Tα βιβλία που σχολιάζω στο κείμενο που ακολουθεί αξίζουν, τα περισσότερα, εκτενέστερης παρουσίασης και αποτίμησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται για αναλυτικές κριτικές αλλά για συνοπτικούς αναγνωστικούς απολογισμούς.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Ρουσσώ - κατ’ εξαίρεσιν...
Με μερικά χρόνια καθυστέρηση, βάλθηκα να διαβάζω τη μελέτη του Πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκριντ Μπάουμαν «Ζωή για κατανάλωση» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Πολύτροπον, 2007), ένα must για όλους εμάς τους ενθουσιώδεις χρήστες του διαδικτύου, συνειδητούς ή ασυνείδητους συνδημιουργούς των παντός τύπου κοινωνικών δικτύων, τους πολίτες-καταναλωτές του Δυτικού Κόσμου. Σήμερα, δύο μήνες μετά, αν κάτι εγγράφηκε μέσα μου από την ανάγνωση αυτού του επίκαιρου και οξυδερκούς δοκιμίου είναι η επίγνωση του βασικού στρατηγήματος της κοινωνίας των καταναλωτών: Να εμφανίζει την υποχώρηση των δικαιωμάτων, την έλλειψη επιλογών, τη συρρίκνωση της ζωής μας μέσα σε ένα όλο και πιο ρευστό και αβέβαιο περιβάλλον, ως βαθύτερες και προαιώνιες ανάγκες, ως τις σπουδαιότερες κατακτήσεις μας. Με τα λόγια του Μπάουμαν, «ο καταναλωτισμός, πέρα από οικονομία της υπερβολής και της σπατάλης, είναι επίσης μια οικονομία της εξαπάτησης. Ποντάρει στον ανορθολογισμό των καταναλωτών και όχι στους πλήρως ενήμερους και ψύχραιμους υπολογισμούς τους∙ στην έξαψη αισθημάτων καταναλωτισμού και όχι στην καλλιέργεια του λόγου.» (σ. 67) Διαφωνεί κανείς;
(Μόλις βάλω σε τάξη τη βιβλιοθήκη μου –τυπική φαντασίωση πολίτη μιας κοινωνίας καταναλωτών: ότι κάποια στιγμή θα καθυποτάξει στις «βασικές του ανάγκες» το χώρο και το χρόνο του–, κι εντοπίσω το επόμενο βιβλίο του Μπάουμαν που θέλω να διαβάσω, το «Ρευστή αγάπη» [Εστία, 2007], ίσως επανέλθω.)
Σε αντίθεση με τον Μπάουμαν, απέναντι στον οποίο αισθάνομαι, έστω κι αν αυταπατώμαι, ότι διαθέτω ορισμένα βασικά κριτικά εργαλεία, ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν ξεπερνά την αναγνωστική μου σκευή, ειδικά στο κομμάτι που αφορά την ιστορία και τη φιλοσοφία του δικαίου. Μολαταύτα, ρίχτηκα όλος προσδοκίες και με δαιμονισμένη όρεξη να διαβάζω την «Κατάσταση εξαίρεσης» (μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, Πατάκης, 2008), έτσι που στη συνέχεια δεν δίστασα να εφορμήσω στο πυκνότερο και πιο δύσβατο «Homo sacer – κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή» (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Scripta, 2005). Και στα δύο βιβλία ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με θεμελιακές έννοιες, η καταγωγή των οποίων ανιχνεύεται στην αρχαιότητα και το ρωμαϊκό δίκαιο, με τις οποίες «ξεκλειδώνουν» (ή έτσι μοιάζει) σημαντικά πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά ζητήματα του καιρού μας. Στην «Κατάσταση εξαίρεσης», που ως έννοια χρησιμοποιείται, συχνά καταχρηστικά, κάθε φορά που διαφαίνεται εκτροπή από τη δημοκρατική νομιμότητα, αναλύεται και στηλιτεύεται η έμμονη ροπή των σύγχρονων δημοκρατιών να μετατρέπουν την εξαίρεση σε κανόνα, στο όνομα υπέρτερων αγαθών (όπως η ασφάλεια ή, εσχάτως, η έξοδος από την οικονομική κρίση). Ζώντας σε μια χώρα όπου τα τελευταία χρόνια βιώνει καθημερινά, σε πολιτικό και νομοθετικό επίπεδο, αυτή την «κατάσταση», το βιβλίο του Αγκάμπεν αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για όποιον θέλει να δει τα πράγματα από τις απαρχές τους (και με κάποια ψυχραιμία).
Από την άλλη, έχει κανείς την αίσθηση ότι κάτι σχηματικό κι άκαμπτο ελλοχεύει στο βάθος όλης αυτής της σκοτεινιάς, κάτι απόλυτο και αδιαφανές – αίσθηση που δεν την είχα ούτε στιγμή με τον Μπάουμαν. Στο ιδιαίτερα αναλυτικό κι οξυδερκές επίμετρο του Γιάννη Σταυρακάκη, στο επίσης γεμάτο τολμηρά επιχειρήματα Homo Sacer, βρίσκει κανείς ψήγματα μιας τέτοιας κριτικής, κι ως εκ τούτου η ανάγνωση αυτού του δοκιμίου (όχι εύκολη υπόθεση, ομολογώ) φρόνιμο θα ήταν να προηγηθεί της «Εξαίρεσης» − το οποίο άλλωστε αποτελεί ένα είδος επιτομής μια ολόκληρης θεωρητικής κατασκευής.
Σταματώ εδώ και παραθέτω: «Ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός μπορεί να οριστεί ως η θέσμιση, μέσω της κατάστασης εξαίρεσης, ενός κατά νόμο εμφυλίου πολέμου που επιτρέπει τη φυσική εξόντωση όχι μόνο των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και ολόκληρων κατηγοριών πολιτών που για κάποιο λόγο δίνουν την εντύπωση ότι δεν μπορούν να ενσωματωθούν στο πολιτικό σύστημα.» (σ. 13) Κι επίσης: «Μια μέρα η ανθρωπότητα θα παίξει με το δίκαιο όπως τα παιδιά παίζουν με τα άχρηστα αντικείμενα, όχι για να τους ξαναδώσουν την κανονική τους χρήση, αλλά για να τα απελευθερώσουν οριστικά από αυτήν». (σ. 109)
Ο Σωτήρης Βανδώρος είναι πολύτιμος φίλος και συνεργάτης. Είναι επίσης ικανότατος πολιτικός επιστήμονας και επιδέξιος χειριστής του δοκιμιακού λόγου. Και πάλι, εξεπλάγην θετικά στην ανάγνωση της μελέτης του για τον Ρουσσώ με τον τίτλο «Σιωπηλό βλέμμα» (Σαββάλας, 2012), μιας επιμελημένης εκδοχής της διδακτορικής του διατριβής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η προσπάθειά του να συνδέσει σημαντικές πλευρές του έργου του Ρουσσώ με περίπλοκα σημερινά ζητήματα (όπως για παράδειγμα τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού, κουλτούρας και δημοκρατίας, παράστασης κι αναπαράστασης και άλλα πολλά) ήταν σίγουρα τολμηρό εγχείρημα. Εγώ, ως κατά τεκμήριο αδαής περί πολιτικής επιστήμης, το διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση, έτσι που ακόμη κι αν δεν έχω καταφέρει να συγκρατήσω σημαντικούς άξονες του βιβλίου, θα μου μείνουν ένα σωρό λεπτομέρειες γύρω από τη ζωή του Ρουσσώ και τις εμμονές του. Και κυρίως, διαβάζοντας τον Βανδώρο, συνειδητοποίησα γι' άλλη μια φορά το εξής: Οι κλασσικοί είναι πολύτιμοι γιατί όσες φορές κι αν αναμετρηθούμε μαζί τους κάτι έχουν να μας δώσουν. Όχι επειδή είναι πιο «σοφοί» από εμάς (συχνά συμβαίνει κι αυτό), αλλά επειδή το βλέμμα μας για τον κόσμο θεμελιώθηκε πάνω στα δικά τους ερωτήματα. Αποτελούν, τρόπον τινά, το συντακτικό της δικής μας γλώσσας.
Ενδεικτική αποστροφή: «Ο Ρουσσώ έχει αμφιθυμία απέναντι στον λαό. Ως συλλογικό υποκείμενο που υφίσταται την αδικία και την εκμετάλλευση των αρχόντων και των ισχυρών κερδίζει όλη τη συμπάθεια και την υποστήριξή του. [….] Όταν, όμως, πράγματι φτάνει η στιγμή της απόφασης, ο Ρουσσώ φαίνεται να μην έχει πλέον εμπιστοσύνη σε αυτό το ον που χάνει αίφνης την παντοδυναμία του και προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του αδύναμου, ανοργάνωτου, χειραγωγούμενου κι ανυπόληπτου πλήθους.» (σ. 333)
Εδώ Ευρώπη
Με τίτλο «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης» (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκης 2012) ο σημαντικότερος (με την έννοια της επιρροής) εν ζωή Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνικός επιστήμονας Γιούργκεν Χάμπερμας συνέθεσε ένα σύντομο όσο και πυκνό δοκίμιο για την ανάγκη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ενοποίησης των ευρωπαϊκών εθνών υπό τη σκέπη κοινού Συντάγματος. Το κείμενο είναι σχετικά δύσκαμπτο και απαιτητικό στην αρχή (κι εδώ, όπως και στον Αγκάμπεν, προαπαιτούνται γνώσεις φιλοσοφίας και ιστορίας του δικαίου), αλλά σιγά σιγά «λιώνει» μέσα στη δυναμική ευρωπαϊκή πραγματικότητα έτσι όπως διαμορφώνεται από τις προκλήσεις της δημοσιονομικής κρίσης και την ανάγκη βαθύτερης οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Παραθέτω το τέλος, που συνοψίζει με ενάργεια το συνολικό επιχείρημα: «Με την παραίτηση από “μεγάλα” εγχειρήματα δεν γίνεται τίποτα. Την κλιματική αλλαγή, τους παγκόσμιους κινδύνους της πυρηνικής ενέργειας, την ανάγκη ρύθμισης του καπιταλισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών ή την εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο δεν θα τα αποφύγει η διεθνής κοινότητα. Και μπροστά στην τάξη μεγέθους αυτών των προβλημάτων, το πρόβλημα το οποίο πρέπει να λύσουμε εμείς στην Ευρώπη μοιάζει να είναι σχετικά επιλύσιμο.»
Αισθάνομαι ότι η επιτυχία βιβλίων σαν τα «Μιλώντας για το σύμπαν στα εγγόνια μου» του αστροφυσικού Hubert Reeves (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκης, 2011) και «Εξηγώντας τον 20ο αιώνα στον εγγονό μου» (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Πολύτροπον, 2008) του ιστορικού Marc Ferro οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι αποτελούν απροβλημάτιστο δώρο θείων και θειάδων, νονών και νονάδων, αναμφίβολα και μαμαδομπαμπάδων, πεπεισμένων (και χάρη στη δική μας προπαγάνδα) ότι το δέον είναι να χαρίζουν πού και πού στα παιδιά και κάνα βιβλίο, και όχι μόνο κονσόλες και ηλεκτρονικά γκάτζετ. Ταυτόχρονα, οι τίτλοι αυτών των πονημάτων μας μετατρέπουν όλους σε υπερμεγέθη παιδιά, αφού κι ως ενήλικες στέκουμε άφωνοι και αδαείς απέναντι στη χαώδη πολυπλοκότητα του κόσμου μας, ενώ τα επιτεύγματα της επιστήμης δεν φτάνουν σ’ εμάς παρά μόνο με τη χρηστική τους υπόμνηση – υπό τη μορφή συσκευών.
Ποιος δεν θα ήθελε να μάθει με συνοπτικές διαδικασίες τα πάντα για τα πάντα; Να μια υπόσχεση με εμπορικό μέλλον (που είναι ήδη παρόν)…
Εγώ πάλι αντιμετωπίζω αυτά τα βιβλία ως ένα είδος αντιδότου στην βαθύτερη αμηχανία που μου προκαλεί η κάθε τόσο αναδυόμενη άρνησή μου να διαβάσω οτιδήποτε. Όταν δεν έχω όρεξη να διαβάσω, διαβάζω ένα από αυτά τα βιβλία – εξού και φροντίζω να τα ανανεώνω στο σάκο μου από καιρού εις καιρόν. Τούτων λεχθέντων, ορισμένα είναι τόσο διαβαστερά που «κολλάω» κανονικά: Το «Μιλώντας για το σύμπαν στα εγγόνια μου» είναι αναμφίβολα ένα από αυτά. Δεν ξέρω αν ο γηραιός γαλλοκαναδός θα προλάβει να χαρεί τα έσοδα από τις 300.000 πωλήσεις, στη Γαλλία μόνο (του το εύχομαι), πάντως χάρη στο βιβλίο του απέκτησα, έχω την εντύπωση, μια λίγο-πολύ στέρεα γνώση των βασικών αρχών και σχέσεων πάνω στις οποίες θεμελιώνονται οι σύγχρονες επιστήμες. Για παράδειγμα, μου έγινε σαφές ότι η φυσική ασχολείται με τα πιο μικρά σωματίδια της ύλης και τις σχέσεις τους, η χημεία με τα κάπως συνθετότερα, ενώ όταν τα πράγματα γίνονται υπερβολικά περίπλοκα –μιλώντας για τα έμβια όντα− τη σκυτάλη αναλαμβάνει η βιολογία. Το βιβλιαράκι είναι γραμμένο με σοφία και με επιστημολογική ακρίβεια, έτσι που, στη σούμα, αυτό που τελικά σε μαθαίνει είναι ότι στην επιστήμη, όπως και στη ζωή, όλα είναι σχετικά και δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε στις κεκτημένες γνώσεις μας. Να αφήνουμε, με άλλα λόγια, διαρκώς ανοιχτό ένα παράθυρο στο άγνωστο.
Αντιθέτως, από το φτενό βιβλιαράκι του Marc Ferro έχουν κατασταλάξει μέσα μου λιγότερο τακτοποιημένες εντυπώσεις, παρότι κι αυτό το «ρούφηξα» εξίσου λαίμαργα κάπου μεταξύ Ευαγγελισμού και Νομισματοκοπείου. Ίσως κρίνω αυστηρά τον γνωστό ιστορικό (ειδικευμένο στη σοβιετολογία), αλλά πέρα από το να φουσκώσει τον λογαριασμό του στην τράπεζα (προς όφελος κυρίως "του εγγονού του", καίτοι επίσης μαθουσάλας ο ίδιος) έχω την αίσθηση ότι ο μόνος λόγος που αποφάσισε να συγγράψει αυτό το βιβλίο ήταν για να σχετικοποιήσει τα εγκλήματα του σταλινισμού και γενικότερα των κουμουνιστικών καθεστώτων. Τελώντας υπό την επήρεια του προηγούμενου αναγνώσματος, έπειτα δηλαδή από μια γερή δόση σχετικοποίησης των πάντων, και μάλιστα σε συμπαντικό επίπεδο, δεν θα είχα δυσκολία να συμφωνήσω μαζί του: Όλα είναι σχετικά − ειδικά όταν τα κοιτάς από την ασφαλή απόσταση της Ιστορίας με το γιώτα κεφαλαίο. Πέραν τούτης της αμφίβολης εγκυρότητας ένστασης ομολογώ ότι κι αυτό θα το δώριζα απροβλημάτιστα στον εγγονό μου (ή στον ανιψιό μου).
Βασικές αξίες
Αν ο Benjamin Franklin δεν υπήρχε, θα τον είχαν εφεύρει οι Αμερικάνοι (με τον τόνο στο ά). Σχεδόν όλα τα καλά και τα στραβά του αμερικανικού πνεύματος συνυπάρχουν αρμονικά στο μυαλό αυτού του δαιμόνιου τύπου που κατάφερε να γίνει το απόλυτο μπεστ σέλερ στον καιρό του και να απασχολήσει τους επιγόνους του με τα τσιτάτα του απίθανου «φτωχού Ρίτσαρντ» - του επινοημένου από τον ίδιο χαρακτήρα στο όνομα του οποίου αρέσκεται να ομιλεί. Ο Franklin είναι σίγουρα μια από τις πλέον χαρισματικές και πολυσύνθετες προσωπικότητες των Ηνωμένων Πολιτειών, ο μοναδικός από τους ιδρυτές του αμερικανικού έθνους που έχει υπογράψει με τα χεράκια του και τα τέσσερα θεμελιώδη έγγραφα που επικύρωσαν τη μετατροπή των βρετανικών αποικιών σε ανεξάρτητο κράτος. Διαβάζοντας το «Ο δρόμος προς τον πλούτο» (μτφρ. Γιώργος Γεωργακόπουλος, Παπαδόπουλος 2012) χαίρεται κανείς από τη μία τη σύνεση του ανδρός και σιχτιρίζει από την άλλη τη μίζερη ηθικολογία του. Στις μέρες που περνούμε, πάντως, είναι σίγουρα ψυχωφελές ανάγνωσμα, κι ακόμη πιο χρήσιμο θα ήταν λίγα χρόνια πριν, στις εποχές των παχιών αγελάδων. Ιδού κι ένα αγαπημένο ρητό του φτωχού Ρίτσαρντ, έτσι για πρόγευση: «Ό,τι συντηρεί μία κακή συνήθεια, αρκεί για να θρέψει δύο παιδιά.» Ψέματα;
Στοχεύοντας αλλού, με το βιβλίο του «Άλλη λογική - Για μια επανάσταση δημιουργικότητας» (μτρφ. -επιμ. Βασίλης Αργυριάδης, Εν Πλω, 2011), ο Βρετανός θεωρητικός της εκπαίδευσης Ken Robinson αποφάσισε να συνθέσει μια long version της μεγάλης του επιτυχίας Out of our minds (2011), με πρόσχημα τις τεχνολογικές εξελίξεις που μεσολάβησαν. Έτσι, το παρόν βιβλίο βασίζεται στην έκδοση του 2011, στην οποία ο διάσημος ομιλητής ενσωμάτωσε σκέψεις και αναλύσεις που εφορμούν από τις πραγματικότητες των κοινωνικών δικτύων κ.λπ, χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά την επιχειρηματολογία του βιβλίου του (αυξάνοντας, ωστόσο, τον αριθμό σελίδων και την τιμή του). Σε κάθε περίπτωση, παρά την αναπόφευκτη φλυαρία, και την παράθεση ανεπίτρεπτα πολλών κοινοτοπιών για ένα βιβλίο που εξαίρει τον πρωτογενή στοχασμό, ο Robinson καταφέρνει να κάνει ξεκάθαρο το βασικό του θεωρητικό επιχείρημα, που συνοψίζεται στην πίστη του σε ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό μοντέλο. Με δυο λόγια, ο Robinson πιστεύει ότι η βασική αιτία που η σημερινή εκπαίδευση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, αφήνοντας ταυτόχρονα πολλούς από τους ανθρώπους απογοητευμένους από την επαγγελματική τους ζωή, εδράζεται στον προσανατολισμό της στις ανάγκες και τα προτάγματα του 19ου αιώνα και δεν στοχεύει επαρκώς στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Το «σωρευτικό» μοντέλο, που βλέπει τη διαδικασία μετάβασης από το ένα επίπεδο στο άλλο σαν μια πορεία προς την επίτευξη ενός τελικού στόχου, ενός «διπλώματος», έχει αποδειχθεί ανεπαρκές. Από την άλλη, ανασύροντας παραδείγματα από την εκπαιδευτική πραγματικότητα σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, κυρίως, ο Robinson καταδεικνύει τη σημασία της επιμονής στην καλλιέργεια των τεχνών (εικαστικά, μουσική, χορός κ.ά) με σκοπό τη δημιουργία ολοκληρωμένων και χαρούμενων ανθρώπων. Φέρνει μάλιστα και παραδείγματα, όπως αυτό της δημιουργίας χορευτικών ομάδων μέσα σε σχολεία, η λειτουργία των οποίων συνετέλεσε ώστε να μειωθεί σημαντικά η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, ακόμη και η μείωση της παραβατικότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Ένα βιβλίο που, απευθυνόμενο στους μη ειδικούς, καταφέρνει τελικά να αναδείξει φλέγοντα θέματα με απλότητα και σαφήνεια.
Διαβάστε επίσης: Ζιγκ ζαγκ στη βιβλιοθήκη (Ι)