Μια περιδιάβαση σε τέσσερα προηγούμενα βιβλία του Σάκη Παπαδημητρίου, με αφορμή την έκδοση του πρόσφατου «Η τζαζ της λογοτεχνίας» (εκδ. Σαιξπηρικόν).
Του Παναγιώτη Γούτα
Ο Σάκης Παπαδημητρίου (1940), συνεργάτης του περιοδικού «Διαγώνιος» που άνοιξε νέους δρόμους στα θεσσαλονικιώτικα Γράμματα, εκτός από συνθέτης και πιανίστας τζαζ μουσικής –εξοικείωσε, τη δεκαετία του ’60, το κοινό της Θεσσαλονίκης με τη μουσική τζαζ, όπως ακριβώς ο Χριστιανόπουλος το εξοικείωσε με το ρεμπέτικο– καλλιέργησε τη ρεαλιστική πρόζα, ενώ με εξομολογητική διάθεση χλεύασε στα κείμενά του τον τεχνοκρατικό πολιτισμό που ισοπεδώνει κάθε τι προσωπικό και ατομικό. Ας δούμε, κάποια από τα βιβλία του, μεταξύ των οποίων και το τελευταίο του, Η Τζαζ της λογοτεχνίας, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.
Τρία παλιότερα βιβλία του Σάκη Παπαδημητρίου
Στο βιβλίο του Η αναπνοή του αυτοσχεδιαστή (Απόπειρα, 2006) ο αναγνώστης θα συναντήσει διάφορες μορφές λόγου (μικρά πεζά, ημερολογιακές σημειώσεις, σενάρια, μονόπρακτα και άλλου είδους ιστορίες), στα οποία ο Παπαδημητρίου θα αντιπροτείνει –ως αντιστάθμισμα στη μαζική ομοιομορφία των καιρών μας–, τον αυτοσχεδιασμό και την ελεύθερη αναπνοή.
Στο Συνειρμοί άνευ διδασκάλου (το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, 2006) έχουμε μικρά κείμενα, οπτικές και ηχητικές εικόνες, συναρμολογήσεις μνήμης και ασπρόμαυρες τηλεοπτικές σκηνές, λέξεις, μουσικές παρατηρήσεις και σκέψεις, που όλα μαζί συνθέτουν ένα γοητευτικό ψηφιδωτό –συνειρμοί μικροπαραβιάσεων, κατά τον συγγραφέα– που εύγλωττα εκφράζουν και αποτυπώνουν το θραυσματικό και ανολοκλήρωτο της ζωής μας. Συμπτωματικές αναδιπλώσεις της μνήμης που, από την παρατήρηση ενός σπιτιού, ξεπηδά ένα παλιό «Γραφείο τελετών» και η αγωνία μικρών παιδιών να διεισδύσουν στον εν λόγω χώρο για να διαπιστώσουν τη δουλειά του μέσα υπαλλήλου, κι από ’κει άλλη πάλι μνήμη από πετροβόλημα στην Αμερικάνικη βιβλιοθήκη και κατόπιν ένα νεανικό πάρτι.
Η συνειρμική γραφή υπονομεύει τρόπον τινά την παλιότερη ρεαλιστική και εξομολογητική διάθεση του συγγραφέα, φωτίζοντας πρωτίστως το παράξενο και το απρόοπτο της ζωής μας, που ωστόσο, παρά τις επί μέρους υποκειμενικές μας εντυπώσεις, συνεχίζεται αμετάβλητη.
Για να κλείσει το βιβλίο με το τζαζ κομμάτι «Bohemia After Dark», στο Café Bohemia της Νέας Υόρκης του ’50, τη στιγμή που οι θαμώνες σπαζοκεφαλιάζουν για την πραγματική ερμηνεία των λημμάτων μποέμ και Βοημία, κι ενώ το μουσικό θέμα «επανέρχεται στριφογυριστό για να δώσει τροφή στην ανησυχία των νυχτόβιων μπαρόβιων και στις συζητήσεις για την αντιφατικότητα των εγκυκλοπαιδικών ορισμών». Στο μικρής έκτασης αυτό βιβλίο του Παπαδημητρίου η συνειρμική γραφή υπονομεύει τρόπον τινά την παλιότερη ρεαλιστική και εξομολογητική διάθεση του συγγραφέα, φωτίζοντας πρωτίστως το παράξενο και το απρόοπτο της ζωής μας, που ωστόσο, παρά τις επί μέρους υποκειμενικές μας εντυπώσεις, συνεχίζεται αμετάβλητη.
Τελευταία προβολή (εκδ. Μπιλιέτο): Το βιβλίο περιλαμβάνει πέντε παλαιότερα διηγήματα, τρία εκ των οποίων είχαν κυκλοφορήσει αυτόνομα από τις εκδόσεις Διαγώνιος. Παραθέτουμε τα εξώφυλλα δύο εξ αυτών. |
Στο Η τελευταία προβολή (Μπιλιέτο, 2007) θα συναντήσουμε πέντε διηγήματα παλιάς κοπής, όπως τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, τρία εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν παλιότερα στο περιοδικό «Διαγώνιος». Κείμενα εξομολογητικά, που, παρότι γράφτηκαν πριν από σαράντα και πλέον χρόνια, διατηρούν μια φρεσκάδα και διαβάζονται σαν σημερινές ιστορίες. Το διήγημα «Τελευταία προβολή» είναι ένα κείμενο εσωτερικής αναζήτησης και νυχτερινής περιπλάνησης στη Θεσσαλονίκη του ’60, με εμφανείς επιρροές από Γιώργο Ιωάννου. Στο «Το ασανσέρ» ένας έγκλειστος σε διαμέρισμα επί της οδού Εγνατία, αναζητώντας την εσωτερική φωνή των πραγμάτων προσπαθεί, δίχως επιτυχία, να μαγνητοφωνήσει τους ήχους ενός ασανσέρ. Αντιγράφω: «Χρειάζεται όμως γερό πείσμα για να πιάσει κανείς την πιο εσωτερική φωνή των πραγμάτων· κανένα μαγνητόφωνο δεν την εντοπίζει αν δεν την έχουμε ακούσει πρώτα μέσα μας» (σελ. 26).
Ακολουθεί «Το νύχι». Η είσφρυση όνυχος που ταλαιπωρεί το πόδι ενός άντρα τον καταβάλει ψυχολογικά, σ’ ένα κομψό διήγημα εσωτερικής δράσης. Τέταρτο κατά σειρά διήγημα το «Μια ηχογράφηση». Κείμενο προσωπικό και εξομολογητικό. Η αμηχανία ενός άντρα που θέλει να ηχογραφήσει κάτι προσωπικό για κάποια αγαπημένη του. Αντιγράφω: «Σκέφτηκα να ηχογραφήσω ήχους από αντικείμενα του δωματίου μου. Κρότοι καθημερινοί γύρω μας να περάσουν στην αιωνιότητα της μαγνητοταινίας, σύρσιμο αγαπημένων αντικειμένων. Έχουν μια ειλικρίνεια τα πράγματα και οι ήχοι τους, μια συνέπεια που δεν την συναντούμε ποτέ στους ανθρώπους. Τα πράγματα μάς εξουσιάζουν στη μοναξιά μας» (σελ. 42).
«Σκέφτηκα να ηχογραφήσω ήχους από αντικείμενα του δωματίου μου. Κρότοι καθημερινοί γύρω μας να περάσουν στην αιωνιότητα της μαγνητοταινίας, σύρσιμο αγαπημένων αντικειμένων. Έχουν μια ειλικρίνεια τα πράγματα και οι ήχοι τους...»
Τέλος, το διήγημα «Η παρακαμπτήριος». Μια παρακαμπτήριος οδός που, για τις ανάγκες των έργων σε μια λεωφόρο της πόλης, στοιβάζει καθημερινά χιλιάδες αυτοκίνητα μπροστά από το δωμάτιο του ήρωα του διηγήματος, γίνεται ο εφιάλτης του. Διήγημα με καφκικού τύπου προεκτάσεις, καυστικό και ειρωνικό για τη μανία ανέλιξης που κατατρέχει τους σύγχρονους αστούς, κάνοντας τελικώς τον άνθρωπο δούλο της εξέλιξης και της προόδου.
«Η τζαζ είναι ένα πουλί που μεταναστεύει»[1] – Τζαζ και λογοτεχνία
Υπάρχει η αντίληψη ότι στην τζαζ και στην αυτοσχεδιαστική μουσική ο στίχος είναι υποδεέστερος της μουσικής. Άλλωστε στην πλειοψηφία τους οι δίσκοι της τζαζ δεν έχουν καθόλου στίχους, πόσο μάλλον ποιητικό κείμενο. Ο Σάκης Παπαδημητρίου στο βιβλίο του Η ποίηση των δίσκων (εκδ. Σαιξπηρικόν) ερευνά τη σχέση τζαζ και σύγχρονης μουσικής με την ποίηση, σταχυολογώντας διάφορα ποιήματα από εσώφυλλα δίσκων βινυλίων και ένθετων CD. Έχουμε, λοιπόν, κείμενα για τη συνύπαρξη της μουσικής του Ρώσου μουσικού Simon Nabatov με την ποίηση του Ρώσου ποιητή Joseph Brodsky, για τη συνύπαρξη του κορυφαίου τζαζίστα Steve Lacy με τους ποιητές Georges Brague και Blaga Dimitrova, για την ποίηση του Robert Creeley στη μουσική των Steve Shallow και Steve Lacy, για τα ποιήματα του Guillevic πάνω στο πιάνο του Jacgues Demierre κτλ. Να τονιστεί πως η ποίηση που είναι ενσωματωμένη στην τζαζ μουσική έχει συχνά θραυσματικό-επιγραμματικό χαρακτήρα, συχνά λειτουργεί εμμονικά (δηλαδή ως ποιητική ή λεκτική-εικονοπλαστική εμμονή) και διαφέρει ριζικά από τους στίχους των μελωδικών τραγουδιών άλλων μουσικών ειδών που, συχνά, βασίζονται στην ομοιοκαταληξία. Υπάρχει αφαιρετικό πνεύμα στον λόγο, που στηρίζει και ενισχύει το μουσικό θέμα, ενισχύοντας και υποβάλλοντας την όλη ατμόσφαιρα του μουσικού κομματιού.
Φτάνω στο πιο πρόσφατο βιβλίο του Σάκη Παπαδημητρίου, που τυπώθηκε ως συνέχεια του αμέσως προηγούμενου, από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Τίτλος του Η τζαζ της λογοτεχνίας, με εξώφυλλο που παραπέμπει σε δίσκους τζαζ μουσικής της εταιρίας ECM (ό,τι πιο εκλεκτό κυκλοφορεί από ευρωπαϊκή κυρίως τζαζ σήμερα). Πρόκειται για ένα βιβλίο που αναζητά και εντοπίζει τα στοιχεία της τζαζ μουσικής μέσα σε πεζογραφικά και δοκιμιακού τύπου βιβλία γνωστών αλλά και λιγότερο γνωστών ξένων λογοτεχνών. Ο αναγνώστης εδώ θα βρει μεταξύ άλλων:
— Τον εντοπισμό της βαθύτερης ουσίας της τζαζ από τον φιλόσοφο του υπαρξισμού Ζαν Πολ Σαρτρ στις σελίδες του μυθιστορήματός του Η ναυτία (ο ήρωας Αντουάν Ροκαντέν λυτρώνεται στις τελευταίες σελίδες μέσα από την ακρόαση τζαζ κομματιού).
— Τη σχέση του Μάλκολμ Λόουρι (που ήταν και μουσικός) με την τζαζ στα βιβλία του Ουλτραμαρίν, Κάτω από το ηφαίστειο και Το μονοπάτι της βρύσης, δίχως ο ίδιος να θεωρείται jazz writer, με την έννοια που έδωσε στον όρο ο Κέρουακ.
— Την περίπτωση του Χούλιο Κορτάσαρ, που έγραψε τη νουβέλα του Ο κυνηγός αποτίνοντας φόρο τιμής στο «πουλί» της τζαζ, τον Τσάρλι Πάρκερ [«Ο Χούλιο Κορτάσαρ διάλεξε τον Τσάρλι Πάρκερ ως το κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας του, γιατί μόνο η ζωή, η προσωπικότητα και ο θάνατος του σαξοφωνίστα μπορούσαν να ενώσουν τις δύο αγάπες του συγγραφέα, την τζαζ και τη λογοτεχνία» (σελ. 57)].
— Την αναφορά στο βιβλίο Θα φτύσω στους τάφους σας, του Μπορίς Βιάν (και δικό μου αγαπημένο ανάγνωσμα από τα φοιτητικά μου χρόνια), ενός συγγραφέα που, κατά τον Henri Salvador, «ζούσε μόνο με την τζαζ, άκουγε με την τζαζ, εκφραζόταν με την τζαζ» (άλλος ένας συγγραφέας του βιβλίου που ήταν και μουσικός της τζαζ).
— Την αναφορά στον (κατά δήλωσή του) τζαζ-συγγραφέα Τζακ Κέρουακ, μέσα από το βιβλίο του Οι υποχθόνιοι (αργότερα μεταφρασμένο ως Οι υπόγειοι). Αντιγράφω: «Η μουσική τζαζ της εποχής, το bebop και η cool, είναι παρούσα σ’ ένα σημερινό μέρος της beat λογοτεχνίας και ιδιαίτερα του Κέρουακ, ο οποίος τρελαινόταν με τον Charlie Parker και τον Gerry Mulligan. Ο φίλος του ποιητής Άλεν Γκίνσμπεργκ έλεγε ότι το γράψιμο του Κέρουακ είναι “bop προσωδία”, τονισμοί και φράσεις του bebop». (σελ. 89).
— Τις βαθύτερες σκέψεις του Κούντερα πάνω στη σχέση μουσικής και λογοτεχνίας, τόσο σε δοκίμιά του όσο και σε μυθιστορήματά του (π.χ. στο Το αστείο, όπου ο αφηγητής, που ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αναπολεί τα φοιτητικά του χρόνια όταν σπούδαζε μουσική και έπαιζε τζαζ). Γράφει ο Σάκης Παπαδημητρίου: «Φαίνεται ότι ο Μίλαν Κούντερα είχε πιάσει τη θετική ενέργεια της τζαζ και του αυτοσχεδιασμού και επιπλέον, κατά κάποιον τρόπο, είχε προτείνει την ενσωμάτωση χαρακτηριστικών της τζαζ στις μουσικές των ευρωπαϊκών χωρών και διαφορετικών πολιτισμών». (σελ. 152)
Επίσης, δεν πρέπει να παραληφθούν οι αναφορές σε βιβλία των Έσσε, Τζόναθαν Κόου, Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα και Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, όπου η τζαζ και η αυτοσχεδιαστική μουσική κυριαρχούν.
Η συγγραφική μέθοδος του Σάκη Παπαδημητρίου στα πρόσφατα δοκίμιά του
Μια πιο προσεκτική ματιά στον τρόπο που ο Σάκης Παπαδημητρίου επεξεργάζεται και αναλύει το υλικό του, αναφορικά με τη σχέση της τζαζ με τη λογοτεχνία, σ’ αυτά τα πρόσφατα δοκίμιά του, μας οδηγεί στα παρακάτω συμπεράσματα:
— Ο συγγραφέας, σχεδόν πάντα, δίνει στην αρχή πληροφοριακό υλικό αναφορικά με τη ζωή και το έργο των συγγραφέων.
— Εντοπίζει όχι μόνο τα στοιχεία της τζαζ μουσικής στα κείμενα που αναλύει, αλλά πρωτίστως αναζητά τη βαθύτερη σχέση των λογοτεχνών με την τζαζ μουσική, που έχει επηρεάσει και τον τρόπο γραφής τους.
— Κάνει ένα είδος κριτικής του εκάστοτε βιβλίου με γνώμονα τη σχέση του συγγραφέα με την τζαζ.
— Διαπλέκει, συχνά, μεταξύ τους τους συγγραφείς των βιβλίων (κάποιοι γνωρίζονταν, είχαν κοινές απόψεις, σχολίαζε ο ένας τον άλλον κτλ.)
— Συχνά κάνει αναφορές σε στοιχεία και συστατικά της ελληνικής πραγματικότητας, αναφορικά με την τζαζ ή με το περιεχόμενο των βιβλίων.
— Κάνει ένα είδος αποδεικτικού κριτικού σχολιασμού (αποδεικτική κριτική) παραθέτοντας αποσπάσματα (μερικές φορές και εκτενή) του βιβλίου που σχετίζεται με την τζαζ μουσική.
— Δεν στέκεται μόνο στα έργα γνωστών λογοτεχνών, αλλά τον ενδιαφέρουν κυρίως λογοτέχνες που (όπως και ο ίδιος) ασχολήθηκαν με την τζαζ και ως μουσικοί.
— Χρησιμοποιεί βιωματικά στοιχεία σε αρκετά δοκίμιά του, ενσωματώνοντας στα κείμενά του την προσωπική του περιπέτεια ως μουσικού και συγγραφέα.
— Αναφέρει κρίσεις-σχόλια κριτικών ή άλλων συγγραφέων για τα επιμέρους σημεία των κειμένων που σχετίζονται με την τζαζ, κάνοντας έτσι πιο έγκυρα και αντικειμενικά τα δικά του σχόλια.
— Τέλος αναφέρει σε αρκετά κείμενα τα CD ή τις κινηματογραφικές ταινίες που σχετίζονται ή αναφέρονται στα υπό σχολιασμό βιβλία.
Κι ένα τελευταίο σχόλιο: Ο συγγραφέας εστίασε σε χτυπητές περιπτώσεις λογοτεχνών που παντρεύουν τη μουσική τζαζ με τη λογοτεχνία, και δεν απλώθηκε σε βιβλία όπου απλώς υπήρχε αναφορά ή αναφορές στην τζαζ μουσική ή σε κάποιον δίσκο ή στο πρόσωπο του τζαζίστα καλλιτέχνη. Ωστόσο μια αναφορά σε βιβλία όπου η τζαζ διαπνέει σημαντικό μέρος ή σελίδες του κειμένου (Ο υπέροχος Γκάτσμπυ του Σκοτ Φιτζέραλντ, Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ της Χάισμιθ, βιβλία ερωτικής περιπλάνησης και «αλητείας» του Χένρι Μίλερ στο Παρίσι του μεσοπολέμου με υπόκρουση τζαζ μουσικής, αναφορά του Φίλιπ Ροθ περί «Caravan» του Έλινγκτον στο Αμερικανικό ειδύλλιο, το Jazz της βραβευμένης με νόμπελ Τόνι Μόρισσον, ένα μυθιστόρημα γραμμένο σαν μουσική σύνθεση της τζαζ μέσα από τον έξοχο συνδυασμό ποικίλων αφηγηματικών φωνών, το Μπλε νότες σε κόκκινο φόντο του Μαρκούς Μαλτέ, όπου «η τζαζ, σε όλο το κείμενο, εμφιλοχωρεί στο νουάρ πολύ επιδέξια και πειστικά, όχι μόνον ως ηχητική υπόκρουση, αλλά κτίζοντας χαρακτήρες και στηρίζοντας και ενισχύοντας την πλοκή»[2], και πολλά άλλα ακόμη), ίσως και να αποτελούσαν υλικό μιας, πιο γενικής και λιγότερο εξειδικευμένης, έρευνας από αυτήν του Σάκη Παπαδημητρίου, ακόμη κι αν οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων δεν ήταν jazz writers ή μουσικοί της τζαζ.
...είναι τόσο το στοιχείο τους ελευθερίας όσο και το στοιχείο τους ανατροπής, που διαπνέουν συνολικά τα κείμενά του αλλά και τη μουσική του.
Εν κατακλείδι
Ο Σάκης Παπαδημητρίου, σε όλη τη μέχρι τώρα καλλιτεχνική του σταδιοδρομία, πάτησε δημιουργικά στους δύο πυλώνες τους τέχνης που ακούν στο όνομα «τζαζ» και «λογοτεχνία». Τον απασχόλησε το ντούο «τζαζ και έρωτας» όσο και τα δίπολα «τζαζ και δημιουργικότητα» και «τζαζ και αυτοσχεδιασμός». Η συνύπαρξη όλων των παραπάνω στο συνολικό του έργο είναι εμφανής. Κι αν μπορώ να εντοπίσω κάποιες κοινές ιδέες, κάποια ελάχιστα κοινά στοιχεία που αναφύονται τόσο από τα βιβλία του όσο και από τους δίσκους του, σε μια καλλιτεχνική πορεία σχεδόν εξήντα χρόνων, αυτά νομίζω πως είναι τόσο το στοιχείο τους ελευθερίας όσο και το στοιχείο τους ανατροπής, που διαπνέουν συνολικά τα κείμενά του αλλά και τη μουσική του. Άλλωστε, πόσο δραστική και επιδραστική θα ήταν η τζαζ μουσική αλλά και η τέχνη του λόγου, αν τους αφαιρούσαμε αυτά τα δύο στοιχεία;
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με διηγήματα «Η εγγύτητα των πραγμάτων» (εκδ. Νησίδες).
Σημειώσεις
[1]. Ο μεσότιτλος είναι φράση του Χούλιο Κορτάσαρ από το Κουτσό στη μετάφραση του Κώστα Κουντούρη (εκδ. Εξάντας)
[2]. Παναγιώτης Γούτας «Όταν η μουσική γίνεται νουάρ» 22/08/2014