Για τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Ξυλούρη «Πέτρινα πλοία» (εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας του Ρενέ Μαγκρίτ «Το νησί των θησαυρών» (1942)
Του Διονύση Μαρίνου
Μια παράξενη ρωγμή, ύστερα μια δεύτερη, μια τρίτη και, αίφνης, η Χερσόνησος, που έκτοτε θα ονομάζεται «Πέτρινη Σχεδία», θα αποκολληθεί από το γεωγραφικό μήκος και πλάτος της Ευρώπης και θα ξεκινήσει το αβέβαιο ταξίδι της στο πουθενά. Οι Ίβηρες αποσκίρτησαν προς ανακούφιση των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Τέσσερις άνθρωποι που επιβαίνουν στο πλωτό νησί θα ενώσουν τη μοίρα τους, ενόσω ο πέτρινος όγκος συνεχίζει να βολοδέρνει στον ωκεανό. Κάπως έτσι ο Ζοζέ Σαραμάγκου φαντάστηκε την πιθανότητα ενός πέτρινου πλοίου-νησιού και έγραψε το μυθιστόρημα Πέτρινη Σχεδία (μτφρ. Αθηνά Ψυλλιά. εκδ. Καστανιώτη). Τευτονικές αλλαγές, παράξενες μετατοπίσεις, απώλειες που δεν αφήνουν ίχνη, άνθρωποι που μένουν πίσω να βιώνουν την απουσία και τριγύρω μια υδάτινη μάζα που μοιάζει να έχει τη δική της ζωή.
Μέσα από το μυαλό του Σαραμάγκου
Η Μαρία Ξυλούρη στην πρώτη συλλογή διηγημάτων που εκδίδει, Πέτρινα πλοία (εκδ. Μεταίχμιο), (έχουν προηγηθεί τρία ιδιοσυγκρασιακά μυθιστορήματα) μας παραδίδει έναν κόσμο που μοιάζει να είναι βγαλμένος από το ευφάνταστο μυαλό του Πορτογάλου νομπελίστα συγγραφέα. Ο βαθμός επινοητικότητάς της σε τούτα τα δεκαπέντε διηγήματα ομοιάζει, επίσης, με εκείνον του Jean-Marie Blas de Rombles ιδιαιτέρως στο ξέφρενο μυθιστόρημά του Το νησί του σημείου Νέμο (μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδ. Πόλις). Δεν είναι τυχαίο ότι και σ’ αυτή την περίπτωση το υδάτινο στοιχείο είναι κυρίαρχο.
Η Ξυλούρη, πάντως, μας είχε προϊδεάσει και στα προηγούμενα βιβλία της, κυρίως στη Νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου (εκδ. Καλέντης) πως έχει την ικανότητα να δημιουργεί κόσμους με την ορμή ενός παραμυθά που σπάει τους τοίχους του ρεαλισμού, χρησιμοποιώντας τον όπου χρειάζεται, και να δημιουργεί μυθικούς κόσμους, άλλοτε λαγαρούς κι άλλοτε έμφοβους. Πίσω, όμως, από την τάση της επινόησης δεν υπάρχει ο εντυπωσιασμός, ούτε η αίσθηση της προκατασκευασμένης ανοικείωσης. Στα διηγήματα της Ξυλούρη αυτό που προβάλλεται ως κυρίαρχο μοτίβο είναι οι έννοιες της απουσίας, της ξαφνικής απώλειας, της αναζήτησης των χαμένων. Κάτι που διαφεύγει και θα είναι για πάντα άπιαστο. Μέσα σε μια στιγμή χάνονται όλα.
Στα διηγήματα της Ξυλούρη αυτό που προβάλλεται ως κυρίαρχο μοτίβο είναι οι έννοιες της απουσίας, της ξαφνικής απώλειας, της αναζήτησης των χαμένων. Κάτι που διαφεύγει και θα είναι για πάντα άπιαστο. Μέσα σε μια στιγμή χάνονται όλα.
Υπάρχουν ιστορίες όπου ο ρεαλισμός (ωστόσο, υδραργυρικός) αναλαμβάνει να μας χρωματίσει τα γεγονότα. Τα πρώτα δύο διηγήματα («Καλή ήτανε η νύχτα» και η «Καρακάξα»), τα οποία συνομιλούν μεταξύ τους είναι μια τέτοια περίπτωση, ενώ αντίστοιχη τροχιά ακολουθεί και το τρίτο διήγημα «Νερό». Έχουν στακάτο ρυθμό, θαυμαστή οικονομία και μιλούν για ανθρώπους που, όντως, μπορεί να τους κατανοήσεις και σε πρώτο επίπεδο. Ο θάνατος είναι ο καταλύτης και στις τρεις ιστορίες.
Πυκνότητα και σκοτεινιά
Από το σημείο αυτό, όμως, και μετά η Ξυλούρη παραθέτει μια σειρά ιστοριών που έχουν –θα έλεγε κανείς– αναπεπταμένα όλα τα ιστία τους. Τρέπονται μακριά από την πραγματικότητα, διαμορφώνοντας μια δική τους. Τα διηγήματα αποκτούν μια ενδιαφέρουσα πυκνότητα, οι εικόνες τους βάφονται με μια σκοτεινιά. Βαθμηδόν εμφανίζουν μια τάση κρυπτικής μαγείας, το νερό αρχίζει να ανεβαίνει στάθμη και να συμπαρασύρει ζωές. Ένα νησί ταξιδεύει έπειτα από έκρηξη ηφαιστείου στο διήγημα «Φεύγει το νησί», όπου η παρουσία του Σαραμάγκου είναι πιο έκδηλη από ποτέ. Μνήμες από τον Εμφύλιο Πόλεμο μας έρχονται στο διήγημα «Η πέτρα».
Η Μαρία Ξυλούρη γεννήθηκε στην Κρήτη, σπούδασε ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές (Ψυχολογία και ΜΜΕ). Ζει στην Αθήνα, γράφει και μεταφράζει. |
Τα επινοημένα Σώχωρα εμφανίζονται στο ομώνυμο διήγημα με έναν παράξενο ταξιδιώτη να κατεβαίνει από το ΚΤΕΛ και να μεταβαίνει σε τούτο τον τόπο που ακόμη κι αν υπάρχει στον πραγματικό χάρτη, παραμένει μυστηριώδης και ανερμήνευτος. Από το εγγύς παρελθόν, η Ξυλούρη μάς μεταφέρει ακόμη και στον 18ο αιώνα στη Νήσο της Γαλλίας με έναν ναυαγό που επιδιώκει να επιστρέψει στον τόπο του παντί τρόπω (στο διήγημα «Ο πρώτος»). Είναι, όντως, το πρώτο διήγημα μιας τριλογίας ιστοριών που περιλαμβάνει τα διηγήματα «Η μόνη στεριά» και «Ο τελευταίος». Αναρωτιέσαι αν αυτά τα γεγονότα με βυθισμένα πλοία, ναυαγούς και αλυσοδεμένους σκλάβους υπήρξαν έτσι ακριβώς, με κάποιο τρόπο σίγουρα υπήρξαν στο βάθος της ιστορίας, εντούτοις αυτό που σε κερδίζει είναι το πάθος των ανθρώπων να υπάρξουν, να νοηματοδοτηθούν, να ξαναβρούν το νήμα της ζωής τους, να διαγράψουν την απουσία τους.
Έντονα μυστικιστικό είναι το διήγημα «Ο βήχας του Ιουλίου» όπου οι άνεμοι στο νησί επιστρέφουν κάθε Ιούλιο και είναι σαν μοίρες και ξωτικά για προσευχές που δεν κρατήθηκαν. Ένας κακόβουλος αέρας που ζητάει από τους ανθρώπους να κρατούν τις προσευχές τους ζωντανές. Έντονα κινηματογραφικό είναι το διήγημα «Ένας για έναν», από τα πλέον εκτενή της συλλογής, όπου ένας ξενομερίτης φέρεται να σκότωσε τον φαροφύλακα του απομονωμένου νησιού. Εντέλει, ο δολοφόνος πεθάνει μέσα σε παράκρουση. Ξενομπατής είναι και ο ήρωας στο διήγημα «Η τρίτη Αμερική». Διαμένει στο νησί Έλαν και ονειρεύεται να μπαρκάρει σε μια άλλη, δική του, Αμερική. Στο τέλος χάνεται από προσώπου γης και θάλασσας. Επιπροσθέτως, τι συμβαίνει σε ένα κορίτσι που αρχίζει να αποχρωματίζεται και να αποκτάει χρώμα μελανιού; Και ποια είναι βαθιά ιστορία του νησιού της Αγίας Σκουριάς; Μια fata morgana που η συγγραφέας την τοποθετεί στα Δωδεκάνησα.
Η Ξυλούρη φτιάχνει ενδιαμέσως της συλλογής μικρούς κύκλους με αποτέλεσμα κάποια διηγήματα να συνομιλούν μεταξύ τους έμμεσα ή άμεσα, ενώ όλα μαζί αποτελούν μια συνολική εικόνα των πέτρινων πλοίων που όπως μας πληροφορεί και η ίδια, σε κάποιους τόπους, οι άνθρωποι έστηναν γύρω από τους τάφους πέτρες σε σχήμα καραβιού, πέτρινα πλοία για να πάνε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο.
Η καλύτερη αναγνωστική αντιμετώπιση στα διηγήματα αυτής της συλλογής είναι να αφεθείς στη μαγεία της παραμυθίας τους. Να δεχθείς αυτό που ορίζουν ως δική τους πραγματικότητα.
Τούτα τα πέτρινα πλοία υπάρχουν σε διάφορες εκδοχές στα δεκαπέντε διηγήματα, όπως και ο άλλος κόσμος, ο δημιουργημένος από τον οίστρο της Ξυλούρη που μπορεί να μοιάζει εν μέρει με τον δικό μας, αλλά είναι αποτέλεσμα εντατικής και ηλεκτρισμένης επινοητικότητας.
Η καλύτερη αναγνωστική αντιμετώπιση στα διηγήματα αυτής της συλλογής είναι να αφεθείς στη μαγεία της παραμυθίας τους. Να δεχθείς αυτό που ορίζουν ως δική τους πραγματικότητα. Να αφήσεις τον μύθο να σε κάνει νησί που πλέει δίχως συγκεκριμένο προορισμό. Ευκταίος προορισμός, το πουθενά.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Πέτρινα πλοία
ΜΑΡΙΑ ΞΥΛΟΥΡΗ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2021
Σελ. 168, τιμή εκδότη €12,20
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Εκεί κάτω, δίπλα στην αρχαία πόλη, τρία χιλιόμετρα απ’ τους αρχαίους τάφους, είναι άλλο τάφοι, δύο, αντάμα. Στον έναν είναι εννιά δεξιοί, φασιστοσυμμορίτες όλοι, στον άλλον εννιά δικοί μας. Τους δικούς τους τους περιποιήθηκαν με πλάκα και μνημείο, πήγαιναν οι συγγενείς και άναβαν καντήλια όπως έπρεπε. “Σφαγιασθέντες υπό των κομμουνιστοσυμμοριτών” γράφει ένα μάρμαρο πάνω. Στους άλλους δίπλα τίποτα, ούτε ένα σημάδι ότι είναι θαμμένοι εκειδά άνθρωποι που άφηναν. Ήθελαν οι γυναίκες να ανάψουνε ένα καντήλι ν’ αναπαυθούν οι ψυχές των σκοτωμένων κι έπρεπε να πηγαίνουμε στα κλεφτά και νύχτα, μην τις πάρει κανείς μυρωδιά. Εννιά άνθρωποι στο λάκκο αδιάβαστοι, οι ψυχές τους και στον θάνατο ακόμα φτώχεια και καταφρόνεση, κι οι γυναίκες να μην μπορούνε ούτε να θυσιάσουνε όπως πρέπει, το διανοάσαι;»