Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενος, ο μεταφραστής Γιάννης Η. Παππάς, με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματος του Cesare Pavese «Ο σύντροφος» (εκδ. Καστανιώτη).
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Η μετάφραση του Συντρόφου είναι προϊόν του αναγκαστικού εγκλεισμού λόγω της καραντίνας. Ήταν ένας τρόπος διαφυγής από τη δυστοπική πραγματικότητα. Η μετάφραση με βοήθησε να περάσω όσο πιο ανώδυνα γινόταν την πρωτόγνωρη και δύσκολη αυτή κατάσταση. Επίσης ένα άλλο στοιχείο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν και το θέμα του βιβλίου. Υπάρχει μια ιδεολογική συγγένεια με τον Παβέζε και στον τρόπο που έβλεπε την κοινωνία, αλλά και τον τρόπο που έβλεπε γενικά τα πράγματα, χωρίς βέβαια να συμφωνώ με την αυτοχειρία του.
Ο Παβέζε στα μυθιστορήματά του είναι ένας συγγραφέας του αγροτικού χώρου, της επιστροφής στις ρίζες, βαθύς γνώστης της παράδοσης και των μύθων. Αυτό ήταν ένας πρόσθετος λόγος για να με κάνει να αγαπήσω αυτόν τον συγγραφέα μιας και οι δικές μου παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις έχουν, με διαφορά χρόνων, τις ίδιες πάνω κάτω αναφορές. Ο Παβέζε εξέφραζε την οδυνηρή ανάγκη, την οποία έχουμε, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σχεδόν όλοι μας, ενός ανθρώπου και ενός συγγραφέα που αναζητούσε επίμονα τη λύση του προβλήματος της μοναξιάς του και της απελπισίας του στην επαφή του με τους άλλους.
Ο Παβέζε εξέφραζε την οδυνηρή ανάγκη, την οποία έχουμε, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σχεδόν όλοι μας, ενός ανθρώπου και ενός συγγραφέα που αναζητούσε επίμονα τη λύση του προβλήματος της μοναξιάς του και της απελπισίας του στην επαφή του με τους άλλους.
Σημαντικές δυσκολίες δεν συνάντησα, γιατί το έργο του Παβέζε θεωρώ ότι το γνωρίζω αρκετά καλά. Γνωρίζω το ύφος του συγγραφέα και τον τρόπο γραφής του. Κάποιες δυσκολίες αντιμετώπισα στην απόδοση ορισμένων εκφράσεων και ιδιωματισμών που χρησιμοποιεί ο Παβέζε αν και αυτές δεν είναι πολλές στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Εφαρμόζω ένα συγκεκριμένο κανόνα όταν μεταφράζω: διαβάζω τις άλλες μεταφράσεις αλλά μετά δεν τις ξανακοιτάω. Το καινούργιο κείμενο θέλω να είναι δικό μου και να μη θυμίζει άλλες μεταφραστικές προσπάθειες. Αν είναι καλή η μετάφραση θα το κρίνει ο αναγνώστης, ο οποίος είναι και ο τελικός αποδέκτης και αξιολογητής. Ο μεταφραστής αυτό που πρέπει να κάνει είναι να προσπαθήσει να αποδώσει όσο το δυνατόν καλύτερα το πρωτότυπο κείμενο έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει και στη νέα γλώσσα. Πιστεύω ότι ειδικά για τα κλασικά έργα η κάθε γενιά θα πρέπει να κάνει τις δικές της μεταφράσεις έτσι ώστε να αναδεικνύονται και άλλα στοιχεία κάθε φορά.
Οι μεταφράσεις που κάνω προσπαθώ να είναι όσο γίνεται πιστές στο πρωτότυπο κείμενο. Πιστεύω ότι όταν απομακρύνεσαι από το αρχικό κείμενο το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αρνητικό. Θεωρώ δηλαδή ότι σε αντίθεση με τη μετάφραση της ποίησης όπου, όπως έχει υποστηριχτεί, μια μετάφραση θα πρέπει να είναι πιστή ως προς το νόημα, στο συγκινησιακό νόημα του πρωτότυπου ποιήματος. Με την πρόζα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, γιατί εδώ το νόημα είναι το περιεχόμενο.
Πιστεύω ότι ειδικά για τα κλασικά έργα η κάθε γενιά θα πρέπει να κάνει τις δικές της μεταφράσεις έτσι ώστε να αναδεικνύονται και άλλα στοιχεία κάθε φορά.
Μεταφράζοντας έχω πάντα στο μυαλό μου τις απόψεις και τις θέσεις του Μίλτου Φραγκόπουλου ο οποίος υποστήριζε πως μια βασική μεταφραστική αρχή είναι το πώς ο μεταφραστής ερμηνεύει το κείμενο μέσα από τη δική του ανάγνωση: «Γιατί η μετάφραση είναι η στιγμή μιας συνάντησης. Δεν είναι το έργο σε μια άλλη γλώσσα. Είναι μια απόδοση. Μία –ανάμεσα σε πολλές–, ανάγνωση».
Καλή μετάφραση κατά τη γνώμη μου δε σημαίνει και πιστή μετάφραση, αρκεί να μην αποκλίνεις τελείως από το αρχικό κείμενο.
Σε ό,τι αφορά κάποιες [ευτυχώς ελάχιστες] μεταφράσεις έργων του Παβέζε, το αποτέλεσμα είναι απελπιστικό. Δεν θυμίζουν καθόλου το αρχικό κείμενο του συγγραφέα επιδιώκοντας να δημιουργήσουν συνειδητά ένα άλλο κείμενο το οποίο είναι, δυστυχώς, προϊόν τερατογένεσης. Ο μεταφραστής, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να αναζητήσει την αρχική πρόθεση του συγγραφέα και να την αναδημιουργήσει. Να μένει πιστός στο γενικό κλίμα του έργου και να μην θέλει σώνει και καλά να υπερβαίνει το κείμενο αλλά να μένει κοντά σ’ αυτό και να επιστρέφει εκεί συνέχεια και να «ακούει» τους εσωτερικούς ρυθμούς του, να νοιώθει τον παλμό του. Να αποδώσει το ιδιαίτερο ύφος του συγγραφέα και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του έργου. Αυτά φυσικά είναι αρκετά δύσκολα και σύνθετα και είναι τα στοιχεία που διακρίνουν τους καλούς από τους κακούς ή καλύτερα τους λιγότερο καλούς μεταφραστές.
Ο μεταφραστής, κατά τη γνώμη μου, οφείλει να αναζητήσει την αρχική πρόθεση του συγγραφέα και να την αναδημιουργήσει. Να μένει πιστός στο γενικό κλίμα του έργου και να μην θέλει σώνει και καλά να υπερβαίνει το κείμενο αλλά να μένει κοντά σ’ αυτό και να επιστρέφει εκεί συνέχεια και να «ακούει» τους εσωτερικούς ρυθμούς του, να νοιώθει τον παλμό του.
Η ενασχόλησή μου με τον Παβέζε ανάγεται στο μακρινό 2000 όταν για πρώτη φορά διάβασα ποιήματά του. Τότε αποφάσισα να ασχοληθώ συστηματικά με το ποιητικό του έργο. Καρπός αυτής της ενασχόλησης ήταν το βιβλίο Τζέζαρε Παβέζε – Τα ποιήματα, που κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Printa. Στη συνέχεια το 2011 κυκλοφόρησε ακόμη ένα βιβλίο μου για τον συγγραφέα από τις εκδόσεις Διαπολιτισμός της Πάτρας με τίτλο Εξορία – Έρωτας – Αυτοκτονία – Επιστολές – Κείμενα – Ποιήματα. Πάντα όμως επέστρεφα στο έργο του και μελετούσα διάφορα κείμενα. Επίσης, έχω δημοσιεύσει σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά πολλά κείμενα με θέμα το έργο και τη ζωή του συγγραφέα.
Σε λίγες εβδομάδες αναμένεται να κυκλοφορήσει ένα, ανέκδοτο στα ελληνικά, βιβλίο του Παβέζε με τίτλο Διάλογοι με τη Λευκοθέα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η μετάφραση είναι της Μαρίας Χατζηκυριακίδου και δική μου. Επίσης ετοιμάζω ένα βιβλίο με κείμενα του Πιερ Πάολο Παζολίνι για να τιμήσουμε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του τα οποία συμπληρώνονται το 2022. Ακόμη, μέσα στο 2022, θα κυκλοφορήσει μια μεγάλη ανθολογία με ποιήματα και κείμενα του μεγάλου νομπελίστα Έλληνα-Σικελού [η γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του, Ρόζα Παπανδρέου, κατάγονταν από την Πάτρα] ποιητή Σαλβατόρε Κουαζίμοντο.
Ο Γιάννης Ηλ. Παππάς γεννήθηκε στην Άρτα (Χαλκιάδες) το 1962. Τελείωσε το 1ο Λύκειο Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα ιταλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στα Πανεπιστήμια της Perugia και του Bari της Ιταλίας. Στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (Τμήμα Φιλολογίας) έχει εκπονήσει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα το συγγραφέα Αντρέα Φραγκιά. Από το 1990 εργάζεται ως καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει γράψει δύο ποιητικές συλλογές [Στην άκρη του ονείρου, Το ανεκτίμητο τίποτα] και μια συλλογή διηγημάτων [Θαμπές ζωές]. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. Έχει μεταφράσει τα Ποιήματα του Cesare Pavese [εκδ. Printa]. Μαζί με τον ποιητή Σωτήρη Παστάκα, μετέφρασε 12 σύγχρονους Ιταλούς ποιητές [περ. «Πλανόδιον», τχ. Δεκέμβριος 2007]. Υπήρξε συνδιευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Ελίτροχος» της Πάτρας (1993-1999). Από το 2002 μέχρι το 2015 ήταν πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Πάτρας. Επίσης από το 2003 είναι εκδότης - διευθυντής του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Διαπολιτισμός.