Για το μυθιστόρημα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου «Μια τελευταία επιστολή αγάπης» (εκδ. Πατάκη). Φωτογραφία © Κωνσταντίνος Πίττας.
Της Διώνης Δημητριάδου
«Η τέχνη θεραπεύει, η πραγματικότητα γδέρνει». Μια αλήθεια που εκφράζει η ηρωίδα του βιβλίου της Χουρμουζιάδου ήδη από τις πρώτες σελίδες, και που μοιάζει να φωτίζει ως συγγραφική ιδέα όλη την πορεία της ιστορίας. Ή μήπως των δύο ιστοριών; Γιατί μέσα στην αρχική επινοημένη μυθοπλασία εγκιβωτίζεται λειτουργικά μία δεύτερη, καθοδηγούμενες και οι δύο από τη συγγραφική παντογνωσία, μεταμφιεσμένη εδώ σε δύο αφηγηματικές πρωτοπρόσωπες φωνές. Πρόκειται για ένα έργο που ξαφνιάζει ευχάριστα με τον τρόπο που οι δύο ιστορίες συνδυάζονται, συνεπιδρούν λογοτεχνικά και εκβάλλουν σε έναν κοινό τόπο, που άλλοτε θυμίζει την πραγματική ζωή με όλο τον ρεαλισμό της, ικανή να εμπνεύσει τη μυθοπλασία, και άλλοτε μια ευφάνταστη λογοτεχνική αποτύπωση της. Πώς να ξεχωρίσουν, όμως, εύκολα αυτές οι δύο εκδοχές του πραγματικού, ιδίως σε μια γραφή από τις πιο ενδιαφέρουσες στο σύγχρονο λογοτεχνικό πεδίο;
Δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συγγραφείς επιλέγουν τη θεματική τους μέσα από την ίδια τη διαδικασία της συγγραφής, τοποθετώντας κεντρικό πρόσωπο τον δημιουργό σε εσωτερική διαμάχη με το ίδιο του το έργο, από τη σύλληψη της ιδέας ως την υλοποίησή της. Δεν συναντάμε συχνά, ωστόσο, μια τόσο ολοκληρωμένη δουλειά, όπως αυτή της Χουρμουζιάδου, που κατορθώνει να διαχειριστεί δύο και όχι μία ιστορίες, με την αυτοαναφορικότητα της γραφής να ταξιδεύει από τη μία στην άλλη διαρκώς.
Δεν συναντάμε συχνά, ωστόσο, μια τόσο ολοκληρωμένη δουλειά, όπως αυτή της Χουρμουζιάδου, που κατορθώνει να διαχειριστεί δύο και όχι μία ιστορίες, με την αυτοαναφορικότητα της γραφής να ταξιδεύει από τη μία στην άλλη διαρκώς.
Η πρώτη, κεντρική, ιστορία αφορά μια παράνομη ερωτική σχέση που τελειώνει απότομα με ένα θανατηφόρο τροχαίο, αφήνοντας πίσω του την επιζήσασα Ντόρα Τσάκου, επιμελήτρια εκδόσεων στο επάγγελμα και ερωμένη του νεκρού Τάκη Γαζή, συμβολαιογράφου, και το πρωτόλειο μυθιστόρημά του με τον τίτλο «Μια τελευταία επιστολή αγάπης», σε μορφή χειρογράφου. Η Ντόρα έχει να αντιμετωπίσει τη βίωση μιας σημαντικής απώλειας, παράλληλα να δώσει σάρκα και οστά στην επιθυμία της να δει σε εκδοτική μορφή το μυθιστόρημα του Γαζή. Το δεύτερο αυτό καθόλου εύκολο, καθώς συναντά την πεισματική άρνηση της συζύγου του και τις ποικίλες αντιδράσεις (άλλοτε με άρνηση και άλλοτε με σκεπτικισμό) των συγγενών και φίλων του Γαζή. –
Η δεύτερη ιστορία, εγκιβωτισμένη σε τρία σημεία της πρώτης, είναι η επινοημένη μέσα στο μυθιστόρημα αυτό του Γαζή, και αφορά μια δεύτερη ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δυο χαρακτήρες προερχόμενους από εντελώς διαφορετικούς κόσμους: ο ένας είναι ένας εύπορος αστός του Κολωνακίου, που τα ενδιαφέροντά του εκκινούν από τον προσωπικό του μικρόκοσμο και καταλήγουν σ’ αυτόν, και η άλλη είναι μια ακτιβίστρια, η Τέα, που δουλεύει για μια ΜΚΟ με στόχο τη βοήθεια των χωρών της Αφρικής. Οι δυο τους γνωρίζονται στη διάρκεια μιας διαδήλωσης κατά του προέδρου Κλίντον, το 1999, στην οποία μόνο η Τέα, φυσικά, βρίσκεται συνειδητά.
Η Ελιάνα Χουρμουζιάδου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Προσλήφθηκε από την Εθνική Τράπεζα το 1984, ενώ παράλληλα σπούδαζε Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα 1991-2018 εργάστηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, κυρίως ως επιμελήτρια εκδόσεων. Από το 1989 έχουν κυκλοφορήσει πέντε μυθιστορήματά της και ένα παιδικό βιβλίο. Η ιδιαιτέρα (Κέδρος, 1998) τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω. Διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί στον τύπο. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα Μια τελευταία επιστολή αγάπης (εκδ. Πατάκη). |
Όπως οι δύο ιστορίες μπερδεύονται μεταξύ τους, η Ντόρα πιστεύει ότι το βιβλίο του Γαζή «Μια τελευταία επιστολή αγάπης» έχει εκείνην για έμπνευση, παρά την παραποίηση των χαρακτήρων, θεωρώντας πως πρόκειται για ένα τελευταίο μήνυμα του αγαπημένου της. Έτσι, μπερδεμένη ανάμεσα στην πραγματική ζωή και στη μυθοπλασία, λησμονεί πως ό,τι γράφεται είναι ταυτόχρονα αλήθεια και επινόηση, καθώς η ζωή δίνει έναυσμα δημιουργίας στην τέχνη αλλά παράλληλα διαμορφώνει, ως συντελεσμένο πλέον έργο, την ίδια τη ζωή.
Η Χουρμουζιάδου, κατά τη γνώμη μου, εδώ ανοίγει θέα στο πιο ενδιαφέρον επίπεδο του βιβλίου της, προτείνοντας μια ανάγνωση που εστιάζει σ’ αυτή την ίδια τη γραφή, τις αφορμές της, τη δημιουργία της επινοημένης πλοκής, την αποδοχή της από τον αναγνώστη με τη δική του εκδοχή ερμηνείας, τη μεταμόρφωση των πραγματικών χαρακτήρων αλλά και του συγγραφέα στη λογοτεχνική τους μεταφορά, τη μείξη του πραγματικού με το μυθοπλαστικό. Ίσως αυτή να ήταν και η αρχική ιδέα του βιβλίου, που βρήκε την εφαρμογή της στις δύο ιστορίες του. Πέρα από τη θεματική γύρω από την απώλεια, την επιβίωση και τη μοναξιά, εν τέλει εδώ η γραφή με τον ιαματικό της χαρακτήρα, τον παρηγορητικό της ρόλο. Το γεγονός ότι πολλές αναφορές γίνονται σε εμβληματικές λογοτεχνικές μορφές (Κόνραντ, Πηνελόπη Δέλτα, Χένρι Τζέιμς, Ναντίν Γκόρντιμερ κ.α.) επιτείνει την αίσθηση πως έχουμε ένα μυθιστόρημα με θέμα (ανάμεσα στα άλλα) την ίδια την περιπέτεια της γραφής.
Ένα βιβλίο που ξεκίνησε να γράφεται, όπως εξομολογείται η συγγραφέας του, πριν από δεκαέξι χρόνια, δεν μπορεί παρά να φέρει μέσα του και τον απόηχο των πολιτικών γεγονότων, καθώς με άμεσο και εμφανή τρόπο, ή με έμμεσο και υποκρυπτόμενο, κάθε έργο δημιουργείται μέσα στην εποχή του και φέρει τα σημάδια της. Έτσι και εδώ, πίσω από τα πρόσωπα και τα γεγονότα της ζωής τους, βλέπουμε το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο μικρόκοσμος των δυο ιστοριών, με τη γραφή (υποψιαζόμαστε) να ακολουθεί τις εξελίξεις και να προσαρμόζει τη μορφή της αναλόγως. Σε ένα σχετικά μικρό χρονικό φάσμα από το 1999 (χρόνος εκκίνησης της εγκιβωτισμένης ιστορίας) μέχρι το 2012 (χρόνος εξάπλωσης της κεντρικής ιστορίας) η δράση στο βιβλίο, με το πολιτικό σκηνικό να ενσωματώνει στο φόντο τα δικά του πραγματικά γεγονότα.
Οι δύο ιστορίες, καθώς διαβάζεις, διαδέχονται η μία την άλλη ομαλά, σαν να αποτελεί η μία συνέχεια της άλλης, με τον ίδιο τρόπο που η γραφή δένει αξεδιάλυτα με τη ζωή. Ακόμη και αν οι δύο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις μοιάζουν μεταξύ τους στο ύφος (μια ίσως αναπόφευκτη συνέπεια του ενός επινοητή τους, του συγγραφέα), στην αναγνωστική πρόσληψη εξισώνονται ως αυτονόητη συνέχεια η μία της άλλης, σε μια ιστορία που δύσκολα διακρίνεις πού αρχίζει η πρώτη αφήγηση και πού τελειώνει η δεύτερη. Πιστεύω πως αυτή είναι και η μέγιστη αρετή της συγκεκριμένης γραφής, που θυμίζει στα σημεία της τους παλιούς καλούς γραφιάδες, ικανούς να κρατήσουν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον στη μεγάλη αφήγηση, το μυθιστόρημα, με σωστά δουλεμένο ύφος, δένοντας άριστα τους χαρακτήρες με το περιβάλλον, παρουσιάζοντας τελικά μια εποχή μέσα σε μια ιστορία. Η Χουρμουζάδου πέτυχε όλα αυτά με δύο ιστορίες και με κερδισμένη την αληθοφάνειά τους. Εύστοχα ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου προλογίζεται από τα λόγια του Μένη Κουμανταρέα, μέσα από το δικό του Θησαυρό του χρόνου: «Άραγε, υπάρχουν ιστορίες πιο τρομαχτικές από τη ζωή;»
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η μελέτη «Ο ποιητὴς διάγει εσώκλειστος – Οι “τόποι” στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Φοίνικα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο απόηχος της διαδήλωσης, οι σειρήνες, οι καπνοί, έσβηναν απαλά πάνω σε όσους τύχαινε να βρισκόμαστε εκεί γύρω. Και δεν ήμασταν εκεί χωρίς λόγο, ούτε από συνήθεια· ήμασταν εκεί για να έχουμε προνομιακή επαφή με τα επεισόδια. Επαφή ακουστική, αισθητική, αλλά χωρίς να αγγίζουμε την «καρδιά του σκότους». Τη βάζω σε εισαγωγικά, για να μη με κατηγορήσει κανείς για λογοκλοπή ή ασέβεια προς τον μεγάλο Κόνραντ, και ίσως για να μου επιτραπεί εφεξής η χρήση αυτής της πάντα επίκαιρης φράσης. […]
Ήσουν το μόνο κινούμενο πλάσμα στη Βουκουρεστίου εκείνη την ώρα. Όπως μου είπες αργότερα, είχες καθίσει πρώτα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, με αίμα στο πρόσωπο. Έτρεχε από το κεφάλι σου. Δεξιά, μέσα από τα μαλλιά σου, κατέβαινε σαν ρυάκι. Είχες τα χέρια μπροστά στα μάτια, ίσως δεν είχες καταλάβει ακόμη πόσο αιμορραγούσες, δεν είχες δει τα χέρια σου κόκκινα. Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, η καρδιά του δικού σου σκότους. Είχες διαβάσει τον Κόνραντ, είπες, όταν σε ρώτησα πολύ καιρό μετά. Είχες δει και το «Αποκάλυψη τώρα», δεν ήσουν εντελώς ανίδεη, μόνο που εκείνη τη στιγμή σου ήταν αδύνατον να συνδέσεις την ταινία με την κατάστασή σου, παρότι από μακριά ακούγονταν σειρήνες περιπολικών, συναγερμοί καταστημάτων και φωνές». (σελ. 86 & 91).