Η σχέση του σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος με το 1922 και τη Μικρασιατική περιπέτεια.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αντίθετα με τα μπεστ-σέλερ, η σύγχρονη πεζογραφία μας δεν έχει ασχοληθεί τόσο με το 1922, όπως λ.χ. έκανε και κάνει τακτικά με τον Εμφύλιο, αφού τα τελευταία τριάντα τρία χρόνια (1989-2021) ελάχιστα έργα στρέφονται προς στη Σμύρνη. Στα χρόνια του σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος, το δράμα του Ελληνισμού, όπως τονίστηκε από τη γενιά του ’30, δεν προσελκύει τους συγγραφείς μας. Κι αυτή η σιωπή κάτι λέει: Αφενός, οι πεζογράφοι δεν βλέπουν ιδεολογικές ή εθνικές συγκρούσεις, που να εξάψουν την ιστορική τους συνείδηση, κι αφετέρου δεν συνεχίζουν το πολιτισμικό τραύμα που βιώσαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες ή οι προσφυγογενείς, όσοι εστίασαν στα προσωπικά ή συλλογικά δεινά.
Ωστόσο, έχουμε ένα μικρό corpus κειμένων, που ενσωματώνουν το 1922 και πάνω στη Μικρασιατική Περιπέτεια συζητάνε προβληματισμούς του σήμερα.
Ξεκινώ από ένα μυθιστόρημα που παρακολουθεί τον ελληνικό στρατό στα βάθη της Ανατολίας, μια ταξιαρχία συγκεκριμένα που ψάχνει τον δρόμο της επιστροφής. Πρόκειται για τον Λαβύρινθο του Πάνου Καρνέζη (2004), στο οποίο πρωταγωνιστούν πολλοί ηττημένοι χαρακτήρες, από τον αντιηρωικό μέραρχο που βασανίζεται από τις τύψεις του για την εκτέλεση αμάχων μέχρι τον κομμουνιστή συνταγματάρχη που εναντιώνεται στον «ιμπεριαλιστικό» πόλεμο. Η ιστορία του μεγάλου εθνικού δράματος και οδύνης μετακινείται προς τις μικρές αφηγήσεις και στο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί - ’22 (2000) του Θανάση Βαλτινού. Πολλοί απλοί ανώνυμοι άνθρωποι έζησαν τα γεγονότα και καταθέτουν μεμονωμένες ψηφίδες, άλλοι για τη συμμετοχή τους στον πόλεμο ως στρατιωτών κι άλλοι για τον εκπατρισμό και την προσφυγική τους μοίρα στην Ελλάδα. Φωνή στη λαϊκή ψυχή και στην ηθική της δίνει στα διηγήματά του κι ο Δημοσθένης Παπαμάρκος. Στο Γκιακ (2014) σιγοψήνονται ποικίλα υλικά· ο πόλεμος και κυρίως οι θηριωδίες των ελληνικών στρατευμάτων, όταν ήταν στη Μικρά Ασία· η μαγκιά των στρατιωτών απέναντι στους Τούρκους, το νταηλίκι, οι φιλίες μεταξύ των φαντάρων, η Σμύρνη και οι χάρες της.
Πολυπρισματικό και πολυφωνικό είναι και το μυθιστόρημα της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη Ο ύπατος της Σμύρνης (2012). Αυτή τη φορά, όμως, οι πολλαπλές αφηγήσεις, επώνυμες κι ανώνυμες, συγκλίνουν σε ένα ιστορικό πρόσωπο, αυτό του Αριστείδη Στεργιάδη, που διετέλεσε ύπατος αρμοστής της Σμύρνης από το 1919 ως το 1922. Ανάλογα πραγματικό πρόσωπο είναι κι ο Κωνσταντίνος Μ., ο ήρωας της Καρολίνας Μέρμηγκα στον Έλληνα γιατρό (2016). Ως επίατρος στάλθηκε στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, έζησε το κλίμα της ελληνικής κατοχής, αλλά επέστρεψε με διορισμό στο Αθήνησι Πανεπιστήμιο λίγο πριν από την ήττα. Όπως η Μέρμηγκα, έτσι και ο Νίκος Θέμελης στην Αναλαμπή (2003) και στις Αλήθειες των άλλων (2008) τοποθετεί τα επεισόδια της Μικρασιατικής Εκστρατείας στο πλαίσιο της ευρύτερης ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα.
Η νοσταλγία για τα μικρασιατικά εδάφη εκφράζεται στο γραφιστικό μυθιστόρημα του Soloúp (Αντώνη Νικολόπουλου) Αϊβαλί (2014). Στην ουσία ο συγγραφέας και κομίστας αποτελεί με το έργο του τον σύνδεσμο που παίρνει τη σκυτάλη από τη γενιά του ’30, καθώς διασκευάζει τον Φώτη Κόντογλου και τον Ηλία Βενέζη, και συνεχίζει τον δικό τους προβληματισμό με τη ματιά του 21ου αιώνα.
Τέλος, τρεις Κρητικοί συγγραφείς βλέπουν τα γεγονότα από τη σκοπιά του νησιού τους: Ο Ανδρέας Νενεδάκης στους Βουκέφαλους (1991), η Ρέα Γαλανάκη στον Αιώνα των λαβυρίνθων (2002) και η Μάρω Δούκα στους Αθώους και φταίχτες (2004). Η στράτευση των Κρητών στο μέτωπο, η αιχμαλωσία κι η επιστροφή στην πατρίδα, οι αντιρρήσεις των Κομμουνιστών για τον πόλεμο, η τύχη των Μικρασιατών που μετεγκαταστάθηκαν περιφρονημένοι στην Κρήτη και κυρίως η αναχώρηση των Τουρκοκρητικών μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών είναι θέματα που πραγματεύονται οι εν λόγω συγγραφείς.
Σε παρόμοια λογική, αυτήν της θέασης και των δύο πλευρών, κινείται και ο Καιρός για θαύματα (2005) του Κώστα Ακρίβου. Η μετάβαση τριών Ελλήνων στη Σμύρνη για να βρουν τον θησαυρό στο σπίτι των προγόνων τους και η συνάντησή τους με δυο Τούρκους ανακινεί την προ του 1922 κοινή συμβίωση αλλά και τις σημερινές σχέσεις των δύο λαών.
Θυμάται λοιπόν η πεζογραφία μας το ’22 και πώς;
Από τον Μπενεντέτο Κρότσε, που υποστήριζε ότι «κάθε ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία» μέχρι τον Ρόμπιν Κόλινγκγουντ, πολλοί ιστορικοί προβάλλουν την άποψη ότι το νόημα του παρελθόντος καθορίζεται από τους προβληματισμούς του παρόντος. Η έννοια της ιστορικής κουλτούρας θεωρεί τη σχέση μας με το παρελθόν μια ενεργή πολιτισμική πρακτική, οι παροντικές προκλήσεις αναζητούν στα παλιότερα χρόνια μια ερμηνευτική βάση και οι προσδοκίες μας για το μέλλον επαναγράφουν την ιστορία. Σε αντίθεση με το «ιστορικό παρελθόν», που είναι νεκρό και αντικείμενο ξερής επιστημονικής πραγμάτευσης, το «πρακτικό παρελθόν» –κατά τον Όουκσοτ– είναι αυτό που επιζεί και επηρεάζει το παρόν.
Το 1922, όμως, όπως τα λογοτεχνικά κείμενα δείχνουν, δεν είναι «πρακτικό παρελθόν», αφού λείπει η άμεση μνήμη όσων το έζησαν, λείπει η μεταμνήμη της δεύτερης γενιάς, απουσιάζει και η πολιτισμική μνήμη που το θέτει στο επίκεντρο του συλλογικού φαντασιακού, όσο κι αν η Μικρασιατική Καταστροφή είναι πολύ ψηλά στο υποσυνείδητο του μέσου Έλληνα. Τα συναισθήματα πλέον των Ελλήνων, 70-100 χρόνια μετά, είναι ουδετεροποιημένα, κι έτσι δεν υπάρχει η συναισθηματική ένταση, ο γόνιμος υπαρξιακός προβληματισμός ή το εθνικό όραμα που να επικαιροποιεί το ’22.
Και τότε τι μας υποδεικνύουν όσα κείμενα ανέφερα; Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, ειδικά μετά το 1989, η δημόσια σφαίρα διεθνοποιείται, το εθνικό παύει να είναι εσωστρεφές, ο Άλλος αποκτά σημαντική υπόσταση, οι Τούρκοι συμπάσχουν μαζί μας, η μνήμη αμβλύνεται για να χωρέσει την επιδιωκόμενη συναδέλφωση. Τα συγκεκριμένα ιστορικά μυθιστορήματα (χρησιμοποιώ τη φράση ως όρο-ομπρέλα) συμμετέχουν αφενός στην ανανέωση του είδους που έχει συμβεί ακριβώς στην εποχή για την οποία μιλάμε κι αφετέρου εγκολπώνονται τις αντιλήψεις της οικουμενικότητας.
Αλλά πριν φτάσουμε στο σήμερα, ας περιδιαβούμε τις δύο πρώτες γενιές σμυρνοκεντρικών έργων. Στην πρώτη φάση έχουμε τους συγγραφείς του Μεσοπολέμου (Ηλία Βενέζη, Στράτη Μυριβήλη, Στρατή Δούκα κ.ά.), οι οποίοι έχουν ζήσει τα γεγονότα εκ του σύνεγγυς κι επομένως βιώνουν το τραύμα, μεταφέρουν την αίσθηση της ήττας και της προσφυγιάς, μετέρχονται της μνήμης προκειμένου να αναδείξουν τη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες, τις οποίες μυθοποιούν, με ρεαλιστικό τρόπο γραφής και λιτή γλώσσα. Είμαστε ακόμα στα απόνερα της Μεγάλης Ιδέας, στους απόηχους του «εθνικιστικού» –με τη σημασία που είχε ο όρος στις αρχές του 20ού αιώνα– λόγου, που αναδεικνύει τον ηρωισμό των Ελλήνων και τις βιαιότητες των Τούρκων, ενώ η προσφυγιά βιώνεται ως το σκληρό σοκ της έκπτωσης από τον Παράδεισο.
Στη δεύτερη φάση, που έρχεται τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (Φώτης Κόντογλου, Κοσμάς Πολίτης, Διδώ Σωτηρίου), η σαραντάχρονη απόσταση και η αριστερή οπτική αλλάζουν την προσέγγιση. Εδώ τονίζεται η ειρηνική συνύπαρξη πριν από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, γεγονός που υπονομεύει τον επίσημο εθνικιστικό λόγο, αναγνωρίζονται έμμεσα ή άμεσα οι ελληνικές θηριωδίες, ενώ ειδικά η Διδώ Σωτηρίου εμμένει στις ευθύνες των Μεγάλων Δυνάμεων και στην οδυνηρή μοίρα των λαών.
Η σύγχρονη τώρα παραγωγή, απομακρυσμένη τοπικά, χρονικά και πολιτισμικά από το τραύμα, βρίσκει πιο πολύ αφορμή το 1922 παρά κέντρο ενός εθνικού αναστοχασμού. Έτσι, μένουν δύο μόνο νήματα που μας συνδέουν με την εποχή. Το ένα είναι ο γενικότερος προβληματισμός για μια εθνική πανωλεθρία που σταμάτησε τη Μεγάλη Ιδέα και προσάρμοσε τον ελληνισμό στα ελλαδικά του όρια και το δεύτερο στην αφορμή που δίνει το ιστορικό αυτό ορόσημο, για να (επανα)πραγματευθούμε κομβικά σημεία στις σχέσεις μας με τους γείτονες.
Ο Κώστας Ακρίβος και ο Soloúp επικεντρώνονται στη σχέση Ελλήνων και Τούρκων και προβληματίζονται για το «πώς ο ένας λαός βλέπει τον άλλον ενόψει της ευρωπαϊκής “συναδέλφωσης”» (από το οπισθόφυλλο του Καιρός για θαύματα), καθώς το παρόν ξαναδιαβάζει το παρελθόν με ποικιλία φωνών και διάθεση αλληλοκατανόησης. Η Μάρω Δούκα προχωρά λίγο παρά πέρα, καθώς δίνει τον λόγο σε έναν Τουρκοκρητικό, ώστε να δείξει ότι οι χαμένες πατρίδες υπάρχουν και για τους κατοίκους της άλλης όχθης του Αιγαίου. Έτσι, η ταυτότητα (Μουσουλμάνος αλλά και Κρητικός) επαναπροσδιορίζεται, η έννοια της πατρίδας αποκτά και τουρκικά χαρακτηριστικά, ο τρόπος με τον οποίο ξαναδιαβάζουμε την Ιστορία φορά πιο διεθν(ιστ)ικά γυαλιά, οι βεβαιότητες για το τι είναι πατρίδα, τι ταυτότητα και τι χαμένα εδάφη υπονομεύονται.
Σε παραλληλία με τη σύγχρονη ιστοριογραφία που γράφεται «από κάτω», στη μορφή της «προφορικής ιστορίας», κινείται ο Θανάσης Βαλτινός. Στο λαϊκό ψηφιδωτό του, κάθε αφηγητής δεν αντιλαμβάνεται το συνολικό τοπίο της Μικρασιατικής περιπέτειας, αλλά καταθέτει τη δική του μικρή, περιορισμένης εμβέλειας, οπτική γωνία. Η Ιστορία δεν είναι η κατόπτευση μεγάλων αφηγήσεων από τους Ιστορικούς, αλλά η βίωση των στυγνών της αποτελεσμάτων στη ζωή των καθημερινών ανθρώπων. Εκεί ο αντιηρωισμός είναι καθεστώς, ενώ απέναντι στην αφηρημένη έννοια του έθνους οι άνθρωποι προτάσσουν τις στενές σχέσεις τους με τους γείτονες και συγχωριανούς, ακόμα κι αν αυτοί είναι Τούρκοι. Το ίδιο περίπου κάνει και ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στα διηγήματά του, όπου η βία προβάλλεται στις ποικίλες εκδοχές της, μέσα από τη φωνή των απλών ανθρώπων, που βρέθηκαν 19-20 χρονών στην απέναντι ακτή του Αιγαίου και ανδρώθηκαν μέσα στη σκόνη των μαχών. Στον Πάνο Καρνέζη μάλιστα συναντάμε πολλούς ηττημένους χαρακτήρες, όχι όμως από τον εχθρό Τούρκο, αλλά από τις προσωπικές τους Ερινύες. Η εθνική ιστορία που κανονικά θα έπρεπε να κυριαρχεί στη μεγαλύτερη τραγωδία του σύγχρονου Ελληνισμού υποτάσσεται στα μικρά δράματα.
Τέλος, η αλήθεια παρουσιάζεται πολυπρισματική, όχι μόνο στις ποικίλες εθνικές της εκφάνσεις αλλά και στις ιδεολογικοποιημένες ή μη οπτικές γωνίες πάνω στο ίδιο πρόσωπο. Στο βιβλίο της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη, είναι ο αμφιλεγόμενος Αριστείδης Στεριάδης ένοχος ή αθώος, φιλότουρκος ή ακριβοδίκαιος, συνετός ή αφελής;
Το 1922 μοιάζει μακρινό. Το τραύμα και οι πρόσφυγες έχουν χαθεί από το προσκήνιο, κι έτσι μόνο διακειμενικά προσεγγίζεται η Καταστροφή. Περισσότερο μετράει η σημερινή πραγματικότητα που, όσο οι σχέσεις μας με τους γείτονες θεωρούνται κι αναθεωρούνται, τόσο επαναφέρει τη λογοτεχνική γραφίδα στον τελευταίο μεγάλο ελληνοτουρκικό πόλεμο (πλην του 1974), όπου δοκιμάστηκαν λαοί, βεβαιότητες και ταυτότητες.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
➻ Το άρθρο αυτό αποτελεί συντομευμένη και απλοποιημένη μορφή (χωρίς βιβλιογραφία και υποσημειώσεις) της ανακοίνωσής μου με θέμα «Θυμάται η σύγχρονη πεζογραφία μας το ’22;» που εκφωνήθηκε στο Επιστημονικό Συμπόσιο με γενικό τίτλο «1922-2022» το οποίο διοργάνωσε η Εταιρεία Σπουδών Ν.Π. & Γ.Π. (ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη) στις 3-4 Μαρτίου 2022. Η πλήρης εισήγηση θα δημοσιευτεί στα Πρακτικά του Συμποσίου.