Σκέψεις για το κλασικό μυθιστόρημα του Γκιστάβ Φλομπέρ [Gustave Flaubert] «Μαντάμ Μποβαρί», που κυκλοφόρησε ξανά πρόσφατα σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Στην έκδοση περιλαμβάνεται χρονολόγιο, τα πρακτικά της δίκης εναντίον του Φλομπέρ καθώς και ένα δοκίμιο του Τιερί Λαζέ [Thierry Laget]. Κεντρική εικόνα: H Iζαμπέλ Iπέρ στην «Mαντάμ Μποβαρί» (1991) του Κλοντ Σαμπρόλ.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Μια γυναίκα που πριν γίνει ηρωίδα μυθιστορήματος έζησε πολλές ζωές, σε πολλά μέρη, κι όχι μονάχα της Γαλλίας. Ανήσυχη, προικισμένη, είχε «μέσα της τον διάολο», όπως θα έλεγαν παλιότερα, τα ήθελε όλα και τα ήθελε τώρα, σε μια εποχή που η γυναίκα μπορούσε να θέλει μονάχα όσα της επέτρεπε η κοινωνική της θέση, ο σύζυγός της και τα αυστηρά όρια που με πολλαπλούς τρόπους έθετε ο περίγυρος.
Ο λόγος για την Μαντάμ Μποβαρί, το δημιούργημα του Γκιστάβ Φλομπέρ που γρήγορα ξέφυγε από τον δημιουργό του και έγινε μια σχεδόν μυθική φιγούρα, που μονάχα με μια άλλη διάσημη αυτόχειρα μπορεί να συγκριθεί, με την Άννα Καρένινα – η οποία, σημειωτέον, ήρθε στο φως είκοσι πέντε χρόνια μετά.
Μυθιστόρημα για «τα ήθη της επαρχίας»
Ο Γκιστάβ Φλομπέρ γεννήθηκε το 1821 και ξεκινάει να γράφει το πρώτο του έργο μεγάλης πνοής, τη Μαντάμ Μποβαρί, στα 1851 – είναι τριάντα χρονών, κι έχουν προηγηθεί τα ταξίδια του στη βόρειο Αφρική και στην Ανατολή, τα οποία τον σημάδεψαν, διευρύνοντας τις εμπειρίες του και το εύρος των παραστάσεών του. Για περίπου πεντε χρόνια επιδίδεται στο γράψιμο ενός μυθιστορήματος, για «τα ήθη της επαρχίας», όπως είναι ο υπότιτλός του, γράφοντας πολλαπλάσιες σελίδες από αυτές που τελικά αποτέλεσαν το σώμα του μυθιστορήματος.
Το αληθινό γεγονός που πυροδότησε πιθανότατα τη συγγραφή είχε συντελεστεί στην ομίχλη της πατρογονικής του Νορμανδίας: μια μητέρα, σύζυγος γιατρού, η Ντελφίν Ντελαμάρ, οδηγήθηκε στην αυτοχειρία προδομένη από τους εραστές στους οποίους είχε αναζητήσει μάταια την ευτυχία. Αυτή είναι, με δυο λόγια, και η ιστορία της Εμμά Ρουό, της κόρης ενός ευκατάστατου κτηματία, που έχει ανατραφεί σε μοναστήρι, η οποία δίνεται από τον πατέρα της στον επαρχιώτη γιατρό Σαρλ Μποβαρί, με τον οποίο στη συνέχεια θα αποκτήσει ένα κοριτσάκι, την Μπερτ.
Η Εμμά όμως δεν αρκείται στην πληκτική επαρχιώτικη ζωή της δίπλα στον καλοσυνάτο πλην προβλέψιμο και βαρετό σύζυγό της. Φαντασιώνεται παθιασμένους έρωτες, φυγή στο Παρίσι, μια ζωή διαφορετική, γεμάτη περιπέτειες σαν κι αυτές που διάβαζε στα ρομαντικά μυθιστορήματα. Από τις φαντασιώσεις δεν αργεί να έρθει και το πέρασμα στην πράξη: Αρχικά, σε συναισθηματικό επίπεδο με τον Λεόν, με το οποίο συνδέεται και ερωτικά χρόνια αργότερα, και στη συνέχεια με τον Ροντόλφ, έναν ευκατάστατο εισοδηματία, με τον οποίο συνευρίσκεται και σεξουαλικά, διατηρώντας μαζί του σχέση για αρκετό καιρό, ώσπου εκείνος την εγκαταλείπει.
Η Εμμά όμως δεν αρκείται στην πληκτική επαρχιώτικη ζωή της, δίπλα στον καλοσυνάτο πλην προβλέψιμο και βαρετό σύζυγό της. Φαντασιώνεται παθιασμένους έρωτες, φυγή στο Παρίσι, μια ζωή διαφορετική, γεμάτη περιπέτειες σαν κι αυτές που διάβαζε στα ρομαντικά μυθιστορήματα.
Στην αναζήτηση μια ευτυχίας που την ξεπερνά πολλαπλώς, σπαταλά τα ψυχικά, σωματικά, αλλά και υλικά αποθέματά της και βυθίζει την οικογένεια της σε ανυπέρβλητα χρέη. Από ένα σημείο και μετά, παρά τις ειλικρινείς προσπάθειές του άντρα της Σαρλ να τη βοηθήσει, η ζωή της είναι ένα καθοδικό σπιράλ.
Οπότε, το ερώτημα είναι; Γιατί η ζωή αυτής της μεσοαστής από την επαρχία, που κατά τα κοινωνικά πρότυπα «δεν της έλειπε τίποτε», πήρε μια τόσο καταστροφική τροπή;
Νομικό και κοινωνικό πλαίσιο
Μερικές πληροφορίες από τη ζωή της Εμμά, σε συνδυασμό με την κοινωνική και νομική πραγματικότητα της εποχής, ίσως μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερο την ηρωίδα και τις πράξεις της.
Η Εμμά είναι μόλις δεκατριών χρόνων όταν ο πατέρας της την πηγαίνει σε Μοναστήρι, μια πρακτική συνηθισμένη εκείνη την εποχή για τα κορίτσια, πράγματι, αλλά ας το αναλογιστούμε: δεκατριών χρονών. Η ζωή στο Μοναστήρι, όπου φαίνεται πως αφυπνίζεται η σεξουαλικότητά της, κάποια στιγμή κάνει τον κύκλο της και η Εμμά επιστρέφει στην πατρική εστία, περίπου στα δεκαεπτά της. Ο πατέρας της δεν χάνει χρόνο: Ευθύς αμέσως κανονίζει να τη δώσει στον πρώτο άντρα που πληροί κάποιες προϋποθέσεις: Ο Σαρλ Μποβαρί φαινόταν καλός άνθρωπος και θα γινόταν και γιατρός. Ρωτήθηκε μήπως η Εμμά για την επιλογή του συζύγου; Και ναι και όχι. Η αλήθεια είναι ότι η Εμμά βρίσκει τον Σαρλ συμπαθή και αποδέχεται αυτόν τον γάμο – όσο πιο γρήγορα φύγει από το αγρόκτημα όπου ζει με τον πατέρα της (η μητέρα της έχει πεθάνει) τόσο το καλύτερο.
Ας προχωρήσουμε: Η Εμμά, σύζυγος Σαρλ Μποβαρί πια, προσπαθεί να παίξει τον ρόλο της καλής συζύγου, και το κάνει. Ο Σαρλ νιώθει τυχερός που έχει μια τέτοια γυναίκα. Το πρωί μετά από μια νύχτα μαζί της ευχαριστεί τον θεό που την έφερε κοντά του. Σημαίνει αυτό άραγε ότι η Εμμά έπρεπε να είναι κι εκείνη το ίδιο ευχαριστημένη; Ο Φλομπέρ ήταν μεν τολμηρός, αλλά όχι ανόητος: Δεν θα έφτανε ποτέ τόσο μακριά ώστε να μας βάλει ευθέως στα μύχια της σεξουαλικής ζωής της Εμμά Μποβαρί. Το κάνει όμως με έμμεσους τρόπους, όπως όταν για παράδειγμα παραλληλίζει τα ερωτοτροπήματα του Σαρλ με παιδικά σαλιαρίσματα. Πολύ γρήγορα η Εμμά αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να υπάρχει συμπάθεια και σεβασμός σε αυτόν τον γάμο, ότι ο άντρας της είναι ένας καλός άνθρωπος, αλλά έρωτας, έρωτας σωματικός, έρωτας με ρίγος, σαν κι αυτούς για τους οποίους διαβάζει στα ρομαντικά μυθιστορήματα, δεν υπάρχει ούτε και πρόκειται.
Σε κάθε περίπτωση, η ικανοποίηση της γυναίκας, όπως την εννοούμε σήμερα (να έχει οργασμό, να νιώθει πληρότητα στη σχέση), δεν θα απασχολούσε ιδιαίτερα τον Σαρλ όπως και τον οποιοδήποτε σύζυγο εκείνα τα χρόνια.
Μήπως λοιπόν πίσω από αυτή τη γυναίκα που χαρακτηρίζεται ως «ανικανοποίητη» (χαρακτηρισμός που συχνά αποδίδεται σε γυναίκες που ενώ θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένες, αυτές δεν είναι, ζητούν περισσότερα) κρύβεται κάποια που απλώς δεν ικανοποιείται από τον άντρα της; Δεν θα ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να το γνωρίζει, αφού τότε, και για πολλά χρόνια στη συνέχεια, πρώτα παντρευόσουν και μετά μάθαινες αν αυτός ή αυτή που παντρεύτηκες σου ταίριαζε. Σε κάθε περίπτωση, η ικανοποίηση της γυναίκας, όπως την εννοούμε σήμερα (να έχει οργασμό, να νιώθει πληρότητα στη σχέση), δεν θα απασχολούσε ιδιαίτερα τον Σαρλ όπως και τον οποιοδήποτε σύζυγο εκείνα τα χρόνια. Δεν υπήρχε αυτός ο ορίζοντας.
Και ναι, λοιπόν, έπειτα από μερικά πήγαινε έλα, δισταγμούς, φόβους, αλλά και λαχτάρα, η Εμμά κάνει το φοβερό βήμα και συνευρίσκεται σεξουαλικά με έναν άλλον άντρα. Και ευχαριστιέται. Γι’ αυτό και τον ερωτεύεται. Και τον θέλει και θέλει να ζήσει μαζί του για να συνεχίσει να ευχαριστέται. Πού είναι εδώ η «ανικανοποίητη» Μαντάμ Μποβαρί; Πουθενά. Απλώς, η Εμμά, δεν μπορεί μέσα στο πραγματικό κόσμο να έχει αυτό που θέλει. Ούτε εκείνη μπορεί να το έχει, ούτε εκείνος, ο Ροντόλφ, είχε καμιά πρόθεση να της το δώσει. Εκείνος, αφού παίρνει και ξαναπαίρνει αυτό που θέλει, κάνει τους υπολογισμούς του και την αφήνει στα κρύα του λουτρού.
Η δυνατότητα της γυναίκας για διαζύγιο, που είχε θεσπιστεί με την Γαλλική Επανάσταση, έχει στο μεταξύ, στα χρόνια της Παλινόρθωσης της Μοναρχίας, καταργηθεί.
Να σημειώσουμε κάτι σε αυτό το σημείο: Η δυνατότητα της γυναίκας για διαζύγιο, που είχε θεσπιστεί με τη Γαλλική Επανάσταση, έχει στο μεταξύ, στα χρόνια της Παλινόρθωσης της Μοναρχίας, καταργηθεί. Σύμφωνα με τον Ναπολεόντειο Κώδικα στην περίπτωση μοιχείας από την πλευρά του άντρα ο μοιχός υποχρεούται να καταβάλει πρόστιμο 100-200 φράγκων. Αντίθετα, η μοιχαλίδα πηγαίνει στη φυλακή, με ποινή κάθειρξης από τρεις μήνες έως δύο χρόνια. Για παράδειγμα, η Λουίζ Πραντιέ, μια γυναίκα από την οποία επίσης εμπνεύστηκε ο Φλομπέρ, θα περάσει ένα τρίμηνο στη φυλακή Σεν Λαζάρ. Κινδύνεψε άραγε η Εμμά να πάει φυλακή; Όχι, εφόσον ο Σαρλ ήταν αρχικά εσκεμμένα αφελής και στην πορεία συγχωρητικός, όταν βέβαια η Εμμά είχε βάλει τέλος στη ζωή της. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα έπραττε αν η Εμμά τον είχε αφήσει και είχε φύγει με κάποιον σαν τον Ροντόλφ. Πιθανώς να ήταν και παλι συγχωρητικός, πιθανώς και όχι. Ο νόμος, πάντως, ήταν μαζί του.
Τι διεξόδους είχε λοιπόν κάποια σαν την Εμμά, η οποία ασφυκτιούσε στην επαρχιώτικη ζωή στην οποία ήταν ταγμένη; Καταβύθιση στα χρέη, στην κατάθλιψη, στο ξόδεμα. Και τέλος, στην αυτοκαταστροφή.
Ο Γκιστάβ Φλομπέρ [Gustave Flaubert], γιος του χειρουργού Ασίλ Φλομπέρ και της Ζυστίν Φλεριό, γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας. Η κλίση του προς την λογοτεχνία ήταν έντονη και από τα δεκατέσσερά του χρόνια άρχισε να γράφει αφηγήματα. Η οικογένειά του τον προόριζε για νομικές σπουδές στο Παρίσι, ωστόσο η αποτυχία στις εξετάσεις, οι συχνές κρίσεις επιληψίας και προπάντων η βαθιά του επιθυμία να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, δεν του επέτρεψαν να τις ολοκληρώσει. Έζησε ως επί το πλείστον μακριά από τον θόρυβο της πρωτεύουσας, στο Κρουασέ, κοντά στη μητέρα και στην αγαπημένη ανιψιά του, με μικρά διαλείμματα στην ασκητική ζωή που είχε επιλέξει τις τακτικές επισκέψεις στο Παρίσι, για να βλέπει τους φίλους του: τον Γκοτιέ, τον Τουργκιένιεφ, τον Ρενάν, τον Ζολά, τη Γεωργία Σάνδη, τη Λουίζ Κολέ, μεταξύ άλλων, με τους οποίους διατήρησε πολύχρονη αλληλογραφία. Έκανε επίσης ευάριθμα ταξίδια: από το 1849 έως το 1851, μαζί με τον φίλο του Μαξίμ ντυ Καν ταξίδεψαν στη Μέση Ανατολή, ενώ γνωστό είναι και το πέρασμά του από την Ελλάδα. Επιστρέφοντας άρχισε να γράφει τη Μαντάμ Μποβαρί, την οποία θα ολοκληρώσει και θα εκδώσει έξι χρόνια αργότερα, το 1857. Μακρόχρονη και κοπιώδης ήταν και η συγγραφή όλων των άλλων έργων του, Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, Αισθηματική αγωγή, Απλή καρδιά, Μπουβάρ και Πεκυσέ κ.ά. Γενναιόδωρος με τους ομοτέχνούς του, αφοσιωμένος στους ανθρώπους που αγάπησε, θυσίασε τη μικρή περιουσία του για να στηρίξει τους συγγενείς του και πέθανε φτωχός το 1880. Εκτός από την περιπετειώδη σχέση του με τη Λουίζ Κολέ, και κάποιες τρυφερές φιλίες, ο Φλομπέρ φύλαξε πιστά τον ανεκπλήρωτο έρωτα των δεκαέξι χρόνων του για την κυρία Σλεζενζέ, που την απαθανάτισε στην Αισθηματική αγωγή. |
Η δικαστική περιπέτεια
Η έκδοση της Μαντάμ Μποβαρί σε δύο τόμους το 1856 δημιούργησε σάλο. Ήταν μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά σύντομα οδήγησε τον Φλομπέρ σε περιπέτειες με τη δικαιοσύνη. Οι σκηνές μοιχείας, δοσμένες με τρόπο όχι επαρκώς ηθικά καταδικαστέο (προφανώς: ο Φλομπέρ ήταν ρεαλιστής, όχι ηθικολόγος), προκάλεσαν τη μήνη του Εισαγγελέα του Παρισιού, αν και τελικά ο συγγραφέας, όπως και ο εκδότης που ήταν συγκατηγορούμενος, αθωώθηκαν. Η αγόρευση του δημόσιου κατήγορου Ερνέστ Πινάρ κατά του Φλομπέρ και του βιβλίου του είναι μνημειώδης, γιατί αποτελεί ταυτόχρονα, εκτός από νομικό κείμενο, και μια εξαιρετικά διεισδυτική κριτική ανάλυση του λογοτεχνικού έργου. Είναι ένα κείμενο πραγματικά απολαυστικό, το οποίο, μαζί με την αγόρευση του συνηγόρου του Φλομπέρ και την τελική Απόφαση του δικαστηρίου, περιλαμβάνονται στην έκδοση των εκδόσεων Ψυχογιός που προτείνουμε. Στην ίδια έκδοση, περιλαμβάνεται το εξαιρετικό επίμετρο του Τιερί Λαζέ, εμβριθής και οξυδερκής ανάλυση του φλομπερικού έργου, πέρα από κλισέ και ευκολίες.
Ένας μετρ του ρεαλισμού
Παρά το όσα προσπάθησα να καταδείξω παραπάνω, ότι δηλαδή η Μαντάμ Μποβαρί είναι η ιστορία μιας γυναίκας που τσακίστηκε πάνω στα κοινωνικά και ηθικά όρια που της επέβαλε η εποχή της, τα οποία δεν αποδέχτηκε και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τα υπερβεί, ο Γκιστάβ Φλομπέρ είναι πάνω απ’ όλα ο σπουδαίος συγγραφέας του ρεαλισμού. Δεν γράφει το μυθιστόρημα για να δικαιώσει ή να καταγγείλει, αλλά για να καταδείξει. Τον ενδιαφέρουν, εκτός από την ψυχολογία της ηρωίδας του, πολλά άλλα πράγματα, εξού και ο μπαλζακικού στιλ υπότιτλος «Ήθη της επαρχίας». Οι σελίδες μετά την αυτοχειρία της Εμμά είναι κυριολεκτικά κεντημένες, και μπορεί κανείς να δει, κάτω από τις λεπτομερείς περιγραφές των συμπεριφορών των ανθρώπων, την περιφρόνηση του Φλομπέρ για τη μικροψυχία όσων περιβάλλουν την Εμμά – πλην του συζύγου της, που πεθαίνει τελικά από τον καημό του, και του νεαρού Ζυστέν, που ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της.
Μια φράση του που βρέθηκε στα ημερολόγιά του, μας λέει ίσως ακόμη περισσότερα για το πώς αντιλαμβανόταν την ηρωίδα του και την εποχή του: «Η καημένη μου η Μποβαρί» λέει, «υποφέρει και θρηνεί σε είκοσι χωριά της Γαλλίας συγχρόνως, ετούτη την ώρα».
Σημαίνει άραγε αυτό ότι ο Φλομπέρ δεν ήξερε τι έγραφε; Όχι, βέβαια. Όταν δήλωνε, όπως φέρεται να δήλωνε, το περίφημο «Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ» έκανε φανερό το πόσο ο συγγραφέας χρειάστηκε να μπει βαθιά στην ψυχισμό αυτής της γυναίκας για να καταφέρει να περιγράψει σωστά τις πράξεις της, τα αισθήματά της, την πορεία της προς την καταστροφή. Μια φράση του που βρέθηκε στα ημερολόγιά του μας λέει ίσως ακόμη περισσότερα για το πώς αντιλαμβανόταν την ηρωίδα του και την εποχή του: «Η καημένη μου η Μποβαρί» λέει, «υποφέρει και θρηνεί σε είκοσι χωριά της Γαλλίας συγχρόνως, ετούτη την ώρα».
Η Μαντάμ Μποβαρί, το αριστούργημα του Γκιστάβ Φλομπέρ, κυκλοφόρησε πρόσφατα σε νέα και αξεπέραστη μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Η όμορφη έκδοση περιλαμβάνει και μια σειρά από συνοδευτικά κείμενα στα οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, μαζί με αναλυτικότατο Χρονολόγιο της μεταφράστριας, έτσι που συνιστά μια πληρέστατη αναγνωστική πρόταση.
*Ο Κ.Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.