Για τη συλλογή με διηγήματα του Θοδωρή Γκόνη «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα» (εκδ. Άγρα). Φωτογραφία © Βασίλης Μαθιουδακης
Της Διώνης Δημητριάδου
Έχουν ψυχή οι τόποι, γι’ αυτό κάποιοι τους τρέμουν, μην και θεριέψουν μέσα τους και αρχίσουν να ζητούν το μερτικό τους από τις μνήμες. Κι όμως, για τους πιο εκλεκτούς, οι τόποι είναι άνθρωποι, και η ψυχή τους ακριβή, σε δένουν πάνω τους και δεν σε αποχωρίζονται εκτός αν εσύ τους λησμονήσεις. Στη γραφή του Θοδωρή Γκόνη πάντα τους συναντάμε – είτε πρόκειται για τον γενέθλιο τόπο είτε για άλλους που τους επέλεξε (ή μήπως τον επέλεξαν;) για μια μακρά συνοδοιπορία. Και είναι τότε που αρχίζει η πάλη (ή το παιχνίδι) ανάμεσα σε ό,τι αποτυπώθηκε ως υπαρκτό γεγονός στη μνήμη, για να βρει κατόπιν την καλύτερη ώρα του σε κάποιο μικρό αγαπημένο κείμενο, και σε ό,τι πλάστηκε εκ του μη όντος, όπως μαγικά ξέρει η καλή γραφή να φτιάχνει τη δική της πραγματικότητα – και άντε να τα ξεχωρίσεις μετά, μα και ούτε έχει σημασία αφού με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ξέρουν τον δρόμο να σε φτάσουν, να σε αγγίξουν.
Κυρίαρχος και εδώ, στην πρόσφατη συλλογή του Γκόνη, ο ένας Τόπος (κι ας είναι περισσότεροι, αφού όλοι ενσωματώνονται τελικά σε μια μορφή), που πλαισιώνει την κάθε μία από τις επτά ιστορίες προβάλλοντας το δικό του δίκιο δίπλα στα πρόσωπα και επινοώντας (ως δυνάμει συν-δημιουργός) τη συνέχεια της πλοκής, είτε τολμά να τη γράψει (γιατί και οι τόποι κρατούν μολύβι και γράφουν) είτε την αφήνει στην επινοητική με τη σειρά της αναγνωστική πρόσληψη.
Kάποιες γραφές δεν ξέρεις αν είναι καλύτερα να τις πεις τραγούδια ή ποιήματα αντί για πεζά, έτσι όπως αφήνουν ελεύθερη την αύρα τους, με τις μεταφορές και τις αλληγορίες, τον ρυθμό τους πέρα από την επιφανειακή πεζότητα.
Οι ιστορίες εδώ γράφονται με μιαν ανάσα, τόσο οι μικρές στο γνώριμο ύφος και στυλ του Γκόνη όσο και η μία, η πρώτη του βιβλίου («Ένα ποτήρι του νερού κρασί»), μακροσκελής για τα δεδομένα του, με αδιαφορία ευτυχώς για όσα οι κανόνες της γραμματικής και της σύνταξης έχουν ορίσει. Με τον ίδιο ρυθμό, όμως, χωρίς ανάσα και αναπαμό, διαβάζονται ώσπου να φθάσουν στο τέλος τους, που τέλος στην ουσία δεν είναι. Από το σημείο αυτό ο αναγνώστης συνεχίζει, και όπου τον βγάλει. Οι ιστορίες έχουν τη δική τους δυναμική, έχουν ψυχή κι αυτές και επιλέγουν πού θα πάνε (φτάνανε συνέχεια ιστορίες και δεν χρειαζόταν να πας γιατί έρχονταν οι ιστορίες και πήγαινες, θα πει στο συγκλονιστικό «Ο λάκκος της σφαγής», σ.44) – κάτι σαν την ποίηση που έρχεται και σε βρίσκει, γιατί κάποιες γραφές δεν ξέρεις αν είναι καλύτερα να τις πεις τραγούδια ή ποιήματα αντί για πεζά, έτσι όπως αφήνουν ελεύθερη την αύρα τους, με τις μεταφορές και τις αλληγορίες, τον ρυθμό τους πέρα από την επιφανειακή πεζότητα.
Κάθε φορά που βλέπουν το φως μιας έκδοσης οι ιστορίες του Γκόνη, νιώθεις όπως τα τραγούδια του περιμένουν να τα βάλεις στο στόμα (σιγανά ή φωναχτά, όπως λέει ο ίδιος), έτσι κι αυτές είναι έτοιμες να τις οικειοποιηθείς και να τις κάνεις κτήμα σου, κομμάτι της δικής σου μνήμης. Ελάχιστους καλούς γραφιάδες μπορώ να σκεφτώ που σου ανοίγουν τη θύρα για να μπεις και να βάλεις κι εσύ τις λέξεις σου ανάμεσα στις δικές τους. Αρκεί να διαβάσεις το διήγημα (συμβατικά ας το ονομάσουμε έτσι, αυτό πιο πολύ από όλα τα υπόλοιπα του βιβλίου) που στεγάζει κάτω από τον τίτλο του όλη τη συλλογή, «Το μαύρο φόρεμα του κόρακα», για να δεις πώς μοτίβα του παραμυθιού δένουν αρμονικά με υπαρκτά βιώματα, πώς εισχωρούν μέσα στη σύγχρονη γραφή συνδέοντας με τρόπο αυτονόητο και φυσικό το τότε του μύθου αλλά και της συγγραφικής μνήμης με το σήμερα του καθενός από εμάς.
Όμως, το ξέρουμε καλά, αυτή είναι η μαγεία της γραφής, με τις προσβάσεις της όλες ανοιχτές στο τώρα και στο τότε, στο πραγματικό και στο ανεξήγητο (ωστόσο και αυτό υπαρκτό στη συνθήκη της λογοτεχνικής επινόησης), στον ιδιωτικό χώρο του συγγραφέα και στον προσωπικό του κάθε αναγνώστη. Και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας απρόσμενης και ανεξήγητης σωτηρίας, όπως αυτή που πέφτεις κάθε μέρα από το αεροπλάνο και σώζεσαι, όπως γράφει στην αρχή του διηγήματος. Όμως, όταν η αφετηρία ενός κειμένου συνιστά από μόνη της ένα θαύμα, τότε όλα είναι ανοιχτά στην έκπληξη, τα όρια της οποίας (αν τελικά υπάρχουν) τα ξέρει καλά αυτός ο πεζογράφος με την ξεχωριστή γραφή, τόσο αγαπητή όλα τα χρόνια που υπηρετεί τον πεζό λόγο, αν και σπάνια δηλώνει μέσα στις πολλές ενασχολήσεις του την ιδιότητα του πεζογράφου. Κι ας είναι από τους σημαντικότερους.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ.
Απόσπασμα από το βιβλίο
δεν ξέρω αν θυμάσαι τι φυλακές του Ίτς Καλέ πάνω στο βράχο της Ακροναυπλίας, αν τέλος πάντων τις έχεις δει έστω και σε κάποια παλιά φωτογραφία πριν ένα βράδυ τις ξεπατώσουν και τις γκρεμίσουν εκείνοι που τρέμουν την ιστορία και τους αγιασμένους τόπους και τους τυφλώνουν μια για πάντα, τους τραυματίζουν ανεπανόρθωτα, τους κόβουν χέρια και πόδια γιατί και οι τόποι άνθρωποι είναι και έρχονται και περιφέρονται στα όνειρά μας, στον ύπνο και στον ξύπνιο μας και μας καλούν και μας φωνάζουν και μας ζητούν νεράκι και ψωμί και το λευκό πουκάμισο με ανοιγμένα χέρια, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που μαρτύρησαν εκεί μέσα είναι πάντοτε παρόντες και προσπαθούν να πουν το όνομά τους, την ιστορία τους τη μικρή και τη μεγάλη, από κάπου να πιαστούν, εκεί που είναι, στον έξω ουρανό που βρίσκονται, χωρίς μνήμα , σταυρό και όνομα… […] την παραμιλάω αυτή την ιστορία χρόνια τώρα από μέσα μου και απ’ έξω μου σιγανά και φωναχτά σαν προσευχή και σαν τραγούδι, σαν άνθρωπος και σαν κατσίκα τη μασάω μέρα-νύχτα και τη δουλεύω μέσα μου, όπως το βράχο ο καιρός, να μη ξεχάσω και δεν έχω τολμήσει να την πω σε κανέναν
«Ο Αποστόλης ο μάγειρας», σελ. 53