμπάνων που παραπέμπουν σε ένα καθαρό χορό οργίων του Βάκχου. Ως εκ τούτου, το «ξαναδιάβασμα» της τραγωδίας με σημερινά μέτρα ούτε ξένο θα πρέπει να μας είναι ούτε και ασύγγνωστο.
Στην κεντρική εικόνα, αγγείο του 450 π.Χ., ο Πενθέας διαμελίζεται από την Ινώ και τη μητέρα του, την Αγαύη (μουσείο του Λούβρου). |
Ο Νίκος Α. Μάντης με το νέο του μυθιστόρημα Κιθαιρώνας, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποπειράται να ανακατέψει την πλοκή που μας έχει προσφέρει ο Ευριπίδης, να ενθέσει στη ψίχα της νέα πρόσωπα και καταστάσεις και να ερμηνεύσει τα διαπραχθέντα με διασταλτικό τρόπο. Αν για τους «καθαρογράφους» της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μια τέτοια προσπάθεια συνιστά οχληρή παρασπονδία, για εκείνους που αρέσκονται να διαπιστώνουν πως μια στάλα μυθοπλασίας μπορεί να αλλάξει τη σύσταση ενός πανάρχαιου νάματος, η απόφασή του είναι λογική και ευπρόσδεκτη.
Φευ, ακόμη και το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Είμαι της Αγαύης γιος» από τον δίσκο «Οι μπαλάντες της Οδού Αθηνάς», τίποτα άλλο δεν είναι από μια μεταφορά του μύθου στο ερμηνευτικό τώρα. Γιατί να μην μπορείς να φανταστείς τον βασιλιά Πενθέα να περπατάει σε νύκτιους δρόμους, ανάμεσα σε πόρνες, φονιάδες, αστυνόμους και να είναι δύο νταήδων ανιψιός;
Μια δομική αλλαγή στον αρχικό μύθο που εισάγει ο Μάντης είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον Πενθέα και την Αγαύη, σε ένα «νέο» πρόσωπο, την Ιόλη.
Μια δομική αλλαγή στον αρχικό μύθο που εισάγει ο Μάντης είναι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον Πενθέα και την Αγαύη, σε ένα «νέο» πρόσωπο, την Ιόλη (όχι εκείνη που τρέλανε από έρωτα τον Ηρακλή). Μια ταπεινή νοικοκυρά, γυναίκα του Μένιππου (απλός στρατιώτης, κι αυτός) που αποφασίζει, όπως και άλλες γυναίκες της Θήβας, να παρατήσει το συζυγικό κρεβάτι και να ανέβει έως τον μαγικό Κιθαιρώνα θέλοντας έτσι να αντισταθεί στη νέα τάξη πραγμάτων που έχουν επιβάλλει διά της ισχύος τους οι Έλληνες (κατάργησαν την παλαιά θρησκεία των Μινύων προς χάριν του Δωδεκάθεου και αποδυνάμωσαν τη σημασία και τη βαρύτητα της Μητέρας Γης που ήταν το θηλυκό στοιχείο του βίου των ανθρώπων).
Η Ιόλη αποδεικνύεται πρόσωπο-κλειδί στην εκδοχή του Μάντη, καθώς δεν είναι μια ακόμη θυγατέρα του βακχικού πάθους ή μια τυφλή ακόλουθος της Αγαύης που πρώτη πρώτη ανέβηκε στον Κιθαιρώνα εγκαθιδρύοντας την ουτοπική κοινωνία των γυναικών. Κουβαλάει μέσα της εκείνη τη δύναμη, ένας πλήρες και έκθαμβο μυαλοτοπίο, που την φέρνει αμέσως στην αυλή του Διονύσου (την περιβόητη, κατά Μάντη, Ζώνη) και την μετατρέπει σε ισχυρό όπλο στον αγώνα που επιθυμεί να διεξάγει ο Βάκχος κατά των Κυκλώπων (άλλη μια καινοτομία). Συν τοις άλλοις, η Ιόλη είναι η μόνη που καταφέρνει να ενδυθεί τη διφυή ερωτική ταυτότητα του Διονύσου και να γίνει ωσαύτως Μαινάδα και Σάτυρος αναμειγνύοντας, σε ένα σώμα, τους ερωτικούς χυμούς μιας γυναίκας με τους ιμερικούς παιανισμούς ενός άντρα.
Ένα αταξινόμητο είδος που όμως στις μέρες μας, μέρες που αναδεικνύεται εντόνως ο αγώνας των ανθρώπων για την σεξουαλική ταυτότητα και τον αυτοπροσδιορισμό τους, καθίσταται οικείο. Κάλλιστα, η Ιόλη θα μπορούσε να είναι στις μέρες μας αναπόσπαστο μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και να αισθάνεται περήφανη γι’ αυτό.
Αν για την Ιόλη το μυαλοτοπίο είναι εκείνο που τη μεταφέρει από την στεγανότητα του βίου της, κάτω από τη σκιά του Μένιππου, στη ρευστότητα του φύλου της, για τον Μάντη το όχημα είναι ένα πλήρες λεκτικό τοπίο μέσα στο οποίο αναδεικνύονται όλοι οι ερωτικοί χυμοί που ραντίζουν –ωσάν ορμητική βροχή– όλο το μυθιστόρημα από την αρχή έως το τέλος. Υπάρχουν σκηνές σεξουαλικής παραφροσύνης που είναι ικανές να σωματοποιήσουν τις λέξεις με εμπρηστικό τρόπο ή, αλλιώς, οι λέξεις να αποτελέσουν το χρήσιμο όχημα για να οδηγηθείς σε μια αναγνωστική κορύφωση που περιλαμβάνει το σώμα του αναγνώστη (κατανοητό;).
Είναι σχεδόν πρόδηλο πως για τον Μάντη ο μύθος των Βακχών περιλαμβάνει ποτάμια ερωτικών χυμών που έρχονται να ξεδιψάσουν τις αναπεπταμένες γυναίκες διά της μεταμορφώσεών τους.
Είναι σχεδόν πρόδηλο πως για τον Μάντη ο μύθος των Βακχών περιλαμβάνει ποτάμια ερωτικών χυμών που έρχονται να ξεδιψάσουν τις αναπεπταμένες γυναίκες διά της μεταμορφώσεών τους. Αυτή η δραστική αλλαγή, όσο μπορεί να είναι μια αλλαγή στην υλική και πνευματική υπόσταση ενός όντος, είναι μια καίρια ματιά του Μάντη απέναντι στον μύθο. Δεν είναι μόνο οι γυναίκες που αλλάζουν, αλλά ακόμη και οι άντρες. Όχι απαραίτητα πάντα για καλό, αλλά σίγουρα προς ένα στάδιο εγγύτερο στην αυτογνωσία.
Φυσικά, προεξάρχει των μεταμορφώσεων ο Διόνυσος που συδαυλίζει την επανάσταση των γυναικών κατά της πατριαρχίας, αλλά και τη δική του ανάρρηση στο Δωδεκάθεο. Είναι αυτός που ονειρεύεται πόλεμο εναντίον των Κυκλώπων (άλλος ένας νεωτερισμός του Μάντη) έτσι ώστε να δοθεί ένα καίριο χτύπημα προς μια ομάδα μυθικών πλασμάτων που καταπιέζουν και σκοτώνουν γυναίκες.
Μπορεί να διεξαχθεί ολόκληρη συζήτηση αν οι Βάκχες είναι μια τραγωδία που εξυμνεί μόνο το σώμα, το ερωτικό ένστικτο, την παραφορά και τη σεξουαλική απελευθέρωση έναντι όλων των καταπιεστικών εξουσιαστικών δομών που με προκρούστειο τρόπο πετσοκόβουν και κανονικοποιούν την ανθρώπινη επιθυμία. Φρονώ πως είναι κάτι περισσότερο από αυτό και είναι ο βασικός λόγος που είναι μια τραγωδία-τομή που αλλάζει σημαντικά τις σταθερές της αττικής Τραγωδίας. Έως τις Βάκχες, η τραγικότητα των ηρώων καθορίζεται εν πολλοίς από την αδυναμία τους να αντισταθούν στη Μοίρα και την Ανάγκη, ενώ είναι πρόδηλη η αδυναμία τους να αντιπαρατεθούν απέναντι στις συνέπειες της ύβρεως προς τους θεούς. Στις Βάκχες, ο Ευριπίδης μεταθέτει αυτή την αδυναμία από το θείο προς το εσωτερικό ψυχικό άλγος. Είναι η τραγική τάση του πρωταγωνιστή να εφευρίσκει και να προκαλεί τις πράξεις και τις συμπεριφορές του. Είναι αυτές, άλλωστε, που του προκαλούν το ψυχικό του άλγος. Κοινώς: στις Βάκχες η τραγικότητα του πρωταγωνιστή, άρα και η μοίρα του, μετατοπίζεται στο δυσβάσταχτο της ύπαρξής του. Η στάση του, λοιπόν, είναι περισσότερο υπαρξιακή και λιγότερο χθόνια, σωματική ή ερωτόπληκτη.
Δεν θα μπω καν στη διαδικασία αν έλειψε από το μυθιστόρημα του Μάντη ένας αντίστοιχος μονόλογος της Αγαύης ή αν έγινε η κατάλληλη εμβάθυνση στον Πενθέα που εδώ εμφανίζεται υποταγμένος στον Αντίβουλο (τον μυστικοσύμβουλό του με τον οποίο είναι κρυφά ερωτευμένος), αδαής και δίχως βασιλική θωριά.
Είναι φανερό πως ο Μάντης επιθυμεί να στρέψει αλλού το βλέμμα του, να δημιουργήσει ακόμη και μια φοβική και συνάμα μαγική ενδοχώρα του Κιθαιρώνα και με την manière του Τόλκιν να φτιάξει μια ατμόσφαιρα εξωπραγματική, Οι εικόνες είναι παραληρηματικές, αγγίζουν τη λογοτεχνία του φανταστικού και η δύναμή τους είναι αυταπόδεικτη για όποιον εισχωρήσει μέσα τους. Τρανό παράδειγμα είναι οι σκηνές με τις οργιώδεις ερωτικές σκηνές και τις πριαπικές μορφές των Σατύρων. Aν και στο δικό μου μυαλό ερχόταν συνεχώς η μορφή του sex machine RanXerox, από το γνωστό κόμικ των Liberatone-Tamburini με τα ευμεγέθη μπράτσα και το υπερτροφικό μόριο που θα έκανε κάθε επαγγελματία πορνοστάρ να χλομιάζει. Σαν να λέμε: τη στιγμή που με έπειθε η περιγραφή των Σατύρων, την ίδια μέσα μου κάτι κλωτσούσε.
Ο Κιθαιρώνας είναι ένα βιβλίο που θα προκαλέσει σωρεία συζητήσεων και ίσως, ποιος ξέρει;, αντικρουόμενων απόψεων. Σίγουρα, πάντως, είναι ένα μυθιστόρημα που πιάνει την αύρα των σημερινών προβληματισμών γύρω από τις έμφυλες ταυτότητες και την αδήριτη ανάγκη να πέσουν οι παλαιολιθικές περιχαρακώσεις για τον αυτοπροσδιορισμό των ατόμων, συν τη συζήτηση που ξεκίνησε εμφατικά από το #MeToo και φτάνει έως τον πυρήνα του ζητήματος που είναι η τοξική πατριαρχία και τα φονικά επίχειρά της. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Μάντης εισφέρει στη δημόσια συζήτηση ένα υλικό άκρως κρίσιμο και ουσιαστικό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε κι αυτή την πτυχή της λογοτεχνίας που δεν έχει να κάνει τόσο με την επικαιρότητα, αλλά με τη συναίσθηση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γράφεται και αναπτύσσεται. Πολλές φορές, δε, αυτό ενδέχεται να προέχει των όποιων αξιολογικών κρίσεων επί του έργου αυτού καθαυτού.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Ιόλη βρίσκεται σε κορύφωση ήδη από τη στιγμή που ένιωσε τα αόρατα νήματα να μην συνδέουν με το φαλλό του Σάτυρου, με μια τέτοια ένταση, που κάνει το κορμί της να αναλύεται σε σπασμούς, σε διαδοχικές παλίρροιες και άμπωτες, όλο και πιο βίαιες, όλο και πιο σύντομες και δυνατές, οδηγώντας τη με σίγουρα βήματα προς την τελική, την έσχατη κορύφωση, που θα καταργήσει κάθε κύμανση, τεντώνοντας την ύπαρξή της τόσο, ώστε να γίνει ένα οροπέδιο, ένας διάδρομος που θα οδηγεί στο άπειρο, προς μια ηδονή που θα ισούται με τη μετάβαση σε κάτι άγνωστο ακόμα, ίσως μη υλικό καν. Και μέσα σ’ αυτό τον παροξυσμό, αισθάνεται μια αυξανόμενη υγρασία κάπου στη μέση του κορμιού της: είναι οι γυναικείες εκκρίσεις της, τόσο άφθονες και πηχτές όσο ποτέ άλλοτε, προσομοιάζοντας αλλόκοτα στο ανδρικό σπέρμα, κι αυτό το σιντριβάνι που εκτοξεύει το αιδοίο της, όπως η σουπιά τινάζει το μελάνι, περνάει διαμέσου του σωλήνα του φαλλού και διοχετεύεται στο ανοιγμένο αιδοίο του συντρόφου της, που αμέσως το καταπίνει ακόρεστα.»