Για τη συλλογή διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου Κωνσταντίνου Δομηνίκ «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι» (εκδ. Ενύπνιο).
Του Κώστα Δρουγαλά
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Κωνσταντίνος Δομηνίκ (Βερολίνο, 1988) με το βιβλίο του Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι καταθέτει δεκαοχτώ πρωτότυπες ιστορίες λαογραφικού τρόμου. Τα διηγήματα του βιβλίου είναι στο σύνολό τους υπαινικτικά, μετρημένα στο μέγεθος και στον αριθμό των λέξεων, ιδανικά για να προκαλέσουν τρόμο και κατάπληξη, δίνοντας πολλές φορές τον απαραίτητο χώρο στον αναγνώστη για να «συμπληρώσει» κατά το δοκούν.
Οι αφορμές για την αποτύπωση της γοτθικής ηθογραφίας στα διηγήματα του Δομηνίκ είναι ποικίλες: Ένας απείθαρχος μαθητής κλείνεται για τιμωρία σε ένα μικρό δωμάτιο μ’ ένα σωρό φρικιαστικά ευρήματα· ένας μοναχός σέρνει ξοπίσω του με την αλυσίδα κάποιον δαίμονα· μια απαρηγόρητη μάνα το βράδυ της Υπαπαντής αποζητάει τον Άη-Γιώργη· ένα μπουλούκι γκολιαβαίων δαιμόνων επισκέπτονται το σπίτι ενός δωσίλογου της Κατοχής την παραμονή των Φώτων· μια ανύπαντρη γυναίκα ρίχνει κατά λάθος το εικόνισμα του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή· ένας νεαρός στον θάλαμο ενός νοσοκομείου περιμένει την επόμενη μέρα για μια επέμβαση ρουτίνας.
...ύφος περίτεχνο, που σταδιακά ξετυλίγεται σε κάθε ιστορία σε μια γλώσσα που άλλοτε παραπέμπει στον τρόμο και άλλοτε στον μαγικό ρεαλισμό.
Μέσα απ’ τις ιστορίες αναδύεται η ντοπιολαλιά της Πιερίας και των περιχώρων, η γλώσσα των παππούδων, λαϊκές και ιδιωματικές λέξεις, η ορολογία της ορθόδοξης εκκλησίας, μ’ ένα ύφος περίτεχνο, που σταδιακά ξετυλίγεται σε κάθε ιστορία σε μια γλώσσα που άλλοτε παραπέμπει στον τρόμο και άλλοτε στον μαγικό ρεαλισμό. Από την πρώτη κιόλας σελίδα ο αναγνώστης θα αντιληφθεί πως ο συγγραφέας έχει δουλέψει πολύ με τη γλώσσα, αφού ο τρόμος και το στοιχείο της φρίκης δεν πηγάζουν τόσο από το περιεχόμενο των αφηγήσεων όσο από τις προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις.
Αυτή είναι κι η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου: τα διηγήματα της συλλογής Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι, καθόλου δεν θυμίζουν το γνώριμο είδος που ανθίζει εδώ και δεκαετίες στην αγγλοσαξονική λογοτεχνία και που σχεδόν πάντα στη χώρα μας γίνεται αντικείμενο βαρετής μίμησης, αλλά είναι βαθιά ριζωμένα στο χώμα που τα γέννησε.
* O ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» (εκδ. Πικραμένος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μούχρωνε, βράδιαζε, είχε πάει η ώρα εφτά. Δέκα ζευγαριές χώμα με μουλάρι δανεικό είχε σκάψει ο μπάρμπα-Γλήνας εκείνη τη μέρα, κι ήταν κατάκοπος, παράπαιε. Ξαφνικά, όπως ζύγωνε στο στέμμα του γεφυριού, είδε στα δεξιά του, στην απέναντι όχθη, μια αλλόκοτη λάμψη να τρεμοφέγγει ανάμεσα από τα πλατάνια. Έφεγγε και σπινθηροβολούσε ακανόνιστα, σαν αδέσποτο άστρο, κι έμοιαζε σιγά-σιγά να διογκώνεται και να πλησιάζει προς το μέρος του. Ο μπάρμπα-Γλήνας τα χρειάστηκε, ξύπνησε απότομα. Κάτι γλυκό και καπνώδες, του τριβόλισε τα ρουθούνια – ήταν λιβάνι και καμένο κεδρόξυλο. Αλαφιασμένος, τράβηξε τα γκέμια της φοράδας του και με το που γύρισε από την άλλη μεριά, είδε τη λάμψη να χαμηλώνει ακριβώς μπροστά του, πύρινη, φλογόλευκη, που τώρα όμως κάπως πήχτωνε και καμπύλωνε, σαν επιχρυσωμένο βρέφος, μοιάζοντας πλέον με κανονικό καντήλι κρεμαστό, μετέωρο μες στα σκοτάδια, με αλυσίδες άγκυρες ανάποδες, αχαρτογράφητες που τεντώνονταν και χάνονται ψηλά, προς τα άστρα».