Για το μυθιστόρημα του Charles Bukowski Pulp (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Η λογοτεχνία, ιδίως η «υψηλή» ή «λόγια», ανέκαθεν αναπαριστούσε τη ζωή με έναν τρόπο εξευγενισμένο, εξιδανικευμένο και υψιπετή. Κατά κανόνα απέφευγε προσεκτικά ή και αρνούνταν πεισματικά να δείξει τα πάντα όπως ακριβώς είναι, επιλέγοντας εκφραστικά ύφη και μορφές που άμβλυναν ή αποσιωπούσαν π.χ. το ποταπό, το χυδαίο, το χθαμαλό της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι λίγες εξαιρέσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας επιβεβαίωναν τον παραπάνω κανόνα.
Πλησιάζοντας και μπαίνοντας στον 20ό αιώνα, τα πράγματα αλλάζουν δραματικά. Ολοένα περισσότεροι καλλιτέχνες και συγγραφείς, επηρεασμένοι από τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα της νεωτερικότητας, αλλά κυρίως ζώντας υπό τον καταιγισμό της μαζικής κουλτούρας, άρχισαν να παρουσιάζουν τη ζωή με κάθε τρόπο, ακόμα κι αν αυτός έμοιαζε εκ πρώτης όψεως «αντιαισθητικός» ή «αντιλογοτεχνικός» – αυτές οι λέξεις εκφέρονταν αρχικά ως μομφές αφού, μέχρι τότε, «αισθητικό» ή «λογοτεχνικό» θεωρούνταν κάτι άλλο. Καλλιτέχνες και συγγραφείς στράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στο καθημερινό και το κοινότοπο, ακόμα και στο εντελώς ευτελές, και πάσχισαν να το φωτίσουν από όλες τις όψεις και με όλες τις μορφές.
Όλα τα πράγματα λέγονται όπως είναι, ο οποιοσδήποτε ανθρώπινος τύπος μπορεί να γίνει λογοτεχνικός χαρακτήρας και (αντι)ήρωας, να εκφράζεται και να συμπεριφέρεται με τον οποιονδήποτε τρόπο, και όλα αυτά να διατυπώνονται αυτούσια, ωμά, χωρίς καλλιέπεια – ορθότερα: με σκόπιμη αποφυγή κάθε καλλιέπειας.
Όταν λοιπόν ο αναγνώστης παίρνει στα χέρια του ένα βιβλίο του Τσαρλς Μπουκόβσκι (1920-1994), δεν θα τον έβλαπτε να έχει κατά νου την παραπάνω ιστορική συνθήκη. Εδώ, όλα τα πράγματα λέγονται όπως είναι, ο οποιοσδήποτε ανθρώπινος τύπος μπορεί να γίνει λογοτεχνικός χαρακτήρας και (αντι)ήρωας, να εκφράζεται και να συμπεριφέρεται με τον οποιονδήποτε τρόπο, και όλα αυτά να διατυπώνονται αυτούσια, ωμά, χωρίς καλλιέπεια – ορθότερα: με σκόπιμη αποφυγή κάθε καλλιέπειας.
Αυτό ισχύει γενικά για το μπουκοβσκικό corpus (βλ. την κριτική μας στις Γυναίκες, bookpress, 15/7/2014) και ειδικότερα για το Pulp, το τελευταίο μυθιστόρημα του Μπουκόβσκι, που μεταφράστηκε πρόσφατα από τον συνήθη ύποπτο σε παρόμοια εγχειρήματα Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη (παλιότερα το είχαμε διαβάσει στη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, ως Αστυνομικό). Η νέα μετάφραση διατηρεί τον πρωτότυπο τίτλο: «pulp», σε συνδυασμό και με τα ουσιαστικά fiction, magazine κ.λπ., σημαίνει το ευτελές ανάγνωσμα, το λαϊκό αφήγημα, το περιοδικό της πεντάρας, το κείμενο που δεν μπορεί μα και δεν θέλει να διεκδικήσει λογοτεχνικές δάφνες.
Λαϊκό αστυνομικό αφήγημα
Και το πιο λαϊκό αφήγημα του 20ού αιώνα, μαζί με τη ροζ λογοτεχνία, είναι το αστυνομικό. Πρωταγωνιστής στο Pulp είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ της κακιάς ώρας: μπεκρής, μπακούρης, οργίλος, ξεχασιάρης, λούζερ. Ζει στο Λ.Α. (Λος Άντζελες, αλλά και «Λαμόγιων Αρχιδούπολις») με το οποίο έχει μια σχέση αγάπης-μίσους, συναναστρέφεται τύπους που είναι η σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα, ζητά μόλις έξι δολάρια την ώρα για τις «υπηρεσίες» του, ενώ όταν βγαίνει έξω για να πιει, όλο και κάποια παρεξήγηση θα γίνει που θα φέρει τούμπα ολόκληρο το μπαρ.
Ο Νικ Μπελέιν, αυτό είναι το όνομά του, δεν θυμίζει σε τίποτα τους ωραίους, πετυχημένους και σούπερκουλ ντετέκτιβ των αμερικανικών σειρών – ορθότερα: είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να θυμίζει το ακριβώς αντίθετο. «Και μόνο το να καταφέρεις να φορέσεις τα παπούτσια σου το πρωί είναι ένας θρίαμβος»: αυτό, όχι μόνο δεν θα το έλεγε ένας καλοσιδερωμένος τηλεοπτικός τύπος, αλλά δεν θα περνούσε καν από το μυαλό του. Οι «υποθέσεις» που καλείται να λύσει ο Μπελέιν είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά: να βρει τον –εδώ και δεκαετίες πεθαμένο– Σελίν (συγγραφέα τον οποίο, μαζί με τον Χέμινγουεϊ, ο Μπουκόβσκι αναφέρει συχνότερα από κάθε άλλον στις ιστορίες και στα ποιήματά του), να εντοπίσει κάποιο Κόκκινο Σπουργίτι, να τα βάλει με ανθρωπόμορφους εξωγήινους που θέλουν να μετοικήσουν στη Γη (η επιστημονική φαντασία είναι άλλο ένα λαϊκό είδος λογοτεχνίας, ιδίως στις ΗΠΑ) κ.ά.
Πρωταγωνιστής στο Pulp είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ της κακιάς ώρας: μπεκρής, μπακούρης, οργίλος, ξεχασιάρης, λούζερ.
«Πίσω ξανά στον παλιό, καλό μου φίλο, ουίσκι με νερό. Το ουίσκι είναι ένα ποτό που δεν το λατρεύεις μεμιάς. Θέλει να το δουλέψεις, αμέ, θέλει τον χρόνο του το ουίσκι, και μετά είναι σκέτη μαγεία. Έχει ένα θάλπος…» Ο ποτάκιας Μπελέιν, πάντα δυστυχής μα ποτέ μίζερος, βωμολόχος ολκής (όπως και όλοι όσοι τον περιτριγυρίζουν), με ένα κυνικό χιούμορ που σπάει κόκαλα (ο Μπουκόβσκι έχει γράψει μερικούς από τους πιο αστείους διαλόγους – οι παρεξηγήσεις στα μπαρ είναι παροιμιώδεις, ο διάλογος στη ροζ γραμμή ξεκαρδιστικός), θα προσπαθήσει να βρει άκρη μέσα σε έναν γενικό χαμό που δεν ξέρει καν μήπως εντέλει αποτελεί αποκύημα της ημίτρελης, αλκοολικής φαντασίας του.
«Τέλος πάντων, προς στιγμήν είχα έναν άσο σε μια σημαδεμένη τράπουλα. Έπρεπε να κάνω την κίνησή μου. Ή τώρα ή ποτέ. Ερχόταν ο Σεπτέμβριος. Τα κοράκια συνάζονταν. Ο ήλιος αιμορραγούσε». Ο Μπουκόβσκι αγαπά τον αντιήρωά του, ακόμα και όταν, ή ιδίως όταν, τον σαρκάζει (και συγχρόνως αυτοσαρκάζεται ως συγγραφέας): «Ένας καλός ιδιωτικός ντετέκτιβ πάντα έχει πράγματα να κάνει. Το βλέπεις στις ταινίες». Ο Μπελέιν ήξερε από μικρός, τρομάρα του, τι ήθελε να γίνει: «Όταν ήμουν στο δημοτικό, είχαμε μια δασκάλα που μας είχε ρωτήσει τι θέλαμε να γίνουμε όταν θα μεγαλώναμε, και σχεδόν όλα τα αγόρια είχαν απαντήσει ότι ήθελαν να γίνουν πυροσβέστες. Τι παπαριά, αφού θα καείς έτσι, ρε μεγάλε». Όταν κάποιος του λέει πως πληρώνει 175 δολάρια την ώρα στον ψυχίατρο, ο Μπελέιν τού απαντά: «Αυτό αποδεικνύει από μόνο του ότι είσαι παράφρων». (Θα προτείναμε, ως συνοδευτική μουσική στην ανάγνωση τουPulp, τους «Bohren & der Club of Gore».)
Όταν ένα βιβλίο έχει ως μότο τη φράση «Αφιερωμένο στο κακό γράψιμο», είναι προφανές πως ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να κοροϊδέψει κανέναν – άσε που απαιτεί ιδιαίτερο θράσος να δημοσιεύει ένας συγγραφέας ένα τέτοιο βιβλίο, που μοιάζει περισσότερο με εκτενές σενάριο παρά με κανονικό μυθιστόρημα, προς το τέλος μιας σημαντικής και διεθνούς καριέρας. Στο πνευματώδες επίμετρό του, ο Μπαμπασάκης αναδεικνύει τη σχέση του Pulp με το σκληρό αμερικανικό νουάρ, καθώς και τις άλλες επιρροές της λαϊκής κουλτούρας στον «Μπιγκ Μπουκόβσκι». Επισημαίνει μάλιστα πως το όνομα του πρωταγωνιστή παραπέμπει και στον διάσημο συγγραφέα αστυνομικών Μίκι Σπιλέιν (για να πάρουμε μια ιδέα για την απήχηση τέτοιων λαϊκών αναγνωσμάτων: τα βιβλία του Σπιλέιν έχουν πουλήσει συνολικά πάνω από 230 εκατομμύρια αντίτυπα…).
Τι απομένει λοιπόν στον πρωταγωνιστή; Μπλεγμένος μες στα ίδια του τα πόδια πιο συχνά απ’ ό,τι στων άλλων, αναζητά καταφύγιο σε έναν «οπτιμιστικό πεσιμισμό», όπως κάποιοι εξ ημών. Ακόμα και για σκηνοθέτες του κινηματογράφου σχετικούς με το πνεύμα αυτού του βιβλίου, όπως ο Ταραντίνο, ο Γκάι Ρίτσι ή ο Κέρτις Χάνσον, ο Μπελέιν θα ήταν πάντως ένας τύπος αρκούντως περιθωριακός. «Ήταν μια ήσυχη βραδιά. Μια ήσυχη βραδιά στην κόλαση. Και η γη καιγόταν σαν ένας πεσμένος κορμός δέντρου γεμάτος με τερμίτες».
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Pulp
Charles Bukowski
Μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Μεταίχμιο 2015
Σελ. 264, τιμή εκδότη € 14,40