Μια μέρα σαν σήμερα, 5 Δεκεμβρίου 1870 έφυγε από τη ζωή ο Γάλλος λογοτέχνης Αλέξανδρος Δουμάς. Ήταν 68 ετών και στο μεταξύ είχε γράψει αξεπέραστα και πολυδιαβασμένα έργα.
Του Ευθύμιου Σακκά
Ο Αλεξάντρ Ντυμά καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά πέρασε φτωχική παιδική ηλικία εξαιτίας κυρίως του θανάτου του πατέρα του. Γιος του μιγά στρατηγού της Γαλλικής Επανάστασης Τομά Αλεξάντρ ντε λα Παγιετερί και της Μαρί Λουίζ Λαμπουρέ, κόρης πανδοχέα, εγγονός ενός μαρκήσιου από τη Νορμανδία και μιας μαύρης σκλάβας από την Αϊτή, ο Αλεξάντρ που γεννήθηκε στις 24 Ιουλίου 1802 στην κωμόπολη Βιγιέρ-Κοτρέ στην Αιν της βόρειας Γαλλίας μεγάλωσε ξέγνοιαστα αλλά φτωχικά στο οικογενειακό σπίτι της μητέρας του.
Την εκπαίδευσή του είχε αναλάβει ο παπάς του χωριού αλλά ο Δουμάς δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τα μαθήματά του και καμιά κλίση προς την συγγραφή.
Υιοθετώντας ένα ρομαντικό ύφος ο Δουμάς υπήρξε ένας εκ των πρωτοπόρων για την εποχή στο είδος.
Η ανάγκη της οικογένειας για οικονομικούς πόρους τον οδηγεί στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών σ’ ένα συμβολαιογραφικό γραφείο, όπου και αναλαμβάνει καθήκοντα γραφέα. Τέσσερα χρόνια αργότερα κι αφού έχει ειδικευτεί στην αντιγραφή εγγράφων μετακομίζει στο Παρίσι όπου τον περιμένει θέση εργασίας στις υπηρεσίες του Δούκα της Ορλεάνης Λουδοβίκο Φίλιππο, ο οποίος σύντομα θα γινόταν βασιλιάς. Οι χρηματικές απολαβές ήταν ισχνές και ο καινούργιος κόσμος που ανοίχτηκε μπροστά του στην γαλλική πρωτεύουσα σε συνδυασμό με την ένταξή του στους λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης τον ώθησε στην συγγραφή. Πίστευε ότι θα ήταν πολύ απλό να γράψει κάποια θεατρικά έργα, να τα πουλήσει και να αυξήσει το εισόδημά του. Έστω και μ’ αυτή τη παράδοξη λογική συνειδητοποιεί ότι όντως έχει ευχέρεια στο γράψιμο και μάλιστα οι φιλοδοξίες του επιβεβαιώνονται άμεσα καθώς τα πρώτα του θεατρικά έργα έχουν απήχηση στο κοινό. Υιοθετώντας ένα ρομαντικό ύφος ο Δουμάς υπήρξε ένας εκ των πρωτοπόρων για την εποχή στο είδος.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΔΟΥΜΑ
Το 1829 η φήμη του εκτοξεύεται με το έργο «Ο Ερρίκος Γ’ και αυλή του» και τα χρήματα εισρέουν από παντού. Παρόλα αυτά ο Δουμάς παραμένει πάντα στα όρια της χρεοκοπίας καθώς διάγει σπάταλη ζωή ταξιδεύοντας συχνά στο εξωτερικό και έχοντας την πόρτα του σπιτιού του πάντοτε ανοικτή για όλους, συνδράμοντας φτωχούς και πλούσιους.
Παρά την εκτίμηση που έχαιρε από το θεατρικό κοινό δεν συνέβαινε το ίδιο και με τους κριτικούς, καθώς ο Δουμάς ακολουθούσε μια παράξενη τακτική για να στήνει τα κείμενά του. Για την ακρίβεια χρησιμοποιούσε πρωτόλεια κείμενα άγνωστων συγγραφέων και βασιζόμενος στην κεντρική ιδέα τα παράλλασσε και έπειτα τα παρουσίαζε. Έτσι λοιπόν ήταν εύλογο να κατηγορηθεί για λογοκλοπή. Κι όχι μόνο αυτό αλλά η Γαλλική Ακαδημία τον κατήγγειλε ότι τα θέματα των έργων του προσβάλλουν τα χρηστά ήθη. Ο Δουμάς πάντως λίγο επηρεάστηκε από όλα αυτά.
Μετά την επανάσταση του 1830 και την αταξία που ακολούθησε το κοινό δεν έβρισκε την ίδια ευχαρίστηση στα ρομαντικά έργα και ο γάλλος συγγραφέας αντιλαμβανόμενος το κλίμα αλλάζει ρότα και στρέφεται προς το μυθιστόρημα ακολουθώντας την ίδια τακτική όπως και στα θεατρικά του. Αποφάσισε να γράψει ιστορικά μυθιστορήματα λαμβάνοντας τα απαραίτητα στοιχεία από έναν καθηγητή φιλολογίας. Έτσι λοιπόν ακολούθησε μια ακόμη γόνιμη περίοδο που απέδωσε μια σειρά σπουδαίων κειμένων ανάμεσά τους και τα πιο δημοφιλή Οι τρεις σωματοφύλακες και Κόμης Μοντεχρίστος, που παραμένουν ως τις μέρες μας δύο από τα πιο πολυδιαβασμένα κείμενα στην ιστορία της λογοτεχνίας.
Οι κριτικοί πάντως δεν άλλαξαν γραμμή στην αντιμετώπιση των έργων του και ο ίδιος ο Δουμάς δεν άλλαξε τρόπο διαχείρισης των οικονομικών του μ’ αποτέλεσμα η προσωπική του ζωή να έχει πολλά σκαμπανεβάσματα εξαιτίας και των συνεχών πολιτικών αλλαγών. Έτσι λοιπόν άλλαζε τόπους διαμονής αρκετά συχνά, περνώντας μεταξύ των άλλων από Ιταλία, Βέλγιο και Ρωσία, ώσπου έπειτα από ένα ατύχημα που τον άφησε παράλυτο εγκαταστάθηκε στο σπίτι του γιού του, Αλέξανδρου Δουμά του νεότερου, σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, όπου και πέρασε τις μέρες του ως το τέλος της ζωής του το 1870. Ο γιος του Αλέξανδρος Δουμάς, ο νεότερος (1824-1895), ασχολήθηκε επίσης με το γράψιμο. Είναι ο συγγραφέας του επίσης πολυδιαβασμένου μυθιστορήματος Η Κυρία με τις καμέλιες στο οποίο βασίστηκε το λιμπρέτο της όπερας του Τζουζέπε Βέρντι «Τραβιάτα».