Για το διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη «Αγάπη παράνομη», σε επιμέλεια του Φίλιππου Βλάχου, το οποίο κυκλοφορεί σε νέα έκδοση με σημειώσεις, την εργογραφία του Θεοτόκη καθώς και ένα χρήσιμο γλωσσάρι (εκδ. Καστανιώτη).
Της Διώνης Δημητριάδου
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς εκπροσώπους της ηθογραφίας, της τάσης δηλαδή που επηρέασε την πεζογραφία από το 1880 ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα επικεντρώνοντας στην πιστή αναπαράσταση του τρόπου ζωής στην ελληνική ύπαιθρο (κυρίαρχη εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας, αφού ακόμη ήταν νωρίς για την ανάπτυξη αστικών κέντρων, άρα και τη στροφή της πεζογραφίας σε μια ανάλογη θεματική) και αποτυπώνοντας έθιμα, χαρακτήρες και συμπεριφορές.
Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του Θεοτόκη είναι ότι προτίμησε από τα δύο είδη της ηθογραφίας, την ειδυλλιακή και τη ρεαλιστική, τη δεύτερη, καθώς απηχούσε τόσο το γενικότερο ρεύμα του ρεαλισμού/νατουραλισμού, που επικρατούσε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, όσο και την ιδεολογία του, φίλα προσκείμενη στον σοσιαλισμό. Έτσι, δεν θα του ήταν αρκετή μια (έστω πιστή) αναφορά στον εθιμικό τρόπο ζωής, αν δεν κατάφερνε να εισχωρήσει πιο βαθιά κάτω από την επιφάνεια των συμπεριφορών για να βρει και να αποτυπώσει τις αιτίες που δικαιολογούν τόσο τους προσωπικούς και μεμονωμένους χαρακτήρες όσο και τις συλλογικότητες, και να δείξει τη διαλεκτική τους σχέση.
Με ρεαλιστική γραφή που φθάνει ως τον νατουραλισμό, ο Θεοτόκης γράφει το διήγημα «Αγάπη παράνομη» μεταφέροντας την πλοκή στο χωριό Δαφνύλα της Κέρκυρας και στην οικογένεια του Στάθη και της Διαμάντως Θεριανού. Ένας γάμος (του Γιώργη, γιου της οικογένειας, με τη Χρυσαυγή, την πιο όμορφη κοπέλα του χωριού) θα είναι η αφορμή για να αποτυπωθεί ένα σκοτεινό τοπίο από ανομολόγητα πάθη. Η σφοδρή ερωτική επιθυμία του Στάθη προς τη Χρυσαυγή θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις, και μια παράνομη σχέση (που θα ξεκινήσει από βιασμό αλλά θα εξελιχθεί σε συναίνεση και αποδοχή του απευκταίου) θα προσπαθήσει να μείνει κρυφή, γιατί απειλεί να γκρεμίσει συθέμελα όχι μόνο τις δύο οικογένειες αλλά τις ηθικές αρχές της κλειστής κοινωνίας του χωριού. Μια κοινωνία που ακόμη ακολουθεί τις πατριαρχικές δομές, ωστόσο η προοδευτική σκέψη του Θεοτόκη αφήνει να φανεί η δυναμική παρουσία της γυναικείας φυσιογνωμίας.
Η σφοδρή ερωτική επιθυμία του Στάθη προς τη Χρυσαυγή θα πυροδοτήσει τις εξελίξεις, και μια παράνομη σχέση (που θα ξεκινήσει από βιασμό αλλά θα εξελιχθεί σε συναίνεση και αποδοχή του απευκταίου) θα προσπαθήσει να μείνει κρυφή...
Πρόκειται για μια ηθογραφία δομημένη πάνω σε αντιθέσεις: το πάθος του Θεριανού απέναντι στην ισχυρή θέληση της γυναίκας του να αφήσει αλώβητη από την ανομία την οικογένειά της, η επιθυμία της Χρυσαυγής να μη θέσει σε κίνδυνο τον γάμο της απέναντι στη δική της βαθιά ερωτική φύση, η καθόλα ευτυχισμένη εικόνα που παρουσιάζει προς τα έξω η οικογένεια Θεριανού απέναντι στα σκοτεινά μυστικά που την ταλανίζουν, η συνειδητή συμπεριφορά των ηρώων απέναντι στις ενοχές τους και τις ψυχοφθόρες τύψεις της συνείδησής τους. Εν τέλει ένας περίκλειστος οικογενειακός κόσμος μέσα σε μια επίσης περίκλειστη μικρή κοινωνία, που παραπαίει ανάμεσα σε ό,τι πρέπει να μείνει κρυφό για να διατηρηθεί συμπαγής η κοινωνική συμβίωση και σε ό,τι κραυγάζει πως όλα τείνουν σε μια θεαματική ανατροπή.
Αρχές του 20ού αιώνα, η ελληνική ύπαιθρος μοιάζει να συντηρείται από τις στερεοτυπικές, παραδοσιακές της αρχές, ενώ γύρω της όλα αλλάζουν. Η σκληρή εδώ ηθογραφία του Θεοτόκη προκαλεί με τη θεματική της αποδεικνύοντας ότι το είδος που πιστά υπηρέτησε (παράλληλα με τις άλλες ενασχολήσεις του περί τη γραφή) είναι αυτό που τον ανέδειξε σε σημαντικό εκπρόσωπο της ρεαλιστικής/νατουραλιστικής ηθογραφίας. Μπορεί η Αγάπη παράνομη να μη φτάνει τις νουβέλες Κατάδικος και Η τιμή και το χρήμα ή το μυθιστόρημα Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, σε πληρότητα θεματική (εκεί άλλωστε υπήρχε η δυνατότητα, λόγω είδους, μιας ευρύτερης ανάπτυξης και ανάλυσης χαρακτήρων), ωστόσο είναι ενδεικτική της ικανότητας του Θεοτόκη να αποδίδει σε μικρή έκταση το ήθος της εποχής του όσο και ό,τι υποφώσκει μέσα του ως ανανέωσή του ή ως ανατροπή του, κυρίως όμως να αποσείει από αυτό την όποια ωραιοποίηση και εξιδανίκευση. Αν οι λογοτεχνικές περσόνες του Στάθη και της Διαμάντως είναι αντιπροσωπευτικές και όχι ακραίες (η ηθογραφία επιμένει να αποτυπώνει χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων), τότε αφενός αποκαλύπτεται η ενδοοικογενειακή σεξουαλική βία ως μια παράμετρος της κατά τα άλλα ηθικής κοινωνίας της υπαίθρου, και αφετέρου αμφισβητείται μέσα από συγκεκριμένες συμπεριφορές η απόλυτη κυριαρχία του αρσενικού στην πατριαρχική κατά τα άλλα οικογένεια.
Η Αγάπη παράνομη, γραμμένη το 1906, αν και ανήκε στις Κορφιάτικες ιστορίες όμως δεν συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του 1935. Έτσι, η πρώτη έκδοση του διηγήματος έγινε 71 χρόνια μετά τη γραφή του, το 1977, με την επιμέλεια του Φίλιππου Βλάχου, ο οποίος μάλιστα φρόντισε να αποκαταστήσει κατά το δυνατόν το κατεστραμμένο σε μερικά σημεία κείμενο. Τώρα, από τις εκδόσεις Καστανιώτη το έχουμε σε δεύτερη έκδοση, συμπληρωμένη, με το σημείωμα του επιμελητή, το γλωσσάρι και την εργοβιογραφία του Θεοτόκη (αυτή από τον Βασίλη Καλαμαρά). Έχει ενδιαφέρον μια εκ νέου γνωριμία με μια γραφή από τις κλασικές του είδους.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η μελέτη «Ο ποιητὴς διάγει εσώκλειστος – Οι “τόποι” στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Φοίνικα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Τούτος ήταν τώρα σοβαρός, σα να μην επρόσεχε σ’ ό,τι εσυνέβαινε γύρου του· έριχνε λοξές ματιές στη νύφη, και ταραγμένος εκαταλάβαινε τη χάρη τη νιότης της, την ομορφιά του προσώπου της και του κορμιού της, κ’ έλεγε στον εαφτό του πως έπρεπε να ’ναι περήφανος για τη νύφη που έμπαζε σπίτι του, την καλύτερη κοπέλα του χωριού. Μα για τούτο η καρδιά του δεν ήθελε να χαρεί». (σ. 20).
«Η Διαμάντω εδεήθηκε με συντριβή και δεν άκουε μήτε τις ψαλμουδιές, μήτε του παπά το διάβασμα, μήτε τις κουβέντες των άλλων γυναικών, που την ετήραζαν με περιέργεια πασκίζοντας να καταλάβουν το μυστικό της πάθος, και δεν έβλεπε ούτε τον κόσμο, ούτε τα φωτερά ούτε τες άγιες εικόνες, παρά αποζητούσε μ’ όλη τη δύναμή της, Εκεινού που κυβερνούσε την οικουμένη και κάθε πράξη του ανθρώπου, φώτιση. Και η τίμια συνείδησή της τής έδειξε το δρόμο τον ίσιο: δεν έπρεπε να ρεζιλεφτεί το σπίτι της· ο θεός που είχε αφήσει τον Πειρασμό να νικήσει θα της έκανε τη χάρη να βαστάξει κρουφή τη ντροπή τους, και να μην τιμωρήσει τα αθώα πλάσματα, τα παιδιά της και αφτήν την ίδια· ας έπεφτε η οργή του απάνου στους ένοχους, ας εγενόνταν ό,τι τους ήταν γραφτό οι παράνομοι θεομάχοι, ας επλέρωναν εκείνοι το κρίμα». (σ. 82-83).