Για το μυθιστόρημα της Εύας Μ. Μαθιουδάκη «Μέρες της Κηφισιάς» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Πλατεία Κηφισιάς
Της Διώνης Δημητριάδου
Μια διαλεκτική σχέση διαμορφώνεται ανάμεσα στους ανθρώπους και στους τόπους, σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης, καθώς ο τόπος δέχεται τις παρεμβάσεις των ανθρώπων παρακολουθώντας πιστά τη διαφοροποίηση της οπτικής τους μέσα στον χρόνο, αλλά και επιδρά με τη σειρά του καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή τους διαμορφώνοντας την αισθητική τους και αποθηκεύοντας στη μνήμη τους εικόνες. Όταν η λογοτεχνία αναλαμβάνει να αποτυπώσει τις εικόνες αυτές, τότε αναμειγνύονται οι ιστορίες των ανθρώπων με αυτές των τόπων. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε στο μυθιστόρημα της Εύας Μαθιουδάκη με τον τόπο, την Κηφισιά, να προβάλλει από τον τίτλο ακόμη ως ο κύριος πρωταγωνιστής. Γιατί, είναι αλήθεια ότι σε όλη τη διάρκεια της πλοκής νιώθεις ότι το τοπίο δεν συνιστά μόνον το αναγκαίο πλαίσιο για να στηθεί η ιστορία. Στην πραγματικότητα η Κηφισιά κυριαρχεί ως φύση αλλά και ως κοινωνικός χώρος με ιδιαίτερη φυσιογνωμία, από τον οποίο οι χαρακτήρες της μυθοπλασίας δεν μπορούν να αποδεσμευθούν, αντλώντας τα μορφολογικά τους στοιχεία από αυτόν. Οι ήρωες της Μαθιουδάκη δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό μυθοπλασίας σε έναν άλλο χώρο· θα φαινόντουσαν παράταιροι και μετέωροι, χωρίς να βρίσκουν τόπο να σταθούν, πλαίσιο ικανό να τους καταστήσει αληθοφανείς.
Στην πραγματικότητα η Κηφισιά κυριαρχεί ως φύση αλλά και ως κοινωνικός χώρος με ιδιαίτερη φυσιογνωμία, από τον οποίο οι χαρακτήρες της μυθοπλασίας δεν μπορούν να αποδεσμευθούν, αντλώντας τα μορφολογικά τους στοιχεία από αυτόν.
Η ιστορία κινείται στο χρονικό βάθος δύο δεκαετιών, του ’50 και του ’60, αν εκτιμήσουμε το πρώτο επίπεδο, στο οποίο έχουμε τη δράση των ηρώων και, στην ουσία, το μεγάλωμα της ηρωίδας, της Ισμήνης. Ωστόσο, η ιστορία των ανθρώπων, όπως είναι φυσικό, έχει το δικό της βάθος χρόνου πολύ πιο πίσω, είτε ως προσωπικά βιώματα είτε ως «δανεικά» από τις προηγούμενες γενιές, συγκροτώντας αυτό που ορίζεται ως συλλογική συνείδηση και μνήμη. Έτσι, η μικρασιατική καταστροφή, η προσφυγιά που διάσπαρτη έφτασε ως την Κηφισιά, η Κατοχή και ο Εμφύλιος, η δύσκολη αποκατάσταση μιας κανονικότητας μόνον κατ’ επίφαση με τη συμβίωση νικητών και ηττημένων, όλα αυτά εκβάλλουν απρόσκοπτα στις επόμενες δεκαετίες διαμορφώνοντας ή ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές και ταξικές διαφορές, τα πολιτικά πάθη, τις συγκρούσεις. Η Κηφισιά είναι ο τόπος όπου παράλληλα βαδίζουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κοινωνικές τάξεις, η μεγαλοαστική και η κατώτερη. Ακραίες συνθήκες, μέσα στις οποίες η Ισμήνη (γεννημένη το 1932) μεγαλώνει στο σπίτι (καλύτερα στο κτήμα) της εύπορης οικογένειας Σωτηριάδη, με τον μικρόκοσμό της να ορίζεται από τους δυο γονείς της, τον πρόσφυγα πατέρα που εργάζεται ως κηπουρός και τη μητέρα με καταγωγή από την Αμοργό, αλλά και την καθημερινή παρέα με τα παιδιά της οικογένειας. Αντιστικτικές εικόνες την ακολουθούν από τη μικρή ηλικία και διαμορφώνουν την οπτική της για τον κόσμο, εγκλωβίζοντάς την ταυτόχρονα στις επιταγές της τάξης της: να κάνει έναν καλό γάμο για να αλλάξει η ζωή της.
Η Μαθιουδάκη φαίνεται να κατέχει τα μυστικά της καλής μυθοπλασίας. Μας δίνει έτσι μια ιστορία μοιρασμένη ανάμεσα σε υπαρκτά στοιχεία και σε επινοημένα, κάνει ένα ρήγμα στη γραμμική χρονική αφήγηση για να δοθεί το απαραίτητο βάθος σε πρόσωπα και γεγονότα, προκαλεί την εισχώρηση του ευρύτερου τοπίου στον μικρόκοσμο των ηρώων, εναλλάσσει τους αφηγηματικούς της τρόπους. Και όλα αυτά με μια γλωσσική επένδυση που αναδεικνύει τόσο τις λεπτομέρειες όσο και τα σταδιακά αναπτυσσόμενα επίπεδα της ιστορίας, όσο προχωράει η πλοκή και αναφαίνονται απρόβλεπτες πτυχές.
Ο χειρισμός της πλοκής, το «χτίσιμο» των χαρακτήρων όσο προχωράει η ιστορία είναι που καθιστά τις Μέρες της Κηφισιάς ένα ενδιαφέρον δείγμα μυθοπλασίας. Ο απρόσμενα αποκαλυπτικός επίλογος δημιουργεί μια ανατροπή στο όλο κλίμα του μυθιστορήματος, καθώς δεν έχει προοικονομηθεί από τα στοιχεία της πλοκής και, κυρίως, από το ύφος της γραφής, λειτουργώντας σαν μια πέτρα που πέφτει σε ήρεμη λίμνη.
Το βιβλίο θα μπορούσε να σταθεί και μόνον ως μια ανάπλαση της Κηφισιάς των αλλοτινών χρόνων (ο τίτλος συνηγορεί για κάτι τέτοιο) με εμβόλιμα τα στοιχεία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης να συμπληρώνουν την εικόνα ενός τόπου συνδεδεμένου τόσο με εκδρομικές δραπετεύσεις, κήπους ανθισμένους και ατμοσφαιρικά διασωζόμενα σπίτια όσο και με έντονες κοινωνικές αντιθέσεις στον πληθυσμό του. Άλλωστε η αγάπη της Μαθιουδάκη για το κηφισιώτικο τοπίο (φύση και κοινωνία) είναι εμφανής. Τότε, όμως, δεν θα ήταν μυθιστόρημα. Ο χειρισμός της πλοκής, το «χτίσιμο» των χαρακτήρων όσο προχωράει η ιστορία είναι που καθιστά τις Μέρες της Κηφισιάς ένα ενδιαφέρον δείγμα μυθοπλασίας. Ο απρόσμενα αποκαλυπτικός επίλογος δημιουργεί μια ανατροπή στο όλο κλίμα του μυθιστορήματος, καθώς δεν έχει προοικονομηθεί από τα στοιχεία της πλοκής και, κυρίως, από το ύφος της γραφής, λειτουργώντας σαν μια πέτρα που πέφτει σε ήρεμη λίμνη. Αν το εύρημα αυτό είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα στην πλοκή, θα προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις, και τότε θα είχαμε ένα άλλο βιβλίο. Η επιλογή της Μαθιουδάκη ήταν να γραφεί ένα βιβλίο για την Κηφισιά, για όσα αντιπροσώπευε σε παλαιότερους καιρούς, και όλο αυτό να ντυθεί με μια μυθοπλασία. Ενδιαφέρουσα σύλληψη, καλοδουλεμένη στα σημεία της, που θα λειτουργούσε ακόμη και αν έλειπε το εύρημα του τέλους. Σε κάθε περίπτωση, μια γραφή που από βιβλίο σε βιβλίο εξελίσσεται, δεν επαναλαμβάνεται, και εκπλήσσει με τη σοβαρότητα που αντιμετωπίζει τη λογοτεχνική περιπέτεια. Μια παρουσία στην πεζογραφία που αξίζει να προσεχθεί.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ.
Μέρες της Κηφισιάς
ΕΥΑ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2021
Σελ. 218, τιμή εκδότη €15,50
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΣ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Θαμπή νιότη, διχασμένη στα πρέπει δύο διαφορετικών κόσμων. Φτωχοί και πλούσιοι σε μια αυλή, και λίγο πιο πέρα, λίγο πιο έξω από την πόρτα τους, στα στενά της Νέας Ερυθραίας απομεινάρια από προσφυγικούς καταυλισμούς, στου κόσμου τη δυσβάσταχτη αυλαία.
Κοντά στα άλλα και η γειτονιά της άλλαζε με γοργό ρυθμό. Όλο και πιο πολλοί επέλεγαν να μένουν μόνιμα πλέον στις καλοκαιρινές τους κατοικίες, όλο και πιο πολλοί, αφού η πρόσβαση στο κέντρο έγινε γρήγορη και εύκολη μέσω του ηλεκτροκίνητου τρένου, το οποίο άλλαξε την ποιότητα των μετακινήσεών τους». (σ. 60)
«Αλήθεια όμως ποιος τον πιστεύει τον χρόνο; Είναι εκεί που ήταν πάντα και είναι και θα είναι, αφού εκείνος δεν μετακινείται. Στο “εκεί” και στο “κάποτε” λοιπόν όλα μπορούν να συμβούν, όπως έχουν ξανασυμβεί, άπειρες φορές και στο παρελθόν και κάπου στο μέλλον, γιατί το “κάπου” και το “κάποτε” ταυτίζονται σαν να ζούμε σε κάποιο αιώνιο παρόν εφήμεροι και ατόφιοι όπως τα όνειρα». (σ. 133)