Για τη συλλογή διηγημάτων της Ρούμενα Μπουζάροφσκα [Rumena Bužarovska] «Ο άντρας μου» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg) και τη θεατρική τους εκδοχή, σε σκηνοθεσία και δραματουργία της Μαρίας Μαγκανάρη, στο θέατρο Θησείον. Στην κεντρική εικόνα, η Μαρία Σκουλά, από την παράσταση.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Ο άντρας μου είναι μια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε πέρυσι: διαβάστηκε πολύ, σχολιάστηκε πολύ, ενώ πρόσφατα την είδαμε μεταφερμένη με επιτυχία και στο θέατρο.
Η Ρούμενα Μπουζάροφσκα είναι ιδιαίτερη περίπτωση, αφού ακόμη και η οικογενειακή ιστορία της μοιάζει να σχηματοποιεί τις βαθιές και περίπλοκες σχέσεις μας με το γειτονικό κράτος που εδώ και μερικά χρόνια αποκαλείται Βόρεια Μακεδονία. Η μητέρα της είναι Ελληνίδα, όπως και η θεία της, η συγγραφέας Έλενα Χουζούρη. Η ίδια μιλάει πλέον κάμποσα ελληνικά, που όλο και βελτιώνονται, κι έχει λουστεί ποικιλοτρόπως τον φανατισμό και το μαζικό ντελίριο πολλών συμπατριωτών μας «Μακεδονομάχων», κάθε φορά που βρισκόταν στη χώρα μας – που είναι και χώρα της, κατά ένα μέρος.
Αυτή η διάσταση στην ταυτότητα της Μπουζάροφσκα βρίσκει μικρό αποτύπωμα μέσα στη συγκεκριμένη συλλογή, αλλά ίσως εξηγεί εν μέρει γιατί άγγιξε τόσο πολύ το ελληνικό κοινό: Διηγήματα από εντελώς άγνωστη συγγραφέα, και μάλιστα από την «ακατανόμαστη» χώρα του βορρά μας, και να γίνονται μπεστ σέλερ, δεν είναι κάτι αναμενόμενο ή σύνηθες. Πώς εξηγείται;
Τα πάθη των μικροαστών
Πηγαίνοντας έναν χρόνο πίσω, καθώς διάβαζα για πρώτη φορά τα διηγήματα της συλλογής, μου ήρθε αυθόρμητα η σκέψη: Μα γιατί καμιά ελληνίδα συγγραφέας δεν έχει καταφέρει να αποτυπώσει με τόση αμεσότητα, χιούμορ και πηγαία λαϊκότητα, αλλά και βάθος και πληρότητα, τα πάθη των μικροαστών, μέσα από το βλέμμα και τα λόγια μιας ποικιλίας γυναικών που δεινοπαθούν στο πλαίσιο της πατριαρχικής μας κουλτούρας; (Εξαίρεση ίσως αποτελεί σε ορισμένα διηγήματά της και στις καλές της στιγμές στο θέατρο η Λένα Κιτσοπούλου) Οικονομικές δυσκολίες, αγροτικές καταβολές, ανασφάλειες και ψευδοεπιστημονισμός γύρω από την εθνική ταυτότητα και τη φυλή, συνθέτουν ένα περιβάλλον που θυμίζει πολύ την Ελλάδα της δεκαετίας του 90, αλλά και τη σημερινή, αλίμονο – αφού οι νοοτροπίες και οι προκαταλήψεις, βαθιά παγιωμένες, το βλέπουμε καθημερινά, δύσκολα αλλάζουν.
Τι καταφέρνει η Μπουζάροφσκα στα έντεκα διηγήματα αυτής της συλλογής; Καταρχάς, κάτι διόλου ευκαταφρόνητο: Μας κάνει να γελάσουμε με τα χάλια μας. Αν ο αναγνώστης είναι άντρας, το γέλιο είναι πικρούτσικο, και σε κάποια σημεία δεν θα αποφύγεις να προσφύγεις στο πάγιο θεωρητικό καταφύγιο του ευαίσθητου αρσενικού, που όμως παίζει ακόμη άμυνα: «Ε, δεν είμαστε και όλοι οι άντρες έτσι!» Σίγουρα, σίγουρα, ησύχασε, φίλε μου...
Αν ο αναγνώστης είναι γυναίκα, οι αντιδράσεις ποικίλουν. Συνήθως ακούγεται ένα γέλιο απελευθερωτικό, του τύπου, «πες τα, επιτέλους», αλλά δεν λείπουν και προβληματισμοί ή αντιδράσεις, γιατί οι γυναίκες στα διηγήματα της Μπουζάροφσκα δεν παρουσιάζονται ως Αγίες. Ούτε η σύζυγος του Πρέσβη, ούτε η αμφίθυμη μάνα στα «Γονίδια», ούτε η χαροκαμένη στη «Λίλι», ούτε η έξαλλη σύζυγος με το φτυάρι, όπως και ούτε η απελπισμένη μοιχός του διηγήματος «Όγδοη του Μάρτη» είναι μονάχα θύματα ή απολύτως αθώες.
Στο ίδιο καζάνι
Συχνότατα, οι ηρωίδες της, που είναι πάντοτε και αφηγήτριες, βράζουν στο ίδιο καζάνι με τον άντρα τους, και συνδιαμορφώνουν μαζί του τη δυστυχία ή τον τραγέλαφο της ζωής τους. Σε κάποια διηγήματα, όπως στη «Σούπα», ο εκλιπών άντρας σκιαγραφείται μονάχα θετικά, και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη σχέση κόρης και μάνας. Ενώ η μάνα δεν είναι πάντοτε η Παρθένος Μαρία που αναμένεται, αλλά, άκουσον άκουσον, καμία φορά έχει αμφίθυμα έως και αρνητικά συναισθήματα για τα παιδιά της.
Προσοχή όμως: Η Μπουζάροφσκα δεν βλέπει τα πράγματα ουδέτερα ή χωρίς αιχμές. Άντρες και γυναίκες δεν είναι ούτε με την ίδια ένταση ούτε με την ίδια ποιότητα ούτε για τους ίδιους λόγους θύματα της πατριαρχίας. Στο βάθος της γραφής της υπάρχει κάτι μαχητικό, ένας ρωμαλέος φεμινισμός, που δεν φοβάται να πει το όνομά του, μα που δεν είναι ρηχός και προγραμματικός. Είναι πρώτα απ’ όλα καλή συγγραφέας: Έχει αίσθηση των χαρακτήρων, του ρυθμού, της γλώσσας, της γελοιότητας των καταστάσεων, ακόμη και πέρα και πάνω από τα φύλα. Ίσως και σε αυτές τις ποιότητες να οφείλεται η επιτυχία της, ακόμη και σε χώρες της πιο... δυτικής Δύσης.
Στο Θέατρο Θησείον
Στο Θέατρο Θησείον, «Ο άντρας μου» ευτύχησε: Παράσταση λιτή, που αναδεικνύει τα κείμενα, και λαϊκή – με την καλύτερη δυνατή έννοια, όπως και το βιβλίο της Ρούμενα. Η Μαρία Μαγκανάρη επέλεξε τα έξι καλύτερα διηγήματα της συλλογής: δύο τα ερμηνεύει η ίδια, και από δύο οι Aμαλία Καβάλη και Μαρία Σκουλά – όλες τους άξιες. Αν και έχω διαβάσει δύο και τρεις φορές κάποια από τα διηγήματα, δεν έπληξα ούτε στιγμή. «Μεγάλο» θέατρο; Δεν ξέρω… Μια χαρά θέατρο, πάντως. Λειτουργικό, ουσιαστικό και διασκεδαστικό.
Όσο για το βιβλίο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, σε ολοζώντανη μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η αποτύπωση μιας σειράς συζητήσεων με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ με τίτλο «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).