Tου Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η λογοτεχνία πολύ συχνά αποτελεί πεδίο διασταύρωσης ποικίλων τομέων της ζωής και ποικίλων εκδοχών της πραγματικότητας. Μ' αυτή τη διαπίστωση μπορεί κανείς να δει το τελευταίο βιβλίο του Μοδινού ως την πλατεία όπου ενώνονται η Αμερική και ο έρωτας, η ιστορία και η οικολογία, η περιφερειακή Ελλάδα με την παγκοσμιοποίηση, το road movie με τη λογοτεχνία, η κάντρι μουσική με την Κούβα, ο ψυχρός πόλεμος με τις προσωπικές αναζητήσεις.
Όλα αυτά αναμειγνύονται σε ένα μεγάλο αμάλγαμα ιστορικών και μυθοπλαστικών στοιχείων, τοποθετημένα στη δεκαετία του '60 αλλά και κατόπιν, στην Αμερική κατά βάση αλλά και στη Μήλο, όπου συναντήθηκαν ο έλληνας συγγραφέας και η αμερικανίδα εμπειρογνώμονας διεθνών οργανισμών Τερέζα ΜακΕλντόουνι. Ο τρόπος γραφής του έργου θα μπορούσε να ονομαστεί «αισθητική της συσσώρευσης», κυρίως επειδή οι δύο πρωταγωνιστές μοιάζουν με μαριονέττες σε ένα μεγάλο θέατρο, όπου οι ίδιοι υπάρχουν για να φανεί καλύτερα το κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της υπερδύναμης Αμερικής. Οι ΗΠΑ εκλαμβάνονται ως η αιχμή του δόρατος του σύγχρονου διεθνοποιημένου πολιτισμού και στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπει ο Μοδινός την πορεία ολόκληρου του κόσμου.
Αμάλγαμα ιστορικών και μυθοπλαστικών στοιχείων.
Καταρχάς, η τεχνολογική και οικιστική ανάπτυξη, από τα Βραχώδη Όρη έως τις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού, είναι αμφίβολο αν σεβάστηκε τη φύση και αν δρομολογήθηκε με όρους μακροπρόθεσμης αειφόρου ανάπτυξης. Το ίδιο απορρέει και από το ταξίδι της Τερέζα στο Μεξικό, όπου εικάζεται ότι ο προηγμένος οικολογικός πολιτισμός των Μάγιας μπορεί να καταστράφηκε από την υπερβολική εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος. Παράλληλα, το μυθιστόρημα του Μοδινού καταστρώνει, όπως και πολλά άλλων συγγραφέων, μια γεωγραφία της παγκοσμιοποίησης, που στηρίζεται στο ταξίδι, στις συναντήσεις ανθρώπων διαφορετικών εθνοτήτων στα πιο απίθανα μέρη της γης, στον κοσμοπολιτισμό και στην ώσμωση τάσεων και πολιτισμών. Αυτή η τάση μετατρέπεται ενίοτε σε πολιτισμικό και οικονομικό ιμπεριαλισμό, όπως στην περίπτωση των Λακαντόν, φυλής του Μεξικού που αλλοιώθηκε από την εισβολή των ευρωπαϊκών αξιών.
Αυτή η παγκοσμιοποίηση ενίοτε γίνεται ένας αχταρμάς, όπως στην περίπτωση της κόρης της Τερέζα (σελ. 314): «Η Τζούλι γεννήθηκε στη Γιουντέ του Καμερούν κι έχει ήδη ζήσει στη Ρώμη, τη Βόννη και τη Γενεύη. Παντού από λίγο. Περνάει τις διακοπές εναλλάξ στην Κορνουάλη και τη Βρετάνη, έχει κάνει Χριστούγεννα στις Κομόρες και το Λομπόκ και μιλάει άσχημα τέσσερις γλώσσες. Τα αγγλικά της έχουν βιετναμέζικη προφορά για να μου θυμίζουν ίσως τα απροσδόκητα μονοπάτια που παίρνει η εκδίκηση της Ιστορίας». Και πιο κάτω (σελ. 318) συγκρίνεται η ισοπέδωση των μικρών γλωσσών με την εξαφάνιση της βιοποικιλότητας, φαινόμενα που και τα δύο προσδίδουν μονοδιάστατο χαρακτήρα στον πλανήτη.
Μια πανοραμική μυθιστορηματική κάμερα
Το κείμενο ακολουθεί αυτόν τον λαβύρινθο συσσωρεύοντας άπειρες ποσότητες πραγματολογικού υλικού, το οποίο κάνει τον αναγνώστη να αμφιβάλλει για την ευόδωση του εγχειρήματος.
Η εναλλαγή κεφαλαίων, ενός με την αφήγηση της ζωής της Τερέζα στις ΗΠΑ, στο Μεξικό και αλλού και ενός με τη συνάντηση της Τερέζα με τον αφηγητή, γεγονός που αποτέλεσε την αφορμή για την ενασχόληση με το γράψιμο, σφυροκοπεί τον συγγραφικό στόχο από δύο πλευρές. Από τη μία, τονίζεται η πανοραμική θέαση της οικουμένης όχι τόσο από την οπτική γωνία μιας γυναίκας, συμβάν που είναι απλώς η αφορμή, όσο από τη διεθνιστική αντίληψη ότι η πραγματικότητα γύρω μας είναι ένα πολύχρωμο παζλ, που συστήνεται από τη συσσώρευση στιγμών, ονομάτων, τόπων, ιστορικών γεγονότων, διακειμενικών τσιτάτων, μουσικών κ.ο.κ. Από την άλλη, τίθεται ο προβληματισμός για το πώς όλο αυτό το πολύχρωμο υφαντό μπορεί να γίνει το έναυσμα για να συντεθεί στο χαρτί το μυθιστόρημα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, δεύτερου μισού που καθόρισε την παγκοσμιοποιημένη κλίμακα την οποία ζούμε σήμερα. Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται το άνοιγμα του φωτογραφικού φακού και δουλεύει, αποκαλύπτοντας συνάμα και τον τρόπο δουλειάς του στον αναγνώστη, το χαώδες αυτό υλικό, ώστε να το συλλάβει με τη μυθιστορηματική του κάμερα.
Έτσι, ο διεθνισμός συναντά την οικολογία και τα δικαιώματα των ντόπιων πολιτισμών σε ένα μυθιστόρημα που θυμίζει Μπολάνιο και Ντελίλο, που ομνύει στην παγκοσμιοποίηση και ειδικά στην ανάγκη της λογοτεχνίας να βουτήξει το ψωμί της σ' αυτήν («Είναι ζήτημα γεωγραφίας [...]. Ζούμε σ' ένα οικουμενικό τοπίο και είμαι της γνώμης ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ένας υποτελής πολιτισμός είναι να αδράξει την περιρρέουσα οικουμενικότητα», συμβουλεύει ο Ντελίλο τον αφηγητή-συγγραφέα), που απλώνεται τοπικά και χρονικά στην προσπάθειά του να χωρέσει όλον τον κόσμο, την ιστορία και τη φύση, τις ηπείρους και τον πολιτισμό τους, τους εργάτες και τους συγγραφείς, σε ένα μεγάλο μίξερ.
Το μυθιστόρημα του Μοδινού δεν είναι ερωτικό, όπως υποτιτλίζεται κι όπως οδηγεί η έκβασή του, αλλά πολιτικό. Η πολιτική δεν αφορά πλέον στους πολιτικούς, αλλά στις διεθνείς οργανώσεις και οργανισμούς, στις αναπτυξιακές πολιτικές και στην πορεία του ατόμου μέσα στον λαβύρινθο της παγκοσμιοποίησης. Το κείμενο ακολουθεί αυτόν τον λαβύρινθο συσσωρεύοντας άπειρες ποσότητες πραγματολογικού υλικού, το οποίο κάνει τον αναγνώστη να αμφιβάλλει για την ευόδωση του εγχειρήματος, αφού αυτό το αμάλγαμα φαίνεται ενίοτε ανομοιογενές, ξεχειλωμένο και ρευστό. Σαν να χάνει τον στόχο, κινούμενο με τη διεθνιστική λογική του συγκρητισμού και της ετερογένειας.
Καστανιώτης 2013