Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 2 Ιουλίου 1877, γεννήθηκε στο Calw της νοτιοδυτικής Γερμανίας ο νομπελίστας λογοτέχνης Hermann Hesse [Έρμαν Έσσε]. Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Κριτική, Κάκτος, Μίνωας, κ.ά.
Επιμέλεια: Book Press
Ο Έρμαν Έσσε γεννήθηκε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 2 Ιουλίου 1877, στο Καλβ της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του εργαζόταν σε εκδοτικό οίκο που εξέδιδε θεολογικά βιβλία, και η μητέρα του ασχολούταν με την ποίηση. Ο μικρός Έρμαν ήταν εξαιρετικά ανυπάκουος, δημιουργώντας φασαρίες στο σπίτι, αλλά και στο προτεσταντικό σχολείο όπου φοιτούσε.
Σε νεαρή ηλικία, ο Έσσε αποφάσισε να γίνει ποιητής. Άρχισε να εργάζεται σε βιβλιοπωλεία και στον ελεύθερό του χρόνο, καταβρόχθιζε τα βιβλία του Νίτσε και του Γκαίτε. Το 1899, εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, μια ποιητική συλλογή που αγνοήθηκε από το κοινό. Λίγα χρόνια αργότερα, το πρώτο μυθιστόρημά του Πήτερ Κάμεντσιντ (1904), το οποίο επαινέθηκε από τον ίδιο τον θεμελιωτή της ψυχανάλυσης, τον Σίγκμουντ Φρόιντ, γνώρισε μεγάλη επιτυχία, χαρίζοντας στον Έσσε την ευκαιρία να αρχίσει να βιοπορίζεται αποκλειστικά από τη συγγραφή.
Απέκτησαν τρεις γιούς, όμως ο γάμος τους δεν ήταν επιτυχημένος.
Νιώθοντας μεγάλη αυτοπεποίθηση μετά από τη δημοσίευση του Πήτερ Κάμεντσιντ, ο κατά τα άλλα μοναχικός Έσσε έκανε πρόταση γάμου στη Μαρία Μπερνούλι, μέλος της γνωστής οικογένειας των σπουδαίων μαθηματικών. Απέκτησαν τρεις γιούς, όμως ο γάμος τους δεν ήταν επιτυχημένος. Μετά από τον χωρισμό τους, ο Έσσε παντρεύτηκε δυο ακόμα φορές.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, που παρέμενε ουδέτερη. Άρχισε να εκδίδει ένα περιοδικό που απευθυνόταν στους Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου, και ταυτοχρόνως, να δημοσιεύει κείμενα που καταδίκαζαν τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό. Πάσχοντας από χρόνια κατάθλιψη, ο Έσσε στράφηκε στην ψυχανάλυση και στις θεωρίες του Καρλ Γιούνγκ, τα κείμενα του οποίου διαμόρφωσαν το ύφος και τη θεματολογία των όψιμων έργων του Έσσε.
Το 1927 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Ο λύκος της στέπας, στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας συγγραφέας που πασχίζει να συμφιλιωθεί με την άγρια φύση του και να συνυπάρξει με τους άλλους ανθρώπους. Ο λύκος της στέπας είναι σε μεγάλο βαθμό ένα αυτοβιογραφικό έργο και αποτελεί το πιο γνωστό μυθιστόρημα του Έσσε. Ο ίδιος ο συγγραφέας, βέβαια, είχε δηλώσει πως «απ’ όλα τα βιβλία μου, Ο λύκος της στέπας είναι εκείνο που παρερμηνεύεται συχνότερα και σε μεγαλύτερο βαθμό».
Την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Έσσε παρακολούθησε την άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Αδόλφου Χίτλερ. Το 1933, ο συγγραφέας βοήθησε δυο σπουδαίους ομοτέχνους του, τον Τόμας Μαν και τον Μπέρνολτ Μπρεχτ, να εγκαταλείψουν τη χώρα. Κατόπιν, δημοσίευσε ένα δοκίμιο όπου υποστήριζε πως «το καθήκον των πνευματικών ανθρώπων είναι να τάσσονται με την πλευρά του πνεύματος, και να μην τραγουδούν δυνατά τα πατριωτικά τραγούδια που επιβάλλουν οι ηγέτες στον όχλο».
Παρόλο που αρκετοί στοχαστές είχαν υποστηρίξει πως ο Έσσε δεν επέκρινε αρκετά τις πρακτικές του ναζιστικού κόμματος, ο ίδιος είχε ταχθεί ανοιχτά κατά της λογοκρισίας που απειλούσε τα βιβλία των σημαντικών Εβραίων συγγραφέων, δημοσιεύοντας συνεχώς κριτικές αναλύσεις για τα απαγορευμένα κείμενα του Φραντς Κάφκα. Εντέλει, τα έργα του ίδιου του Έσσε απαγορεύτηκαν, και τα περιοδικά της εποχής του έπαψαν να δημοσιεύουν άρθρα του για ένα διάστημα.
Εντέλει, τα έργα του ίδιου του Έσσε απαγορεύτηκαν, και τα περιοδικά της εποχής του έπαψαν να δημοσιεύουν άρθρα του για ένα διάστημα.
Μετά από την πτώση του χιτλερικού καθεστώτος, τα βιβλία του Έσσε άρχισαν να διαβάζονται ξανά. Ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946, έναν χρόνο μετά από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Έρμαν Έσσε σταμάτησε να γράφει μυθιστορήματα και επικεντρώθηκε στη συγγραφή διηγημάτων και δοκιμίων. Πέθανε το 1962, σε ηλικία 85 ετών.