Σκέψεις με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου-μαρτυρία του Elie Wiesel «Η νύχτα» (μτφρ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Μεταίχμιο).
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Μόλις λίγους μήνες πριν, τον Ιούλιο, έφυγε από τη ζωή, στα 88 του χρόνια, ο βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης Ελί Βιζέλ (Eliezer "Elie" Wiesel, 1928-2016), εμβληματική μορφή της λεγόμενης «στρατοπεδικής λογοτεχνίας», όπως αποκαλείται το σώμα εκείνων των αφηγήσεων-κειμένων που αναφέρονται στην πραγματικότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης του ναζισμού (Πρίμο Λέβι, Χόρχε Σεμπρούν κ.ά.) και του σταλινισμού (Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, Βαρλάμ Σαλάμοφ κ.ά). Ο Βιζέλ, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Τρανσυλβανία, σε μια περιοχή που αμφιταλαντεύεται ιστορικά μεταξύ Ουγγαρίας και Ρουμανίας, βρέθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα στα δεκαέξι του χρόνια, μαζί με τη μητέρα του, τον πατέρα του και τη μικρή του αδερφή – εκ των οποίων μονάχα εκείνος επέζησε (βλ. κεντρική φωτογραφία: οικογένειες Ούγγρων Εβραίων, μετά τον διαχωρισμό τους από τους άντρες, λίγο αφότου έφτασαν στο Άουσβιτς τον Μάιο του 1944. Τα γυναικόπαιδα θα πήγαιναν πλέον κατευθείαν για εξόντωση στα κρεματόρια ή για ιατρικά πειράματα στα χέρια του διαβόητου Μένγκελε, βρίσκοντας συνήθως φριχτό τέλος. Κάπως έτσι, από την πρώτη νύχτα, έχασε ο Βιζέλ τη μητέρα του και την 7χρονη αδερφή του, την Τσιπόρα).
Η πρώτη έκδοση στα γαλλικά, και δυο χρόνια μετά στα αγγλικά, βρήκε αρχικά πολύ μικρή ανταπόκριση, μέσα στο κλίμα ενοχικής άρνησης και δυσπιστίας που συναντούσαν ακόμη οι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος.
Στη Νύχτα, ο Βιζέλ περιγράφει τη ζωή του περίπου από τον Ιούνιο του 1944, όταν ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα της πόλης Σιγκέτ μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς –τα μέλη της οποίας εξοντώθηκαν στη συντριπτική τους πλειονότητα άμα τη αφίξει τους–, μέχρι την απελευθέρωση από τον αμερικανικό στρατό του στρατοπέδου Μπούχενβαλντ στις 11 Απριλίου του 1945, όπου ο Ελί με τον πατέρα του είχαν καταλήξει έχοντας επιζήσει από πορεία εξόντωσης λίγους μήνες νωρίτερα. Η πρώτη εκδοχή του βιβλίου υπήρξε ένα κατά πολύ εκτενέστερο κείμενο, εννιακοσίων σελίδων (!), γραμμένο στη γερμανοεβραϊκή διάλεκτο, τα γίντις, το 1954 ή το 1955, με τίτλο Και ο κόσμος σιωπούσε, του οποίου μια συντομευμένη εκδοχή εκδόθηκε στην Αργεντινή το 1956. Το κατά πολύ μικρότερο σε έκταση βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας βασίζεται στη γαλλική έκδοση του 1958, που βγήκε με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του νομπελίστα Φρανσουά Μωριάκ. Η πρώτη έκδοση στα γαλλικά, και δυο χρόνια μετά στα αγγλικά, βρήκε αρχικά πολύ μικρή ανταπόκριση, μέσα στο κλίμα ενοχικής άρνησης και δυσπιστίας που συναντούσαν ακόμη οι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος. Για τη «φιλολογία» που έχει αναπτυχθεί σχετικά με το πώς το αρχικό κείμενο-ποταμός με τον καταγγελτικό τίτλο και τις εκκλήσεις για εκδίκηση έδωσε τη θέση του στο βιβλίο που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, καθώς και για τις διαφορές ανάμεσα στα δύο, γράφει αναλυτικά ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο κατατοπιστικό του επίμετρο. Όπως και να έχει, διαβάζοντας το κείμενο των περίπου 150 σελίδων που έχουμε στη διάθεσή μας, γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχει να κάνει με ένα σπαρακτικό ντοκουμέντο, γραμμένο με λιτό και συνάμα λογοτεχνικά λειτουργικό τρόπο (με τις προλήψεις, τις αναλήψεις, τις ένθετες αφηγήσεις, πολλά από τα «κόλπα» της αφηγηματικής τέχνης, δηλαδή), που ξεπερνάει τα στενά όρια της μαρτυρίας ή, αλλιώς, τα επεκτείνει πέρα από τα αναμενόμενα. Δικαίως, λοιπόν, η Νύχτα –μαζί ίσως με το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι–, αποτελεί ένα από τα διαχρονικώς σταθερά σημεία αναφοράς της στρατοπεδικής λογοτεχνίας, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες κι έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα (καμιά δεκαριά μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες). Πρόκειται για μια αφήγηση που –όσες εικόνες για το Ολοκαύτωμα κι αν έχει εγγράψει κανείς στον ψυχισμό του ως σύγχρονος αναγνώστης-θεατής– είναι αδύνατον να μην σε συγκλονίσει με την αλήθεια της. Το ερώτημα «πώς μπορεί αυτά να έχουν συμβεί» επανέρχεται πάλι και πάλι, το ίδιο ηχηρά, το ίδιο απεγνωσμένα.
Αμερικανοί στρατιώτες μπροστά σε πτώματα θυμάτων
των Ναζί, στο Μπούχενβαλντ, στις 14 Απριλίου του 1945.
|
Δεν έχει βέβαια νόημα, σε ένα τέτοιο σημείωμα, ίσως και γενικότερα, να αναπαράγει κανείς με λεπτομέρειες αφηγήσεις, περιστατικά και γεγονότα. Το έργο αυτό ανήκει στον Βιζέλ, στους ίδιους τους μάρτυρες, στις λέξεις και στις προτάσεις που εκείνοι επέλεξαν για να το κάνουν. Να πούμε μονάχα ότι δύο είναι τα κεντρικά «νήματα» που μας οδηγούν μέσα από τη νύχτα αυτής της εξιστόρησης, κι αναλόγως τα πιστεύω ή τις ευαισθησίες του ακολουθεί κανείς περισσότερο το ένα ή το άλλο. Το πρώτο είναι η αγανάκτηση του 16χρονου και μέχρι τότε ένθερμου θρησκευόμενου Ελί απέναντι στον Θεό του, συναίσθημα που εκφράζεται επανειλημμένως και με σπαραξικάρδιο τρόπο σε κομβικά σημεία της αφήγησης. Η αγανάκτηση αυτή, και η συνακόλουθη συνειδητοποίηση των επιπτώσεων που έχει για την πίστη του, καταλαμβάνει τον ήρωα σχεδόν από τα πρώτα λεπτά της άφιξής του στο Άουσβιτς, όταν πλέον αντιλαμβάνεται τι σημαίνουν οι καπνοί που βγαίνουν από τις ψηλές καμινάδες του στρατοπέδου. Κορυφαία στιγμή αυτού του βαθύτατου σπαραγμού είναι αναμφίβολα το συνταρακτικό «Μα πού είναι τέλος πάντων ο Θεός;» που αναφωνεί δυο φορές ένας συγκρατούμενός του καθώς έχουν υποχρεωθεί από τους δεσμώτες τους να παρακολουθούν ένα παιδί να ψυχομαχεί στην κρεμάλα, με τον συγγραφέα να του απαντά, από μέσα του, «Πού είναι; Να τος – είναι κρεμασμένος εδώ, σ’ αυτή την αγχόνη…» Η αγανάκτηση αυτή (ας επιμείνουμε σε αυτή τη λέξη γιατί εκφράσεις όπως «σιωπή του Θεού» ή «απώλεια της πίστης» απονευρώνουν το σοκ της προδοσίας που αισθάνθηκαν οι πιστοί Εβραίοι από τον Θεό τους μπροστά στα όσα αντίκρισαν και βίωσαν στα Στρατόπεδα) διαπερνά ολόκληρο το κείμενο και συνυπάρχει με θαυμαστό τρόπο με το δεύτερο «νήμα» της μαρτυρίας: το συγκινητικό δέσιμο και την αμοιβαία αγάπη γιου και πατέρα που εκδηλώνονται, αναπτύσσονται και κορυφώνονται στους επτά μήνες αυτής της τρομερής δοκιμασίας. Ο δεσμός γιων και πατεράδων, πατεράδων και γιων, που εμφανίζεται σε ποικίλες εκδοχές και ποιότητες στην πορεία της Νύχτας, όλες συγκλονιστικές, λειτουργεί αναμφίβολα για τον αναγνώστη παραπληρωματικά με την αγανάκτηση μπροστά στην αβουλία, απροθυμία ή απουσία του Θεού: κατά μία έννοια, σχεδόν την προϋποθέτει. Λες και η τραυματική πλην αναντίρρητη αβουλία, απροθυμία ή απουσία του Θεού να αναδεικνύει, ως ακόμη πολυτιμότερη, την εγκόσμια σχέση γιου και πατέρα, ακριβώς τη στιγμή που ο δεσμός τους απειλείται με πλήρη διάρρηξη και απονοηματοδότηση μέσα στο απάνθρωπο περιβάλλον του Στρατοπέδου, σ’ αυτή την επικράτεια του θανάτου.
Φωτογραφία από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ που πάρθηκε στις 16 Απριλίου 1945, πέντε μέρες μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τον αμερικανικό στρατό. Ο Ελί Βιζέλ είναι στο δεύτερο επίπεδο, στο κέντρο, έβδομος από τα αριστερά. (πηγή: Wikipedia) |
Πέραν των παραπάνω, τρία ακόμη θέματα ιστορικής, κυρίως, σημασίας τίθεται επιτακτικά στη Νύχτα, που τα καταγράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο επίμετρό του. Το πρώτο αφορά συνολικά την εξόντωση των Εβραίων της Ουγγαρίας, 750.00 ψυχών, σε μια στιγμή που ο γερμανικός στρατός ήταν ξεκάθαρο ότι όδευε προς ολοκληρωτική ήττα. Όπως σωστά επισημαίνει ο Ζουμπουλάκης, ο αφανισμός των Εβραίων «δεν ήταν δευτερεύουσα όψη του ναζισμού, αλλά αυτό που του δίνει την αποκρουστική ιδιαιτερότητά του» (σ. 174). Δεύτερον, τίθεται το ερώτημα γιατί οι Σύμμαχοι, που πλέον γνώριζαν την ύπαρξη και την πραγματικότητα των Στρατοπέδων, δεν έκαναν τίποτε για να διασώσουν αυτούς τους πληθυσμούς, εμποδίζοντας έστω μερικώς την τεράστια επιχείρηση μεταφοράς τους στα στρατόπεδα τη στιγμή που, το επαναλαμβάνουμε, η Γερμανία γνώριζε απανωτές και συντριπτικές ήττες σε όλα τα μέτωπα. Ο Ζουμπουλάκης το δηλώνει απερίφραστα: «η σωτηρία των Εβραίων δεν αποτελούσε προτεραιότητα για τους Συμμάχους» (σ. 175). Τρίτον, τίθεται με ξεκάθαρο τρόπο το ζήτημα του ρόλου των Εβραϊκών Συμβουλίων, για τα ανύπαρκτα ανακλαστικά τους, για το κλίμα μοιρολατρίας και απραξίας που καλλιέργησαν στους πληθυσμούς, αφήνοντάς τους να οδηγηθούν αδιαμαρτύρητα στο χαμό τους. Το ζήτημα αυτό είναι τεράστιο και ιδιαίτερα σύνθετο, κι αφορά όχι μονάχα Εβραίους που, τελικά, κι οι ίδιοι εξοντώθηκαν, πληρώνοντας το τρομερό τίμημα της παθητικότητάς τους, αλλά και τους Εβραίους του «ελεύθερου κόσμου», οι οποίοι επέδειξαν ακατανόητη αδράνεια απέναντι στο Ολοκαύτωμα, τη στιγμή που αυτό συντελούταν.
Μόνο εκείνοι που γνώρισαν το Άουσβιτς ξέρουν τι ήταν. Οι υπόλοιποι δεν θα το μάθουν ποτέ.
Η Νύχτα του Ελί Βιζέλ, στη μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου, είχε κυκλοφορήσει πρώτη φορά από τις ίδιες εκδόσεις το 2007. Σε τούτη την πιο φροντισμένη κι εκ νέου επιμελημένη επανέκδοση, σε ποιοτικό χαρτί και ειδικά σχεδιασμένο εξώφυλλο από τον Redoine Amzlan, για την οποία αξίζουν συγχαρητήρια στις εκδόσεις Μεταίχμιο, περιλαμβάνεται εκτός από το επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ο ιστορικός πρόλογος του Φρανσουά Μωριάκ καθώς και ο πρόλογος του ίδιου του συγγραφέα για την «οριστική» έκδοση του 2007 – απαραίτητα συμπληρώματα όλα τους ως προς το βασικό κείμενο (βέβαια, συστήνουμε την ανάγνωση πρώτα του «πυρηνικού κειμένου» και στη συνέχεια των συνοδευτικών). Όσο για τα βαθύτερα νοήματα και τις συνδηλώσεις αυτού του υπερσχολιασμένου, πλέον, βιβλίου, που αποτελεί κατά την άποψή μας «υποχρεωτικό ανάγνωσμα» για κάθε άνθρωπο της εποχής μας, ας είμαστε ταπεινοί και σεβαστικοί απέναντι στο ανείπωτο, κι ας ακούσουμε προσεκτικά τα λόγια του ίδιου του Βιζέλ, από τον πρόλογό του: «Μέσα βαθιά του αυτός ο μάρτυρας γνώριζε, όπως και τώρα το γνωρίζει καμιά φορά, ότι η μαρτυρία του δεν θα γίνει δεκτή. Μόνο εκείνοι που γνώρισαν το Άουσβιτς ξέρουν τι ήταν. Οι υπόλοιποι δεν θα το μάθουν ποτέ».
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη νύχτα, την πρώτη νύχτα που πέρασα στο στρατόπεδο, που μετέτρεψε όλη μου τη ζωή σε μια μακριά, επτασφράγιστη νύχτα.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνο τον καπνό.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα προσωπάκια των παιδιών που 'χα δει τα κορμάκια τους να μετατρέπονται σε τολύπες καπνού κάτω από το βουβό γαλάζιο τ' ουρανού.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις φλόγες που έκαψαν για πάντα την πίστη μου.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη σιωπή εκείνης της νύχτας, που μου στέρησε για πάντα την επιθυμία για ζωή.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνες τις στιγμές που σκότωσαν τον Θεό μου, την ψυχή μου και τα όνειρά μου, τα οποία πήραν την όψη της ερήμου.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω όλα αυτά, ακόμα κι αν με καταδίκαζαν να ζήσω όσους αιώνες ζει και ο Θεός. Ποτέ.» (σ. 69)
Η νύχτα
Elie Wiesel
Μτφρ. Γιώργος Ξενάριος
Πρόλογος: Φρανσουά Μοριάκ
Επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης
Μεταίχμιο 2016
Σελ. 200, τιμή εκδότη €11,00