Για το μυθιστόρημα του Γιόν Φόσε [Jon Fosse] «Το άλλο όνομα – Επταλογία I-II» (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Gutenberg).
Του Διονύση Μαρίνου
Υπήρξα από εκείνους τους τυχερούς που είδαν το έργο του Γιόν Φόσε «Κάποιος θα έρθει» που ανέβηκε τον Σεπτέμβριο του ’21 στον Θόλο του ΚΠΙΣΝ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Ήταν από τις πρώτες παραστάσεις που ανέβηκαν στην Αθήνα όταν άρχισε να χαλαρώνει η μέγγενη της πανδημίας. Ναι, ήμουν από τους τυχερούς που έκατσαν ως το τέλος της παράστασης, καθώς γύρω στο μέσο της κάποια καθίσματα άρχισαν να μένουν «ορφανά». Συμβαίνει και στις καλύτερες (θεατρικές) οικογένειες.
Τι να έκανε, άραγε, εκείνους τους καταπτοημένους θεατές να προβούν στο πιο ατιμωτικό διάβημα που μπορεί να τύχει σ’ έναν θίασο; Γιατί έφυγαν; Φευ, για τα πάντα υπάρχει ένας επαρκής λόγος. Για τα καλά και τα άσχημα… Ούτε ο Χουβαρδάς «έχασε» τον Φόσε ούτε οι ηθοποιοί ήταν κατώτεροι των περιστάσεων ούτε το φοσεϊκό ύφος (sic) απουσίαζε από την παράσταση. Συνήθως, η άγνοια μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις, αλλά το πνεύμα του Φόσε αυτό είναι κι όχι κάποιο άλλο.
Απουσία γενικής πλοκής (δεν περιμένεις έναν αφηγηματικό καμβά που θα ξεδιπλωθεί σε μια σειρά πράξεων). Ήρωες των οποίων το περίγραμμα είναι θολό, αλλά όχι ατελές. Γλώσσα που μοιάζει ερμητική, αλλά στην ουσία της κουβαλάει την ελλειπτικότητα της ποίησης. Ένα μυστικιστικό περιβάλλον που, ενώ δείχνει τραγικό και περίκλειστο, στο βάθος του ενέχει μια παράξενη φωτεινότητα. Τέλος, αδιαφορία του συγγραφέα να τοποθετήσει τα έργα του σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, ενώ ο τόπος άλλοτε δηλώνεται (Νορβηγία, αν μη τι άλλο) κι άλλοτε υπονοείται.
Γλώσσα που μοιάζει ερμητική, αλλά στην ουσία της κουβαλάει την ελλειπτικότητα της ποίησης.
Έχω την αίσθηση πως το ίδιο πρόκειται να συμβεί και με το μυθιστόρημά του Το άλλο όνομα (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg. Δίχως να επιδιώκω να οικειοποιηθώ τον ρόλο του μάντη, αλλά επιθυμώντας να προσεγγίσω τις σταθερές αναγνωστικές βλέψεις του μέσου αναγνώστη, έχω την εδραία αίσθηση πως σε κάποιους αυτό το έργο θα «μιλήσει» βαθιά και σε άλλους θα μείνει… άλαλο. Είμαι από τους τυχερούς που μίλησε, επομένως ό,τι ακολουθήσει θα είναι η ηχώ αυτής της φωνής.
Ο ίδιος ο Φόσε έχει πει κάποια στιγμή πως: «Εγώ γράφω για το τίποτα. Όταν κάποιος γράφει για το τίποτα, υπάρχουν μόνο δύο θέματα: η αγάπη και ο θάνατος». Ισχύει μέχρι κεραίας. Αυτές είναι οι δύο βασικές θεματικές του. Τα δύο άκρα της ζωής: ο έρωτας ως αναστολέας της φθοράς και ο θάνατος ως καταλύτης όλων των πραγμάτων. Τα πάντα στον Φόσε είναι ένας ρυθμός που φέρει μια υπόγεια μουσικότητα. Διόλου τυχαίο ότι ο Νορβηγός συγγραφέας από πολύ μικρός αγάπησε τη μουσική και ήταν αυτή που αποτέλεσε τη βάση της γραφής του.
Είναι ένας ρυθμός που σε καταπίνει με τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του και τις αναδιπλώσεις του. Θα έλεγε κανείς πως αυτή η ab ovo ανάπτυξη του έργου (από τη μέση των πραγμάτων κι όχι από το «αβγό»-αρχή, για να θυμηθούμε τον Οράτιο) βοηθάει στο να επανέρχεται συχνά ο ρυθμός σε πράγματα που έχουν ειπωθεί μεν, αλλά επανατοποθετούνται εκ νέου σε μια νέα διάσταση.
Ο συνειρμικός λόγος, η απουσία σημείων στίξης, η απομάκρυνση από έναν και μόνο χώρο στον οποίο κινείται η ιστορία, οι διαστρωματώσεις των σκηνών, η χαλαρή σύνδεση του χρόνου [...] δείχνουν πως ο Φόσε δεν πειραματίζεται προς χάριν του πειραματισμού, αλλά δίνει ουσιαστική βαρύτητα στον λόγο ως αυτόνομη πράξη τέλεσης ενός έργου.
Για να γίνουν οι απαραίτητες αναγωγές, στα έργα του Φόσε βρίσκει κανείς κοινές ρίζες με τα βιβλία του Κρασναχορκάι, του Μπέρνχαρντ και του Μπέκετ. Ο συνειρμικός λόγος, η απουσία σημείων στίξης, η απομάκρυνση από έναν και μόνο χώρο στον οποίο κινείται η ιστορία, οι διαστρωματώσεις των σκηνών, η χαλαρή σύνδεση του χρόνου και η υπαρξιακή χροιά του όλου συγγραφικού πλέγματος, δείχνουν πως ο Φόσε δεν πειραματίζεται προς χάριν του πειραματισμού, αλλά δίνει ουσιαστική βαρύτητα στον λόγο ως αυτόνομη πράξη τέλεσης ενός έργου.
Ο ηλικιωμένος ζωγράφος του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, ο Άσλε, είναι ένας μονήρης και απομακρυσμένος άνθρωπος από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις του τόπου του (μόνιμα χιονισμένος). Με τον μόνο που συνδιαλέγεται κάποιες φορές είναι με τον γείτονά του, τον αγρότη και ψαρά Όσλαϊκ. Φαινομενικά αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν έχουν τίποτα κοινό, πλην της μοναξιάς που έχει κατακάτσει για τα καλά στο απομακρυσμένο χωριό Ντίλγκια, βόρεια του Μπέργκεν της Νορβηγίας.
Το μέσο των πραγμάτων για τον Άσλε είναι μια επικείμενη έκθεση ζωγραφικής στην Γκαλερί Μπάιερ τις ημέρες των Χριστουγέννων. Ως εκ τούτου, τον βρίσκουμε σε μια κατάσταση τεταμένη όπου πρέπει να διαλέξει τα έργα που θα εκθέσει, ενώ το μυθιστόρημα ξεκινάει με την περιγραφή ενός έργου που μόλις έχει ολοκληρώσει και του οποίου η αφαιρετικότητα δίνει έναν τόνο αιχμής. Πρόκειται για δύο γραμμές που ενώνονται σε σταυρό (ο Σταυρός του Αγίου Γεωργίου, όπως επιμένει ο Όσλαϊκ) και στο σημείο της ένωσης, τα δύο χρώματα δημιουργούν ένα τρίτο ακατάτακτο στη γνωστή χρωματική παλέτα.
Ο Γιον Φόσε [Jon Fosse] γεννήθηκε το 1959 στο Haugesund της Νορβηγίας και από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ζει στο Bergen. Σπούδασε συγκριτική λογοτεχνία και δίδαξε στην Ακαδημία Δημιουργικής Γραφής στο Hordaland. Το 1983 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα Κόκκινο, μαύρο το οποίο ακολούθησαν πληθώρα άλλων μυθιστορημάτων, ποιητικών συλλογών, δοκιμίων και παιδικών βιβλίων. Το 1994 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο «Και δε θα χωρίσουμε ποτέ», που ανέβηκε στην Εθνική Σκηνή του Bergen. Ακολούθησαν τα: «Κάποιος θα έρθει», «Το παιδί», «Το όνομα», για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Ιψεν, «Η νύχτα τραγουδά τα τραγούδια της», «Όνειρο φθινοπώρου», «Μια μέρα καλοκαιριού», «Παραλλαγές θανάτου», «Χειμώνας», «Τόσο όμορφα», «Κορίτσι στον καναπέ» και πολλά άλλα. Τον Αύγουστο του 2000 του απονεμήθηκε το Θεατρικό Βραβείο του Βορρά και τον Δεκέμβριο του 2003 χρίστηκε Ιππότης της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής. Το μινιμαλιστικό και υπερ-νατουραλιστικό ύφος του Φόσσε ανανέωσε ριζοσπαστικά το τοπίο της Νορβηγικής δραματουργίας. |
Ο Φόσε, εισάγει στο έργο έναν δεύτερο Άσλε που μοιάζει στον πρώτο. Το άλλο όνομα ή το άλλο πρόσωπο του ιδίου ανθρώπου. Ο ζωγράφος Άσλε βρίσκει τον… άλλο Άσλε ξαπλωμένο και σχεδόν ημιθανή στο πεζοδρόμιο και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Πρόκειται για έναν άνθρωπο βουτηγμένο στο αλκοόλ που μετράει απώλειες αγαπημένων προσώπων. Όπως και ο πρώτος Άσλε που έχασε τη γυναίκα του, ενώ δεν βλέπει τα παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του.
Μοιάζουν αυτοί οι δύο; Ναι, αλλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το γνωστό αίνιγμα της διπλοπροσωπίας που έχει απασχολήσει πολλάκις τη λογοτεχνία, αλλά με μια αποστασιοποιημένη θέαση του εαυτού έξω απ΄ αυτόν. Ωσάν ο Άσλε (μόνο αυτός, άραγε;) να κουβαλάει δύο υποστάσεις που καθορίζουν τις πράξεις του. Το παρελθόν, το παρόν και το όποιο μέλλον αυτών των δύο ενώνεται, αναλύεται, διαχωρίζεται μέσα στο βιβλίο αρκετές φορές.
Ο «βασικός» Άσλε καταβυθίζεται σε όσα πέρασαν, μελετάει τη σχέση του με τους γονείς του και την αδελφή του. Στοχάζεται πάνω στη λειτουργικότητα και τη σημασία της ζωγραφικής στη ζωή του και αναζητώντας ένα νόημα σε έναν ά-λογο κόσμο βρίσκει παρηγοριά στον Θεό. Όχι ως θρησκόληπτη φύση, αλλά ως ένας άνθρωπος που αναγνωρίζει την πεπερασμένη οντότητά του, τη μικρότητα του βίου του και ψάχνει ένα καθησυχαστικό νόημα που θα ημερέψει την ταραχή της ψυχής του.
Μέσα του κυκλοφορούν τα σκοτάδια και το φως της αγάπης, του αλκοολισμού, της φιλίας, της απομόνωσης, του έρωτα, αλλά και του χρόνου που ολοένα λιγοστεύει για τους ανθρώπους καθώς περνάει και χάνεται στα έγκατα του παρελθόντος.
Συναντάει ανθρώπους στην πόλη, συνδιαλέγεται μαζί τους, πίνει ένα ποτό ή ένα καφέ, τους κάνει παρέα, του ζεσταίνουν για λίγο τη μοναξιά, αλλά αυτό το ταξίδι με τους ανθρώπους δεν κρατάει για πολύ. Ο Άσλε είναι μια μοναχική φιγούρα. Περισσότερο έχει μάθει να αμύνεται παρά να επιτίθεται (κάτι πολύ χαρακτηριστικό σε όλους τους ήρωες του Φόσε). Κι ενώ περιμένεις πως ένα τέτοιο έργο, δεν γίνεται, δεν μπορεί παρά να ολοκληρωθεί με δραματικούς επιτονισμούς, οι οποίοι, όντως, δεν λείπουν, εντούτοις στο βάθος υπάρχει το μέγα θεϊκό έλεος που αποζητάει ο Άσλε, ένα φως μπρος στα σκοτάδια του που περιλαμβάνουν την κακοποίησή του από έναν άντρα ενόσω ήταν μικρός. Τα έργα του Φόσε δεν είναι περίκλειστα στη σκοτεινιά τους κι ας φαίνονται έτσι. Πάντα θάλλει μια μικρή ελπίδα συγχώρεσης, απόδρασης, ηρεμίας. Φυσικά, οι ήρωές του δεν ανήκουν στη χορεία των κερδισμένων. Δεν δύνανται να οδηγήσουν τους εαυτούς τους σε μια κατάσταση αυτοπραγμάτωσης. Αυτή τους η ήττα, όμως, έχει και κάποιες απολαβές που μόνο ευαίσθητες ψυχές είναι σε θέση να αντιληφθούν.
Έχουμε ένα έργο όπου η φόρμα του δεν είναι ένα απλό όχημα, αλλά καθορίζει εν πολλοίς την πορεία του. Δίχως αυτό το ντύμα δεν νοείται έργο του Φόσε. Ο ίδιος την περιγράφει ως «αργή πρόζα» και ίσως αυτή να είναι η εξήγηση για τον τρόπο που γράφει.
Είναι πολυβραβευμένος και τιμημένος πολλάκις για τα έργα του. Ο ίδιος είναι ένας άοκνος γραφιάς. Τα θεατρικά και τα μυθιστορήματά του γράφονται με πυρετώδη ρυθμό. Στη χώρα μας είναι περισσότερο γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας, επομένως αυτό το μυθιστόρημα είναι η κατάλληλη ευκαιρία να το μάθουμε κι αλλιώς. Το έργο ευτύχισε στα χέρια του Σωτήρη Σουλιώτη που οι περισσότεροι τον έμαθαν από τις μεταφράσεις των βιβλίων του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ (άλλη ευκταία προσπάθειά του).
Όσοι φτάσουν στην τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος θα αισθανθούν ευτυχία. Πρόκειται, δε, για τα δύο πρώτα βιβλία μιας επταλογίας που θα την περιμένουμε να ολοκληρωθεί αναγνωστικά.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Και με βλέπω που στέκομαι και κοιτάζω τον πίνακα με τις δύο γραμμές, μια μοβ και μια καφέ, που συναντιούνται στη μέση, έναν μακρόστενο πίνακα, και βλέπω ότι έχω ζωγραφίσει τις γραμμές αργά και με παχύρρευστη λαδομπογιά, κι αυτή ξέφυγε, κι εκεί που συναντιούνται η καφέ και η μοβ γραμμή το χρώμα κάνει ένα όμορφο μείγμα και κυλάει προς τα κάτω και σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι πίνακας, αλλά και πάλι ο πίνακας είναι όπως θα έπρεπε, έχει τελειώσει, δεν του λείπει τίποτα, σκέφτομαι, και πρέπει να βγάλω τον πίνακα, δεν θέλω να στέκεται άλλο στο καβαλέτο, δεν θέλω άλλο να τον βλέπω, σκέφτομαι, και σκέφτομαι ότι σήμερα είναι Δευτέρα και σκέφτομαι ότι πρέπει να βάλω τον πίνακα μαζί με τους άλλους πίνακες που δουλεύω, αλλά δεν τους έχω τελειώσει ακόμη, αυτούς που έχω έξω γυρισμένους ανάποδα, ανάμεσα στην πόρτα του δωματίου και την πόρτα του διαδρόμου, κάτω από το κρεμαστάρι όπου κρέμεται η καφέ δερμάτινη τσάντα».