Του Παναγιώτη Γούτα
Τα βιβλία αστυνομικής πλοκής, μυστηρίου και περιπέτειας ανέκαθεν αντιμετωπίζονταν με κάποια προκατάληψη αναφορικά με τις λογοτεχνικές αρετές τους. Ιδίως εκείνα στα οποία η γλώσσα δεν ήταν ιδιαίτερα πελεκημένη, οι χαρακτήρες ήταν στερεότυποι και προβλέψιμοι και όλη τους η αξία βασιζόταν στη δημιουργία ατμόσφαιρας, στις ανατροπές και στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καθυστέρηση στην αποκάλυψη τού εκάστοτε δολοφόνου, ο οποίος, στα παλιότερα αναγνώσματα (όπως και στις κινηματογραφικές ταινίες), τηρούσε τις προδιαγραφές του εγκληματία τύπου του Λομπρόζο, σύμφωνα με την επιστήμη της εγκληματολογίας, κάτι που ικανοποιούσε τους απανταχού φυσιογνωμιστές.
Με τα χρόνια, τα πράγματα άλλαξαν. Το παιχνίδι δεν παίζεται πλέον στην αργή αποκάλυψη του κατά συρροή ή όχι δολοφόνου (αγγλική σχολή αστυνομικής λογοτεχνίας) ή στην περιπετειώδη σύλληψή του ενώ εμείς ήδη γνωρίζουμε, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, για την ταυτότητά του (αμερικάνικη σχολή αστυνομικής λογοτεχνίας), αλλά στο κατά πόσο στη νουάρ ατμόσφαιρα του κειμένου παρεισφρέουν και άλλα στοιχεία λογοτεχνικότητας ή μη, που πλουτίζουν το βιβλίο, όπως καυτηριασμός κοινωνικής παθογένειας, πολιτικές νύξεις και αναφορές, διακειμενικότητα, χρήση φιλοσοφικών ή ψυχολογικών όρων, παρωδία νουάρ, φάρσες ή διάφορα μουσικά θέματα της τζαζ, της ροκ ή της κλασικής μουσικής, όπως στην περίπτωση των βιβλίων του Marcus Malte, με τον εύγλωττο τίτλο Μπλε νότες σε κόκκινο φόντο, και της Χίλντας Παπαδημητρίου, το Για μια χούφτα βινύλια. Τα στοιχεία που προανέφερα δεν σημαίνει πως αυτόματα κατατάσσουν τα εν λόγω βιβλία στην καθαρή ή, καλύτερα, στη μεγάλη λογοτεχνία των καιρών μας, όση αποενοχοποίηση κι αν περιβάλλει, τελευταία, το εν λόγω συγγραφικό είδος, σίγουρα όμως διαβάζονται με ενδιαφέρον και παρά τις όποιες αφηγηματικές κοινοτοπίες τους, τα περιγραφικά τους στερεότυπα ή τη χαλαρή σε πολλά σημεία γραφή τους, δεν τα αφήνεις απ' το χέρι ώς το τέλος, παρασυρμένος από την αίσθηση μυστηρίου που κατορθώνουν να μεταφέρουν στον αναγνώστη.
Τζαζ αναφορές και θηριωδίες σέρβων εθνικιστών
Στο μυθιστόρημα του Malte ένας έγχρωμος πιανίστας της τζαζ, ονόματι Μίστερ, μαζί με τον φίλο του φιλόσοφο-ταξιτζή Μπομπ, αγωνίζονται μέσα στους δρόμους του Παρισιού των τελευταίων χρόνων να διαλευκάνουν ένα σκοτεινό έγκλημα μιας κροάτισσας κοπέλας, θαυμάστριας του Μίστερ και της τζαζ μουσικής, της Βέρας Ναντ, που κάηκε μυστηριωδώς. Θα περιπλανηθούν, θα συγκρουστούν με ανθρώπους της νύχτας και του υποκόσμου, θα γνωρίσουν παράξενα πρόσωπα και εντέλει θα οδηγηθούν κάποια στιγμή στο νήμα του μυστηρίου. Σκοτεινά κέντρα σέρβων εθνικιστών κρύβονται πίσω από τη δολοφονία, που, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στη σελίδα 371, δεν ήταν παρά «μια μικρή ιστορία που παρασύρθηκε στη δίνη της μεγάλης».
Αν εξαιρέσουμε την κάπως ψυχαναγκαστική εμμονή του Malte να αναδείξει και να σκιαγραφήσει δυο ολότελα διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες (Μίστερ-Μπομπ) και παρά τα όποια περιγραφικά και λεκτικά στερεότυπα της γραφής του, το βιβλίο κερδίζει με τις τζαζ αναφορές (παρελαύνουν δεκάδες ονόματα μουσικών της αμερικάνικης τζαζ αλλά και της ευρωπαϊκής μουσικής, από τον Ντίζι Γκιλέσπι και τον Τσαρλς Μίγκους μέχρι τους Μπητλς και τον δικό μας, τον Ντέμη Ρούσο, μαζί με στίχους, τίτλους δίσκων ή κομματιών), τις εμβόλιμες σελίδες με πλάγια γραφή (μεταμοντέρνο εύρημα) που αναφέρονται στο παρελθόν της Βέρας Ναντ και, κάποιες εξ αυτών, έχουν ιδιαίτερη ποιητικότητα, αλλά και τις συγκλονιστικές αναφορές και αποκαλύψεις για τις θηριωδίες των Σέρβων εθνικιστών απέναντι στους πολιτιστικούς θησαυρούς της κροατικής πόλης Βούκοβαρ (τόνοι παλιών βιβλίων της διάσημης βιβλιοθήκης της δόθηκαν στην πυρά, με το άθλιο σκεπτικό πως πολλά από αυτά τα βιβλία ήταν γραμμένα στα λατινικά και όχι στα σερβικά).
Η τζαζ, σε όλο το κείμενο, εμφιλοχωρεί στο νουάρ πολύ επιδέξια και πειστικά, όχι μόνον ως ηχητική υπόκρουση, αλλά κτίζοντας χαρακτήρες και στηρίζοντας και ενισχύοντας την πλοκή. Η μετάφραση του Κώστα Κατσουλάρη πετυχημένη, μεταφέροντας άριστα το κλίμα ενός σκοτεινού Παρισιού στο οποίο πολλά αλλοπρόσαλλα μπορούν να διαδραματιστούν και να συμβούν κάθε στιγμή – με ξένισε μόνο, κάπως, η επιλογή της φράσης «ο πάσα ένας» σε κάποια σελίδα του κειμένου και αναρωτήθηκα γιατί όχι «ο καθένας», αλλά αυτό παραμένει μια σχολαστική παρατήρηση σε έναν τόσο μεγάλο όγκο καλομεταφρασμένου κειμένου.
Παρωδία νουάρ με αρετές και αδυναμίες
Η Χίλντα Παπαδημητρίου αξιοποιώντας τις μουσικές της προτιμήσεις, τις νομικές της γνώσεις και την αγάπη της για τα βιβλία μυστηρίου και αστυνομικής πλοκής έστησε ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα (το πρώτο της, που επανεκδόθηκε πρόσφατα και ως livre de poche, από το Μεταίχμιο). Χωρισμένο σε ενότητες με χρονολογική σειρά, όπου σε διάφορα σημεία της Αθήνας του 2005, του Πηλίου και του Λονδίνου συμβαίνουν παράλληλα γεγονότα, όλη η δράση του –εξαιρουμένων των όποιων σελίδων αφορούν το παρελθόν– ξετυλίγεται μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο.
Κοινό σημείο του βιβλίου της Χ. Π. με το βιβλίο του Malte, η Blue Note. Για την ακρίβεια, ένα μέρος μιας συλλογής βινυλίων της Blue Note, που ενδιέφερε τον συλλέκτη-πωλητή Φώντα Κυριακίδη, κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης, για να το προσθέσει στο δισκάδικό του. Φυσικά στις σελίδες της Χ.Π. υπάρχει πολλή μουσική, ιδίως ροκ της δεκαετίας του 70 και του 80, και νουάρ ατμόσφαιρα, που συχνά, όμως, υπονομεύεται και μεταποιείται σε παρωδία νουάρ.
Η μουσική (τίτλοι δίσκων ροκ συγκροτημάτων, ελληνικών και ξένων, κρίσεις για δουλειές τραγουδοποιών, αναφορά σε συναυλίες, μεμονωμένοι στίχοι ή μότο ενοτήτων βασισμένα σε ροκ επιτυχίες) διαπερνά το βιβλίο, και μαζί με τις συνήθειες των συλλεκτών και την πληροφόρηση που παίρνουμε για αγοραπωλησίες σπάνιων δίσκων ή σινγκλ, αποτελούν τα πιο γνήσια κι ενδιαφέροντα στοιχεία του κειμένου. Εντούτοις υπάρχει πολύς απελέκητος αφηγηματικός φλοιός που κουράζει και μπουκώνει τον αναγνώστη μέχρι τις τελικές αποκαλύψεις, ενώ αρκετοί διάλογοι των ηρώων του στόρι μεταφέρουν συχνά στερεότυπες καταστάσεις. Ροκάδες που τα φτιάχνουν με μπατσίνες και ξηγημένοι τύποι του κοινωνικού περιθωρίου επωμίζονται φόνους για να γλιτώσουν αγαπημένους φίλους. Σκαλιστά κουτάκια με καπνό ή χόρτο, ένα κιμονό, ένα φουλάρι και ένα μακό μπλουζάκι προσπαθούν να δώσουν μια νότα μυστηρίου σε έναν καταιγισμό αλλεπάλληλων φόνων (ή μήπως απλών ατυχημάτων;) συλλεκτών δίσκων. Όλα γίνονται τελικώς για μια χούφτα βινύλια ή υπάρχει κάποιος άλλος, σημαντικότερος λόγος; Στο τέλος όλοι βρίσκουν το ταίρι τους σαν φινάλε ελληνικής ταινίας του 60, ενώ ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος (ατσούμπαλος, μαμάκιας και ακροατής των Beatles – Βαρύγλυκος, το παρατσούκλι του), κάνοντας την προσωπική του υπέρβαση, ταξιδεύει στο εξωτερικό, αφού αποδεικνύεται επιεικώς ανεπαρκής ως λαγωνικό ανεξιχνίαστων φόνων, ως καταπιεσμένος γιος και ως επίδοξος εραστής.
Για όσους δεν αποζητούν απαραίτητα ποιητικότητα ή λογοτεχνικότητα στη νουάρ ατμόσφαιρα των κειμένων που επιλέγουν, δεν τους εκνευρίζουν τα Εξάρχεια ως αφηγηματικός τόπος με τον ανυπόφορο, κάποιες στιγμές, ιδεοληπτικό συμβολισμό τους, και αγαπούν τη ροκ κουλτούρα του 70 και του 80, το βιβλίο της Χ.Π. μπορεί να τους ταξιδέψει ανέφελα, κάνοντάς τους να νοσταλγήσουν παλιότερες αχάλαστες εποχές. Τότε που οι βελόνες των πικάπ γρατζουνούσαν ηδονικά τα βινύλια και οι κασέτες χρωμίου φύλαγαν στα σπλάχνα τους, μέσα από αθάνατα τραγούδια, τη χαμένη μας νιότη.