
Για το παιγνιώδες και πολύτροπο μυθιστόρημα του Άλισντερ Γκρέι [Alasdair Gray] «Poor things – Χαμένα Κορμιά», του 1992, που αποτέλεσε τη βάση του σεναρίου της ομότιτλης ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Το Poor things, που μεταφράστηκε στα ελληνικά ως Χαμένα κορμιά (μτφρ. Δημήτρης Βαρδουλάκης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα), είναι ένα μυθιστόρημα του 1992, που συζητήθηκε πολύ στη μεγάλη Βρετανία, λαμβάνοντας μάλιστα και δύο όχι τόσο γνωστά, αλλά με κύρος βραβεία (τα Whitbread και Guardian Fiction Prize).
Ο συγγραφέας του, Άλισντερ Γκρέι (γενν. 1934), πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια χωρίς να προλάβει να δει το έργο του να μεταφέρεται στο σινεμά, με χολιγουντιανές προδιαγραφές, από έναν από τους πιο πρωτότυπους σκηνοθέτες της εποχής μας, τον Γιώργο Λάνθιμο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι συγκρίσεις ανάμεσα στο βιβλίο και στην ταινία δίνουν και παίρνουν, εστιάζοντας κυρίως στις διαφορές, ενώ μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει αυτό καθαυτό το ερώτημα: Μπορεί ένα καλό μυθιστόρημα να μεταφερθεί στον κινηματογράφο χωρίς να χάσει την ψυχή του;
Ελάχιστες φορές οι κινηματογραφικές ταινίες έδωσαν ένα έργο πιο πρωτότυπο, πλήρες και σύνθετο από τα λογοτεχνικά έργα στα οποία βασίστηκαν, κι αυτό συνέβη είτε επειδή τα λογοτεχνικά έργα ήταν μέτρια ή κακά είτε επειδή ήταν διηγήματα, δηλαδή πολύ μικρά σε έκταση λογοτεχνικά έργα.
Η απάντησή μου είναι πως όχι. Ελάχιστες φορές οι κινηματογραφικές ταινίες έδωσαν ένα έργο πιο πρωτότυπο, πλήρες και σύνθετο από τα λογοτεχνικά έργα στα οποία βασίστηκαν, κι αυτό συνέβη είτε επειδή τα λογοτεχνικά έργα ήταν μέτρια ή κακά είτε επειδή ήταν διηγήματα, δηλαδή πολύ μικρά σε έκταση λογοτεχνικά έργα.
Παράθεση ντοκουμέντων και επιστολών
Το Poor things του Άλινστερ Γκρέι έχει δομή ιδιαίτερα σύνθετη, που βασίζεται στην τεχνική της παράθεσης ντοκουμέντων που εμφανίζονται ως αληθινά, αναμειγμένα με άλλα που είτε είναι πλαστά είτε αμφίβολης προέλευσης.
Ο συγγραφέας εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο κέντρο αυτής της αφηγηματικής σύνθεσης, εξηγώντας πώς εργάστηκε, σαν να ήταν απλώς ο επιμελητής, αυτός που έβαλε σε τάξη ένα υλικό που όχι μονάχα δεν είναι δικό του, αλλά συχνά τον ξεπερνά. Το βιβλίο διανθίζεται από πρωτότυπες γκραβούρες, φιλοτεχνημένες από τον ίδιο τον συγγραφέα (αν και αποδίδονται σε άλλον), που μεταφέρουν το πένθιμο και γοτθικό κλίμα της ιστορίας.
Στο κέντρο του βιβλίου, λοιπόν, είναι ένα βιβλίο, που έχει τον τίτλο «Επεισόδια από τη νεανική ζωή ενός γιατρού του Δημόσιου Οργανισμού Υγείας της Σκωτίας». Βρέθηκε στα σκουπίδια ενός νοσοκομείου που έκλεισε, κι εμφανίζεται να έχει ως συγγραφέα του τον γιατρό Άρτσιμπαλ ΜακΚέρι, και το όλον να είναι τα απομνημονεύματά του. Ο ΜακΚέρι πέθανε το 1911, κι έτσι η ιστορία που μας διηγείται εκτυλίσσεται τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και διαδραματίζεται, στο μεγάλο της μέρος, στην Γλασκώβη εκείνης της εποχής.
Μιλάμε για μια βιομηχανική πόλη-λιμάνι, όπου η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι μηδαμινή. Οι αυτοκτονίες από τις γέφυρες του ποταμού Κλάιντ είναι καθημερινό φαινόμενο και σπάνια περνούν στα ψιλά των εφημερίδων. Ειδική υπηρεσία του νεκροτομείου της πόλης έχει αναλάβει να περιμαζεύει τα πτώματα, στα οποία συχνότατα περιλαμβάνονται οι σωροί μωρών που κάποιοι/ες θέλησαν να ξεφορτωθούν.
Μια εκδοχή Φράνκενστάιν
Μέσα σε αυτήν τη δυσοίωνη ατμόσφαιρα, που είναι όμως και ιστορικά ακριβής, αναπτύσσεται η γοτθική ιστορία του δόκτωρα Θεόνικου Μπάξτερ, μια εκδοχή του δόκτορα Φράνκενστάιν, ο οποίος επιχειρεί το δικό του άλμα προς τη θεία δημιουργία μέσα από τη κατασκευή ενός μοναδικού πλάσματος, της Μπέλλας.
Η Μπέλλα είναι το συμπίλημα του κορμιού μιας γυναίκας που έβαλε τέλος στη ζωή της βουτώντας στα παγωμένα νερά του ποταμού Κλάιντ, ενώ ήταν έγκυος στον τελευταίο μήνα της κύησης του μωρού της, με τον εγκέφαλο του ίδιου του μωρού της, που ήταν ακόμη ζωντανό κατά την ανάσυρσή της από τα νερά.
Η Μπέλλα είναι το συμπίλημα του κορμιού μιας γυναίκας που έβαλε τέλος στη ζωή της βουτώντας στα παγωμένα νερά του ποταμού Κλάιντ, ενώ ήταν έγκυος στον τελευταίο μήνα της κύησης του μωρού της, με τον εγκέφαλο του ίδιου του μωρού της, που ήταν ακόμη ζωντανό κατά την ανάσυρσή της. Αποτέλεσμα αυτής της φρίκης είναι ένα πανέμορφο πλάσμα, μια νεαρή γυναίκα με μυαλό μωρού, που όμως αναπτύσσεται γρήγορα, καθώς συνεργάζεται θαυμάσια με ένα πιο ώριμο νευρικό σύστημα – ή κάπως έτσι.
Προφανώς, σε αυτές τις ιστορίες, μικρή σημασία έχουν οι τεχνικές λεπτομέρειες: Από τη στιγμή που ένα πλάσμα σαν την Μπέλλα Μπάξτερ αφήνεται ελεύθερο στον κόσμο, όλα πλέον είναι δυνατά. Σε αντίθεση όμως με τον Τέρας του Δόκτωρα Φράνκεστάιν, που, απλοποιώντας κάπως, εκφράζει την ύβρι της επιστήμης και την τιμωρία που θα πέσει πάνω στην ανθρωπότητα εξαιτίας αυτής της ύβρις, η Μπέλλα, το δημιούργημα του δύσμορφου Θεόνικου Μπάξτερ, είναι ένα δώρο στον κόσμο μας, και όχι μια τιμωρία.
Καυστική κριτική της πατριαρχίας και της αποικιοκρατίας
Όπως προείπα στην αρχή, το βιβλίο συναπαρτίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του από επιστολές, μέσα από τις οποίες μαθαίνουμε τον βίο και την πολιτεία της Μπέλλα Μπάξτερ, τα κατορθώματά της, από τη στιγμή που το σκάει από την περίκλειστη οικεία του πατέρα-θεού, και ξανοίγεται στον κόσμο, συνοδεία ενός δανδή και ερωτύλου δικηγόρου, του Ντάνκαν Κάπτσουρινγκ.
Έχει βέβαια προηγηθεί ένα ταξίδι ανά τον κόσμο με τον ίδιο τον πατέρα της, κι έτσι η Μπέλλα που διεκδικεί την ελευθερία και την αυτονομία της δεν είναι μονάχα ένα κορίτσι με μυαλό μωρού, αλλά ένα ήδη καλλιεργημένο πλάσμα, που όμως έχει πολλά ακόμη να μάθει.
Δύο είναι οι εκτενέστερες επιστολές που πληροφορούν τον Θεόνικο Μπάξτερ και τον αρραβωνιαστικό της δόκτωρα ΜακΚέρι για την τύχη της Μπέλλας: Η μία είναι γραμμένη δια χειρός του ίδιου του Ντάνκαν Κάπτσουρινγκ, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις διηγήσεις του, η ελευθεριότητα και η ανεπιτήδευτη συμπεριφορά της Μπέλλας, μαζί με την ακόρεστη δίψα της για νέες εμπειρίες τον έχουν οδηγήσει στην παραφροσύνη, με μια δόση απρόσμενης θρησκοληψίας, μια κι έχει αρχίσει να βλέπει την Μπέλλα πότε ως μια μορφή σύγχρονης μάγισσας και πότε σαν τον ίδιο τον Αντίχριστο επί της Γης. Να σημειώσω, σε αυτό το σημείο, ότι ο Ντάνκαν του βιβλίου είναι πολύ πιο αστείος από τον Ντάνκαν της ταινίας, τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Μαρκ Ράφαλο – αλλά αυτή είναι μια προσωπική εντύπωση.
Tο καλύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι πραγματικά συναρπαστικό, είναι οι επιστολές της ίδιας της Μπέλλας, μέσα από τις οποίες περιγράφει τόσο τις εμπειρίες της με τον Καψούρη, όπως αναφέρεται πλέον υποτιμητικά στον Ντάνκαν.
Και βέβαια, το καλύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι πραγματικά συναρπαστικό, είναι οι επιστολές της ίδιας της Μπέλλας, μέσα από τις οποίες περιγράφει τόσο τις εμπειρίες της με τον Καψούρη, όπως αναφέρεται πλέον υποτιμητικά στον Ντάνκαν, όσο και στις υπόλοιπες συναντήσεις και εμπειρίες της, που την ωριμάζουν, τόσο ως γυναίκα όσο και ως πολιτικό ον.
Μεγάλο μέρος των όσων διαδραματίζονται σε αυτές τις επιστολές είναι μια υποδόρια και ιδιαίτερη καυστική κριτική της αποικιοκρατίας, της αλαζονείας της Μεγάλης Βρετανίας, που εκφράζεται μέσα από χαρακτηριστικά πρόσωπα με τα οποία συνδιαλέγεται η Μπέλλα κατά τη διάρκεια της πολυήμερης κρουαζιέρας της ανά τη Μεσόγειο, μέχρι και την Οδησσό. Είναι κομμάτια μεγάλου πλούτου ιδεών, ιστορικών και λογοτεχνικών αναφορών, από τις οποίες λίγα πράγματα κατάφεραν να περάσουν στην ταινία, όπου όλα είναι αναγκαστικά πιο σφιχτά και μετρημένα.
Η επιστροφή της Μπέλλας στο πατρικό της είναι ένα θρίαμβος, αλλά και πάλι την περιμένει μια νέα περιπέτεια, με την επανεμφάνιση του παλιού συζύγου της, του στρατηγού Σερ Μπλέσινγκτον. Ώρα για αναμέτρηση της Μπέλλα και με το παρελθόν της, παρότι δεν είναι πια η ίδια γυναίκα, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά.
Το βιβλίο δεν είναι καλύτερο, είναι... άλλο πράγμα
To Poor Things, όπως τα περισσότερα καλά λογοτεχνικά έργα, είναι κάτι περισσότερο από τα μέρη που το συναποτελούν. Η θαυμάσια κεντρική του ιδέα, η δημιουργία μιας ηρωίδας που θα είναι σχεδόν tabula rasa, ένα μωρό στο σώμα μιας νέας γυναίκας που σφύζει από ζωή και ανακαλύπτει τον κόσμο ξανά, δίνει άπειρες δυνατότητες κριτικής όχι μονάχα της πατριαρχίας, αλλά και ολόκληρου του συστήματος εξουσίας της εποχής, και, γιατί όχι, και του καπιταλισμού.
Η Μπέλλα, εκτός από μια ανεξάρτητη και ερωτική γυναίκα γίνεται ένθερμη σοσιαλίστρια (πιο κοντά ίσως σε αυτό που στη συνέχεια γέννησε το Εργατικό Κόμμα), μια από τις πρώτες γυναίκες που έγινε γιατρός, και βέβαια και Σουφραζέτα.
Όλα αυτά, και άλλα πολλά, δίνονται από τον Άλισντερ Γκρέι με τρόπο αστείο και απολαυστικό, μέσα από εκατοντάδες λεκτικές επινοήσεις, τις οποίες μετέφερε στη γλώσσα μας πολύ δημιουργικά ο μεταφραστής Δημήτρης Βαρδουλάκης.
Τα Χαμένα Κορμιά, ή Poor Things, είχαν κυκλοφορήσει από τη Νεφέλη πριν από αρκετά χρόνια, και κυκλοφόρησαν ξανά πρόσφατα, με την εκπληκτική Έμα Στόουν πλέον στο εξώφυλλο, στην ίδια μετάφραση, από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Και σε αυτήν την περίπτωση, το βιβλίο δεν είναι απλώς καλύτερο από την ταινία, είναι άλλο πράγμα. Μας καλεί να το ακολουθήσουμε, μακρύτερα, και βαθύτερα, εκεί που μονάχα ο κόσμος των λέξεων μπορεί να μας οδηγήσει, αν τον εμπιστευτούμε.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η αποτύπωση μιας σειράς συζητήσεων με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ με τίτλο «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).